Θα μπορούσε να καταγραφεί και ως ένας μικρός απολογισμός της πενταετής διαδρομή της στο χώρο της μουσικής. Το βέβαιο είναι πως ο πρώτος της δίσκος με τίτλο «Ενδεχόμενα» κρατάει σταθερό το ρυθμό στις νέες μουσικές αναζητήσεις
Αν το «Ενδεχόμενα» ήταν η απάντηση σε μια δική σας εσωτερική ερώτηση, ποια θα ήταν αυτή;
Ίσως στην ερώτηση «τι είμαστε τελικά». Νομίζω είμαστε πολύπλευρα πλάσματα, με τις καλές και κακές πλευρές μας. Αυτή είναι η αλήθεια μας. Τρέχουμε, παλεύουμε, αγωνιούμε, γελάμε, αγαπάμε. Όλα αυτά τα «Ενδεχόμενα» υπάρχουν μέσα στον καθένα μας και προσπαθούμε να βρούμε την ισορροπία τους.
Σε μια εποχή που η δισκογραφία περνά κρίση, τι σημαίνει για εσάς η συνεργασία με μια μεγάλη εταιρεία όπως η Minos EMI – A Universal Music Company; Σας δημιουργεί ασφάλεια ή μια αίσθηση ευθύνης απέναντι στις προσδοκίες;
Η συνεργασία αυτή ήρθε απροσδόκητα, ενώ ήμουν έτοιμη να κυκλοφορήσω τον δίσκο ανεξάρτητα. Η συνεργασία αυτή είναι για μένα μια προσωπική επιβεβαίωση, απ’ την άποψη ότι κατάφερα κάτι που ακούω συνέχεια γύρω μου ότι «δεν γίνεται» -και πράγματι, είναι πολύ δύσκολο. Όπως και το να παιχτούν τα κομμάτια μου στο ραδιόφωνο. Η αίσθηση ευθύνης υπάρχει πάντα μέσα μου, την αντιλαμβάνομαι όμως ως εξής. Έχω την ανάγκη να ανταποκριθώ αφενός στους στόχους που θέτω στον εαυτό μου, αφετέρου να σταθώ «έντιμη» απέναντι στους ανθρώπους που με παρακολουθούν και με στηρίζουν. Αυτό θα συνέβαινε είτε συνεργάζομαι με μια δισκογραφική, είτε όχι. Σαν συνεργάτες, πρέπει μαζί να υποστηρίξουμε τη δουλειά μας κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Ο τίτλος του album, «Ενδεχόμενα», ανοίγει το δρόμο για πολλές ερμηνείες. Αν μπορούσατε να μοιραστείτε ένα «ενδεχόμενο» που φοβάστε αλλά και ένα που ονειρεύεστε, ποια θα ήταν αυτά;
Ο δίσκος τιτλοφορήθηκε έτσι λόγω των διαφορετικών μουσικών ειδών που περιλαμβάνει και όλα ανήκουν στα ακούσματά μου. Διαφορετικά «Ενδεχόμενα», δηλαδή διαφορετικές εκδοχές μου. Φοβάμαι τη φθορά σε κάθε επίπεδο, φυσικό, ηθικό, σχεσιακό. Είναι όμως και αυτό ένα «Ενδεχόμενο» υπαρκτό και ρεαλιστικό που όταν και αν έλθει, πρέπει να αντιμετωπιστεί με θάρρος. Το «Ενδεχόμενο» που ονειρεύομαι είναι να υπάρξω στη μουσική και τις τέχνες για το υπόλοιπο της ζωής μου, να βρίσκω δημιουργική «τροφή», να μην τα παρατάω, να δημιουργήσω μια ειλικρινή και ουσιαστική σχέση με τους ανθρώπους που έρχονται και παρακολουθούν τη δουλειά μου.
