Στο συνοπτικό δοκίμιό της Σε λάθος δρόμο: οι αντιφάσεις, οι οπισθοχωρήσεις, το μέλλον (εκδ. Καστανιώτη), η γαλλίδα φεμινίστρια συγγραφέας Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ ασκεί συστηματική κριτική στο Δεύτερο Κύμα του φεμινιστικού κινήματος (1980-1991), το οποίο και θεωρεί «επιμεριστικό», επειδή ανέδειξε κατά κύριο λόγο τις βιολογικές ιδιατερότητες της γυναίκας, και υπεράνω όλων τη μητρότητα. Το κύμα αυτό τοποθέτησε στο επίκεντρο της θεωρίας του τις βιολογικές διαφορές των δύο φύλων, καθορίζοντας τη γυναίκα από την ικανότητά της να γεννάει και να θηλάζει μωρά:
«Σήμερα έχει έρθει η ώρα του απολογισμού για το φεμινιστικό ρεύμα που κυριάρχησε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Σε πλήρη αντιστοιχία με την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, άλλοτε έκανε λόγο για διαφορισμό, άλλοτε για θυματοποίηση, μερικές φορές και για τα δύο μαζί. Κάνει αισθητή την παρουσία του εντός και των δεξιών και των αριστερών κομμάτων, προωθώντας δύο βασικές προτάσεις ότι οι γυναίκες είναι πάντα θύματα των ανδρών και χρειάζονται ιδιαίτερη προστασία. Οτι οι γυναίκες έχουν ουσιαστικές διαφορές από τους άνδρες και η ισότητα των φύλων είναι η συνειδητοποίηση αυτής της διαφοράς» (σελ. 127).
Εμφαση στο βιβλίο δίνεται και στις ριζοσπάστριες φεμινίστριες Kάθαριν ΜακΚίνον και Αντρεα Ντουόρκιν, οι οποίες καταφέρθηκαν με οξύτητα ενάντια στην πορνογραφία, συγγράφοντας κάποτε από κοινού ένα καταδικαστικό μανιφέστο σχετικά. Η συγγραφέας το απορρίπτει, διότι είναι πεπεισμένη πως η απόρριψη της πορνογραφίας προέρχεται από μια οπισθοδρομική και «πουριτανική» νοοτροπία, που κατά βάθος συλλαμβάνει τη γυναίκα όπως την έβλεπε η κοινωνία πριν ξεσπάσει το φεμινιστικό κίνημα εν γένει.
Η Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ υπερασπίζεται το Α’ Κύμα του φεμινισμού, τον «οικουμενικό φεμινισμό», όπως τον ονομάζει. Αυτός ο φεμινισμός ήταν, εξηγεί, ο λόγος που οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα της ψήφου και έκαναν τολμηρά βήματα για την έξοδό τους από τον περιορισμό στον ρόλο της νοικοκυράς και την οικονομική τους αυτονομία. Οσο για το Β’ κύμα, η Μπαντεντέρ το θεωρεί ένα εν δυνάμει επικίνδυνο εμπόδιο για την προώθηση της ισότητας και την περαιτέρω χειραφέτηση των γυναικών.
Ο βασικός της φόβος είναι ότι, εξαιτίας της έμφασής του στη βιολογία και τη μητρότητα, καθώς και της επίμονης θεωρητικής του θυματοποίησης των γυναικών, απειλεί να περιορίσει και πάλι τις γυναίκες μέσα στο σπίτι τους, στον μητρικό τους ρόλο, στερώντας τους τη δυνατότητα για την απόκτηση εργασιακών ευκαιριών και οικονομικής αυτονομίας, ακόμη και διακινδυνεύοντας κεκτημένα που οι γυναίκες με τόσο κόπο και επώδυνους αγώνες πέτυχαν. Αν θέλουμε να νικήσουμε τις αδυναμίες μας, πρέπει να εγκαταλείψουμε την επίπλαστη «αγγελική» εικόνα για τις γυναίκες, που αποτελεί μέρος της δαιμονοποίησης των ανδρών. Σύμφωνα με τη Μπαντεντέρ:
«Μπορεί τυπικά να μην το αποδεχόμαστε αλλά έχουμε αντικαταστήσει την καταδίκη των ανδρικών καταχρήσεων με την άνευ όρων καταγγελία του ανδρικού φύλου. Από τη μια πλευρά, Αυτή αδύνατη και καταπιεσμένη. Από την άλλη, Αυτός, κυρίαρχος και εκμεταλλευτής. Ιδού, οι δυο τους αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον. Πώς μπορούμε να βγούμε από την παγίδα αυτή;» (σελ. 45).
