Κυκλοφόρησε προχθές η αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου με τίτλο στίχο από ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά και πιο τρυφερά τραγούδια του, τις «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου»: «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα». Που στο τραγούδι συνεχίζει «…κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα». Οχι όμως ακριβώς εμείς. Εκείνος. Εκείνος έδωσε σχήμα στα αταίριαστα, τα συγκεχυμένα, όλα εκείνα τα χύμα που συγκρούονταν μέσα στο κεφάλι μας από την αρχή της εφηβείας. Ολα εκείνα που μας τρόμαζαν γιατί δεν μπορούσαμε να τα κάνουμε λέξεις και έτσι να τα ξορκίσουμε. Και ήρθε ο Σαββόπουλος και, με τις λέξεις, τους έδωσε σχήμα. Τα έβγαλε από την επικράτεια της ασχήμιας. Διότι αυτό σημαίνει άσχημος. Κάποιος χωρίς σχήμα.
Διαβάζοντας αποσπάσματα από το βιβλίο – στο οποίο, όπως ο ίδιος λέει, «…ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο» – «ακούγοντάς» τον να αναφέρεται σε εποχές και συναισθήματα έτσι ώστε, πίσω από αυτά, να έρχονται τα τραγούδια του, συνειδητοποιώ πως αυτό είναι το soundtrack της ζωής μου. Με τη βραχνή φωνή του, είναι σαν να μου ψιθύρισε τον άλλον δρόμο προς την ενηλικίωση αφού ένιωθα ότι έκανα τη μεγάλη έξοδο από τη γλυκανάλατη συνθήκη της ηλικίας μου όταν τραγουδούσα «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας είναι πολύ ζαχαρωμένα, ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα μα δεν ταιριάζουνε για μένα» – τότε έμαθα τον Χριστιανόπουλο. Συνειδητοποίησα τη δραματουργική ισορροπία και τη δυναμική των αντίθετων μέσα από το «Ολαρία Ολαρά, γύρω γύρω τα παιδιά, ο μαρκήσιος Ντε Σαντ με έναν χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά, ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον Σατανά». Και όταν η Μπέλλου τραγουδούσε «Ο πατέρας μου ο μπάτης ήρθε από τη Σμύρνη το Εικοσιδυό» νόμιζα ότι το έλεγε για τον παππού μου.
Είχα την ευλογία να τον γνωρίσω στα 19 μου, στην πρώτη μου δουλειά στη δισκογραφική εταιρεία Lyra. Την πρώτη φορά που μπήκα σε στούντιο ηχογράφησης τραγουδούσε το «Αουντουαντάρια» από τη «Ρεζέρβα». Κι όταν άκουσα το «…Οσοι κρατούν φιλίες από το ’65, δώδεκα παρά πέντε έχω κάτι να τους πω» μου φάνηκε αδιανόητο να κρατάνε οι φιλίες για 14 ολόκληρα χρόνια (χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να συνειδητοποιήσω ότι «…Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μου μελαγχολία»). Με πήρε καιρό και κάμποσα τραύματα για να μάθω να μη λέω τα όνειρά μου «…γιατί μια μέρα κρύα μπορεί και οι Φροϊδιστές να ‘ρθουν στην εξουσία». Και όταν αποκαθήλωσα, εντός μου, πολιτικά και άλλα είδωλα συνειδητοποίησα την απάντηση στο «Μπορεί κανίβαλος ποτέ να εκπροσωπήσει τάχα όλους τους φίλους τους παλιούς που έχει στη στομάχα;».Τριγύρισα σε «παραλίες σκουπιδοτόπων», σκίρτησα ερωτικά «με βαριά μοτοσυκλέτα μες στα σκέλη», κατάλαβα πως αυτό που μου φαινόταν γραφικό είναι «Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει». Και έφτασα στην ηλικία που πέρασα από την άλλη πλευρά του στίχου «Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράγμα όποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά».
Τα τραγούδια του έδωσαν σχήμα στη ζωή μας. Και ο Σαββόπουλος είναι τα τραγούδια του. Διότι, αν δεν υπήρχαν κάποιοι ακόμη και σημαντικοί συνθέτες μας, τα τραγούδια τους θα τα έγραφε κάποιος άλλος. Ενώ, αν δεν υπήρχε ο Σαββόπουλος, ουδείς θα μπορούσε να γράψει τα τραγούδια του.
Source link