Ανήκετε σε μια γενιά τραγουδιστών που μεγάλωσε με τις πλατφόρμες streaming και τα social media. Πώς επηρεάζει αυτό τη δική σας καλλιτεχνική πορεία και τον τρόπο που προσεγγίζετε το κοινό σας;
Κατ’ αρχάς, έχει επηρεάσει πολύ τα ακούσματά μου, ακριβώς επειδή με τη βοήθεια του streaming έχω ακούσει πάρα πολλά και διαφορετικά είδη. Από τα πιο σύγχρονα μέχρι τα παλιότερα, τόσο στο ελληνικό όσο και στο ξένο ρεπερτόριο. Αυτό διαμορφώνει, έστω και ασυνείδητα, μια μουσική και τραγουδιστική ταυτότητα. Όσον αφορά στη διάδοση της δουλειάς μου, αυτή κατά κύριο λόγο γίνεται μέσω των social media και του streaming.
Έτσι ανακοινώνονται οι κυκλοφορίες των τραγουδιών μου, έτσι γνωστοποιούνται τα live, ακόμα και τις συνεντεύξεις, θα τις δημοσιοποιήσω στα social για να τις βρει κανείς και να τις διαβάσει. Επομένως, σαφώς αποτελεί το επιδραστικότερο εργαλείο που έχω για να επικοινωνήσω τη δουλειά μου. Ταυτόχρονα όμως κρύβει και παγίδες, όπως το να κυνηγάς να γίνεις viral, να αναπαράξεις τα trends για να κερδίσεις κι εσύ κάτι από αυτό. Εγώ έχω επιλέξει πολύ συνειδητά να χρησιμοποιώ τα social στο μέτρο και τον βαθμό που μου ταιριάζει για να παρουσιάσω το υλικό μου. Το οποίο υλικό δεν προσαρμόζεται στα trends. Είναι πηγαίο, προκύπτει από τη συνεργασία μου με ανθρώπους που εκτιμώ πολύ και ανεβαίνει στα social. Από’ κει και ύστερα, παίρνει το δρόμο του.
Το «Είναι Κρίμα» ξεχώρισε στα ραδιόφωνα και συνοδεύτηκε από ένα video clip κινηματογραφικής αισθητικής. Πιστεύετε ότι η εικόνα μπορεί να ενισχύσει ή ακόμα και να αλλάξει τον τρόπο που ακούμε τη μουσική;
Θεωρώ πως σίγουρα μπορεί να ενισχύσει το άκουσμά μας. Πράγματι, το «Είναι Κρίμα» δείχνει να ξεχωρίζει στο ραδιόφωνο, πράγμα μάλιστα σπάνιο για νέο καλλιτέχνη στη σημερινή εποχή και, θεωρώ πως το videoclip του –σε σκηνοθεσία Αριστοτέλη Παπακωνσταντίνου- το βοήθησε να τρυπώσει λίγο καλύτερα στην καρδιά του θεατή-ακροατή. Η εικόνα, αν είναι πετυχημένη και αρμονική με το τραγούδι, μπορεί να μας φέρει ακόμα πιο κοντά του, γιατί θα προκαλέσει περισσότερες μνήμες. Είναι συνδυασμός δυνάμεων, οπότε σαφώς και μπορεί να το ενισχύσει. Ως προς το να αλλάξει τον τρόπο που ακούμε είναι φορές που η εικόνα είναι πολύ πιο δυνατή από τη μουσική και χάνεται το κριτήριο. Όμως είναι και αυτό μέσα στο παιχνίδι. Πιστεύω πως γίνονται και θα γίνονται μουσικές δουλειές με ενδιαφέρον και θα βρίσκουν πάντα τον χώρο και τους ακροατές τους.
