
Με τη συμπλήρωση του οροσήμου των 50 ετών από τη Μεταπολίτευση και την οριστική κατάργηση της βασιλείας στην Ελλάδα, έχει αυξηθεί το ερευνητικό ενδιαφέρον σε σχέση με τη μακρά ιστορική πορεία του θεσμού της βασιλείας στο πλαίσιο μιας πιο ισορροπημένης αποτίμησής του. Στο πλαίσιο αυτό θεώρησης εντάσσεται και η νέα μελέτη του καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπύρου Πλουμίδη, που εξετάζει ακριβώς τη διαχρονική θεσμική πορεία του Στέμματος, την αλληλεπίδρασή του με την ελληνική πολιτική σκηνή που υπήρξε κατά κανόνα συγκρουσιακή, αλλά και τις γενικότερες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν στην αμφιταλάντευση του θεσμού πριν από την τελική πτώση του. Ο Πλουμίδης έχει στο ιστορικό του μια σειρά σημαντικών έργων που κάποια αποτελούν και έργα αναφοράς.
Μία από τις μεγάλες αρετές όλων των έργων του Πλουμίδη είναι η αντιπαραβολή της πολιτικής πραγματικότητας στην Ελλάδα με αυτή της Ευρώπης, καθώς ο Πλουμίδης είναι βαθύς γνώστης και της διεθνούς βιβλιογραφίας στα ζητήματα που πραγματεύεται. Εχει ευκρινή εικόνα για τις παράλληλες πολιτειακές εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη, τις οποίες πολύ σωστά συναρτά με αυτές της Ελλάδας.
Ο πολιτειακός θεσμός της βασιλείας στις μέρες μας φαίνεται μια παρωχημένη υπόθεση που επιβίωσε σε τμήματα της Ευρώπης περισσότερο ως μια συμβολική Αρχή, ενίοτε παροχής ιστορικού βάθους παρά ως μοχλός άσκησης πολιτικής. Αλλά βέβαια δεν ήταν πάντοτε έτσι, ειδικά στην Ελλάδα. Οπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Πλουμίδης, η βασιλεία διέθετε μια στίλβη και ασκούσε μια μεταφυσική γοητεία στους Ελληνες, επενδυμένη με τα όνειρα της μεγάλης ιδέας και της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μέρος της μυθολογίας αυτής ήταν η σχεδόν μεταφυσική σύνδεση του Στέμματος με τον Στρατό. Ορθά ο συγγραφέας επικεντρώνεται ακριβώς στο ζήτημα αυτό σε όλη τη μελέτη: ο Θρόνος στην Ελλάδα από την εποχή του Οθωνα μετεπαναστατικά μέχρι τον τελευταίο βραχύβιο βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ ήταν εναγκαλισμένος με τον Στρατό, στηριζόταν σε αυτόν και επεδίωκε πάντα να έχει τον έλεγχό του. Ουσιαστικά η μελέτη του Πλουμίδη μάς αναλύει όλες τις κρίσιμες στιγμές του Θρόνου της τελευταίας 50ετίας του στην Ελλάδα (1911-1967).
Ο Πλουμίδης μάς υπενθυμίζει ότι βασικό επιχείρημα υπέρ του Θρόνου κατά την περίοδο αυτή ήταν ότι αποτελούσε αντίδοτο στην αναρχία (στην Ελλάδα επικρατούσαν αναρχία και εμφύλιες συγκρούσεις τόσο πριν από την έλευση του Οθωνα, όσο και πριν από την έλευση του Γεώργιου Α΄ (Ιουνιανά). Αλλωστε ήταν δημοφιλής η έκφραση του απλού κόσμου εκείνης της εποχής «βασιλιάς και από ξύλο». Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε στη συγκυρία του 1920, στην Παλινόρθωση του 1935, ακόμη και στο δημοψήφισμα του 1946.
Ο δεύτερος σημαντικός σταθμός για τη βασιλεία είναι η εποχή του Βενιζέλου, όταν περισσότερο υπήρχε μια Συνταγματική Βασιλεία, παρά Βασιλευομένη Δημοκρατία, καθώς η κυβέρνηση όφειλε να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής αλλά και του Στέμματος. Ορθά ο Πλουμίδης επισημαίνει τη στενή συνεργασία του Βενιζέλου με το Στέμμα, όταν τον έχρισε πρωθυπουργό και αυτός διέλυσε τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και διατήρησε τα πολιτειακά προνόμια του Στέμματος στο Σύνταγμα του 1911. Τα προνόμια αυτά όμως και ο δυισμός της εξουσίας επέφεραν τη μεγάλη κρίση του Εθνικού Διχασμού κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια πτυχή της κρίσης ήταν προφανώς και η πολιτειακή, η οποία τέθηκε με ένταση από τον Βενιζέλο τον Νοέμβριο του 1915 μετά τη διάλυση της Βουλής του 1915 και την προσφυγή σε εκλογές. Μετά το κίνημα της Αμυνας και τη διχοτόμηση του κράτους, ο Βενιζέλος και οι στενοί του συνεργάτες προσπάθησαν να αφήσουν εκτός της αντιπαράθεσης τη βασιλεία ως θεσμό, όμως ήταν φανερό ότι η διένεξη από μόνη της αμφισβητούσε εκτός του Κωνσταντίνου και την ίδια τη βασιλεία ως λειτουργικό εξάρτημα μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μετά την ενοποίηση του κράτους το 1917, ο Βενιζέλος προανήγγειλε την τροποποίηση των προνομίων του Στέμματος στη βάση της αγγλικής αρχής «Ο βασιλεύς βασιλεύει, δεν κυβερνά».