Οταν ανέκυψε το περιβόητο ζήτημα της μαντίλας στη Γαλλία, στη δεκαετία του 1980, η Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ έγινε μια από τις παρεμβαίνουσες που κάλεσε δημόσια στην απαγόρευση της μαντίλας στους δημόσιους χώρους.
Σύμφωνα με την Μπαντεντέρ, το γαλλικό κράτος θέλησε να κάνει έτσι επίδειξη της πλατιάς ανεκτικότητάς του, αλλά λησμόνησε πως η μαντίλα στο Ισλάμ επιβάλλεται στο γυναικείο πρόσωπο γιατί το θεωρεί πηγή της ανδρικής λαγνείας και ουσιαστικά αποδίδει την τελευταία στην έλλειψη γυναικείας «σεμνότητας». Με το να επιτρέπουμε τη μαντίλα, γράφει εδώ, στην πραγματικότητα απλώς επιτρέπουμε στις μουσουλμανικές οικογένειες να περιορίζουν τα νεαρά κορίτσια τους και να τους επιβάλλουν το δικό τους ιδανικό για τη σεξουαλική ηθική, που υποτάσσει τη γυναίκα στον κίνδυνο του ανδρικού βλέμματος και δεν της επιτρέπει να χειραφετηθεί.
Αυτός είναι ο κίνδυνος του σχετικισμού, της έμφασης στο «μερικό» και το «ιδιαίτερο», και του να λησμονούμε πως όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε μια ενιαία και ουσιωδώς κοινή «φύση». Η Μπαντεντέρ τονίζει και την υπερβολική, κατά τη γνώμη της, επικέντρωση στις βιολογικές διαφορές των δύο φύλων. Η έμφαση αυτή, μας λέει, αντί να ενισχύει τη γυναικεία χειραφέτηση, διακινδυνεύει την υπονόμευσή της σε βάθος χρόνου. Ορίστε η μεγάλη αντίθεση του ενός φεμινισμού από τον άλλο:
«Σε αντίθεση με τον οικουμενικό φεμινισμό (που απευθύνεται στα δύο φύλα), ο σύγχρονος ισοπέδωσε την άποψη της ισότητας και προώθησε, άθελά του, την επιστροφή του βιολογικού παράγοντα. Ο ύμνος στη φύση επισκίασε τον κοινωνικό και πολιτιστικό αγώνα» (σελ. 131).
Με το να ορίζουμε τη γυναίκα με βάση τις ιδιότητες του κορμιού της, αφενός αποκλείουμε από τη γυναικεία «φύση» όλες εκείνες που αρνούνται συνειδητά να κάνουν παιδί (περίπου μία στις δέκα Γαλλίδες, μας λέει) και αφετέρου τροφοδοτούμε τη μονόπλευρη επιβάρυνση των γυναικών με τα βάρη της ενασχόλησης με τα παιδιά. Αν ο άνδρας δεν διδαχθεί πως οφείλει να περιορίζει λίγο τη δουλειά του και να συμμετέχει και εκείνος στη γαλούχηση τέκνων, αναπόδραστα το βάρος πέφτει όλο στις γυναικείες πλάτες και οι επίδοξες μητέρες χάνουν την ευκαιρία να διαπρέψουν στον εργασιακό τομέα όσο θα μπορούσαν.
Source link