Στο album σας υπάρχουν έντονα παραδοσιακά στοιχεία, αλλά και πιο σύγχρονες μουσικές αναφορές. Πώς βλέπετε τη σχέση του παλιού και του νέου στη μουσική;
Είναι η σύνδεση αυτή ένα «ενδεχόμενο» που μπορεί να φέρει νέες ισορροπίες;
Σε κάθε εποχή και σε κάθε είδος, υπήρξαν αρκετοί οι νέοι καλλιτέχνες που με τη δουλειά τους έχτιζαν μια γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο. Εμένα αυτό στην παρούσα φάση με εξέφραζε και το επιδίωκα. Δεν αποκλείω στο μέλλον να δουλέψω πάνω σε ένα συγκεκριμένο είδος, ηλεκτρονικό παραδείγματος χάριν, αλλά στα πρώτα μου βήματα, στην πρώτη μου επαφή με τον κόσμο ένιωθα την ανάγκη να πατήσω πάνω στα μέχρι σήμερα ακούσματά μου. Αυτά απλώνονται από τα παραδοσιακά, μέχρι τα pop τραγούδια. Πιστεύω πως η ισορροπία προκύπτει από τον χαρακτήρα των συντελεστών αυτής της δουλειάς. Μία ερμηνεύτρια που δένει με τα βιώματα και τις ερμηνείες της τα κομμάτια, ένας δημιουργός –ο Γιώργος Καψάσκης- που εντοπίζονται χαρακτηριστικά της γραφής του σε όλα τα τραγούδια και ένας ενορχηστρωτής –ο Δημήτρης Σιάμπος- που η αισθητική του ολοκλήρωσε τη συρραφή του album.
Οι στίχοι του album ασχολούνται με ζητήματα όπως ο έρωτας, η αυτοκριτική και η φυγή. Πώς διαχειρίζεστε ως άνθρωπος και καλλιτέχνιδα τις «σκληρές αλήθειες» που, όπως λέτε στο δελτίο Τύπου, συχνά αποφεύγουμε να παραδεχτούμε;
Νομίζω πως ο χαρακτήρας μου είναι τέτοιος που από μικρή ηλικία αναζητούσα την αλήθεια και την τολμούσα. Σαφώς χωρίς να το καταλάβω έχω υποκύψει –και πιθανότατα θα μου ξανασυμβεί- σε «αυταπάτες», όμως έχω την τάση να αντιπαρατίθεμαι στον εαυτό μου και να μην του κρύβομαι. Εάν αντιληφθώ την αλήθεια, ακόμα και αν είναι σκληρή, θα παλέψω για αυτήν. Φαντάζομαι πως τα βιώματά μου και οι μέχρι σήμερα εμπειρίες μου έχουν παίξει τον ρόλο τους σε αυτό. Η διαδικασία αυτή θεωρώ πως είναι σπουδαία για τον καθένα μας, όλοι παλεύουμε με αυτό μέσα μας, γι’ αυτό και με ενδιέφερε πολύ να είναι μέρος της δουλειάς μου. Το «Μόνο Εσένα Έχω» για παράδειγμα είναι ένα τραγούδι στο album, στο οποίο περιγράφεται ακριβώς αυτή η διαδικασία και νιώθω ευγνώμων που το έχω στις αποσκευές μου.
Πόσο δύσκολο είναι για μια νέα τραγουδίστρια να καθορίσει τη δική της ταυτότητα μέσα σε έναν κόσμο που πολλές φορές απαιτεί από τους καλλιτέχνες να είναι ταυτόχρονα και «προϊόντα»;
Είναι δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα είναι μια βασική επιλογή του καθενός μας. Εγώ είχα προαποφασίσει ότι θα έκανα την προσπάθειά μου στη μουσική, μόνο αν είχα λυμένο αυτό το ζήτημα. Αλλιώς δεν θα είχε και νόημα. Θα έτρεχα δεξιά και αριστερά, προσπαθώντας να βρω ποιανού τα γούστα θα ικανοποιήσω. Δεν βγαίνει έτσι, εξαντλείσαι, αφού είναι αδύνατον να τους έχεις όλους ικανοποιημένους. Όταν ένιωσα ότι πατάω στα πόδια μου, αρχίζω να τα βρίσκω με τον εαυτό μου και είχα δικό μου υλικό στα χέρια μου, τότε αποφάσισα πως είχε νόημα να το προσπαθήσω. Άλλωστε, είναι μια άποψη ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι «προϊόντα» και κάποιοι την ακολουθούν. Η άλλη άποψη όμως λέει –κι εγώ εκεί τάσσομαι- ότι η αυθεντικότητα είναι αυτή που αναδεικνύει κάποιον από το πλήθος και πιστεύω πως πολλές φορές έχει επιβεβαιωθεί στην πράξη. Στους καλλιτέχνες που ξεχωρίζουν, νομίζω ότι η αυθεντικότητα της προσωπικότητάς τους είναι αυτή που τους «έσπρωξε» από το να είναι πολύ καλοί, στο να γίνουν ξεχωριστοί.