Η βενιζελική ήττα στις εκλογές του 1920 ήταν περισσότερο μια νίκη του Στέμματος παρά μια νίκη του αντιβενιζελισμού, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Πλουμίδης. Η βασιλεία αποτελούσε ακόμη τον δημοφιλέστερο πολιτειακό θεσμό στις καρδιές των Ελλήνων, είχε ρίζες στην Ελλάδα σχεδόν έναν αιώνα, ενώ αποτελούσε μια συντηρητική και ηθική συνιστώσα της ελληνικής κοινωνίας. Το ατυχές για τον θεσμό ήταν ο θανάσιμος εναγκαλισμός του με τον αντιβενιζελισμό που τον κατέστησε αντιπαθή στη μεγαλύτερη μερίδα της βενιζελικής κοινής γνώμης. Πρακτικά το Στέμμα συνέδεσε τις τύχες του με τη συντηρητική παράταξη και μοιράστηκε τις ευθύνες της αποτυχίας της που σφραγίστηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Αναμφίβολα, ένα πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο κομμάτι της μελέτης είναι η Παλινόρθωση του 1935, που ο συγγραφέας την παρουσιάζει στηριζόμενος, σε μεγάλο βαθμό, στην αλληλογραφία του άγγλου πρεσβευτή στην Ελλάδα με το Foreign Office, αλλά και στις σχετικές αναμνήσεις του Πιπινέλη που είχαν δημοσιευτεί στον Τύπο το 1958. Ο δρόμος για την Παλινόρθωση άνοιξε με την αποτυχία του βενιζελικού κινήματος του 1935 και στηρίχθηκε στους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς του Στρατού, αλλά εδώ ο Πλουμίδης προσθέτει άλλον έναν κρίκο που παραπέμπει στο παρελθόν: η Παλινόρθωση προβλήθηκε ως λύση ώστε να μη βυθιστεί η χώρα στο χάος. Αλλά, σύμφωνα και με τα πειστήρια που φέρνει στο φως ο Πλουμίδης, και ο άγγλος πρεσβευτής Waterloo πίστευε ότι ο βασιλιάς θα λειτουργούσε ως σταθεροποιητικός παράγοντας καθώς θα ήταν υπεράνω των κομμάτων. Επίσης ο Waterloo υπογράμμιζε ότι το Στέμμα θα αποτελούσε ένα αποτελεσματικό ανάχωμα στην ιδεολογική επέλαση του κομμουνισμού.
Μεταπολεμικά, ενδιαφέρον παρουσιάζει το κομμάτι που αφορά το δημοψήφισμα επιστροφής του βασιλιά Γεώργιου Β΄ το 1946, αλλά και η καλά τεκμηριωμένη παρατήρηση του Πλουμίδη ότι το Στέμμα ενισχύθηκε αποφασιστικά στη συνείδηση του μέσου πολίτη από τα Δεκεμβριανά αλλά και το φόβητρο του κομμουνισμού λίγο πριν από τον Εμφύλιο. Είναι φανερή η διάθεση του συγγραφέα να αποφύγει τους εντυπωσιακούς χαρακτηρισμούς και τις πολιτικές αντιβασιλικές υπερβολές, δημιουργώντας μια πιο ψύχραιμη διήγηση για τη διαχρονική πορεία του θεσμού που δεν είχε μόνο αρνητικές πτυχές, αλλά ενίοτε λειτούργησε και προς τα συμφέροντα του ελληνικού έθνους.
Αναμφισβήτητα, η γενικότερη οπτική του Πλουμίδη είναι απορριπτική για τον θεσμό, για τον οποίο θεωρεί ότι δεν στάθηκε υπεράνω κομμάτων, αλλά πολιτεύτηκε μικροκομματικά, ταυτιζόμενος κυρίως με τη συντηρητική παράταξη. Θεωρεί ως ολέθρια την πολιτική του Κωνσταντίνου στον Εθνικό Διχασμό, η οποία στόχευε κυρίως στην προάσπιση των συμφερόντων της δυναστείας παρά των εθνικών συμφερόντων, αλλά ψέγει και την πολιτεία του Γεώργιου Β΄ λόγω της επιβολής της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.