Αν το «Ενδεχόμενα» ήταν ένα βιβλίο, ποιος θα ήταν ο πρόλογος του και ποιο μήνυμα θα ήθελε να αφήσει στον αναγνώστη του στο τέλος;
Ο πρόλογος θα ήταν δυναμικός, γρήγορος και χωρίς πολλές περιστροφές. Θα έβαζε τον αναγνώστη στο κλίμα με ενθουσιασμό και αμεσότητα. Το μήνυμα που θα άφηνε στο τέλος είναι ότι «Θα ‘ρθει πάλι μια μέρα», για να αναμετρηθούμε με όσα μάθαμε, όσα περάσαμε και να το πιάσουμε απ’ τη αρχή, να διορθώσουμε τα λάθη μας και να γίνουμε καλύτεροι. Εξ ου και η σειρά των κομματιών στον δίσκο, θα ήθελα ο ακροατής να τον βιώσει ως διαδικασία. Είναι ένα πέρασμα μέσα από τον εαυτό μας και το πώς αντιμετωπίζουμε τα πράγματα. Ξεκινάμε με ενθουσιασμό και τρέλα, άγνοια κινδύνου και πίστη πως είμαστε παντοδύναμοι. Στην πορεία, θα φάμε τις τούμπες μας, θα πονέσουμε, θα κάνουμε την αυτοκριτική μας. Στο τέλος όμως, θα κοιτάξουμε κατάματα την αλήθεια και -«θα ’ρθει μια μέρα»- που θα δούμε τα πράγματα με άλλα γυαλιά, έχοντας πια όλες αυτές τις εμπειρίες στις αποσκευές μας. Και τότε θα ξεκινήσουμε πάλι απ’ την αρχή. Και ξανά.
Ακροβατώντας ανάμεσα σε διαφορετικά είδη μουσικής, νιώθετε πως οι ακροατές είναι έτοιμοι να δεχτούν αυτή την πολυσυλλεκτικότητα ή αυτό είναι ένα προσωπικό στοίχημα που θέσατε στον εαυτό σας;
Τα «Ενδεχόμενα» είναι ένας δίσκος που λέει «Γεια σας, είμαι η Βασιλική», με ό,τι αυτό περιλαμβάνει. Από ‘κει και πέρα σε κάποιους θα αρέσει και σε κάποιους όχι. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο. Το στοίχημα σε αυτή την περίπτωση είχε να κάνει με εμένα και το αν έφτιαξα μια δουλειά που με αντιπροσωπεύει. Το στοίχημα, δηλαδή, ήταν να είμαι ειλικρινής και το πέτυχα. Από ‘κει και πέρα, ο δίσκος θα πάρει τον δρόμο του και θα βρει τους ακροατές αυτούς που θα εντοπίσουν σε αυτόν τα δικά τους κομμάτια.
Αν σας ζητούσαν να περιγράψετε το «Ενδεχόμενα» όχι ως μουσικό έργο, αλλά ως συναίσθημα ή χρώμα, τι θα λέγατε;
Είναι ένα ουράνιο τόξο, ακριβώς επειδή περνάει από πολλές διαφορετικές συνθήκες! Είναι αισιόδοξο κίτρινο, παθιασμένο κόκκινο, μελαγχολικό μπλε, αλλά και ανοιξιάτικο πράσινο! Σαν συναίσθημα, είναι αυτό της χαρμολύπης. Αγαπώ αυτό το συναίσθημα, αποδεικνύει ότι είσαι παρών, ζωντανός. Είναι η αλήθεια γιατί δεν αφήνει τίποτα απ’ έξω!
INFO
Η Βασιλική Μιχαλοπούλου κυκλοφορεί το πρώτο προσωπικό της album με τίτλο «Ενδεχόμενα» σε μουσική και στίχους του Γιώργου Καψάσκη, από τη Minos EMI – A Universal Music Company. Παρασκευή 24 Ιανουαρίου στη σκηνή του Σταυρού του Νότου (+plus),
Source link