Πώς συναρμολογείς τον κόσμο στη μία και μόνη υπαρκτή προοπτική;1
Ενώνεις μαύρη κουκίδα
με μαύρη κουκίδα
σε συνεχή ροή
ώσπου η κρυμμένη εικόνα παίρνει σχήμα2
Φαίνεται πως ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσεις τον αδιασάλευτο νόμο της φύσης (γεννιέσαι – μεγαλώνεις – πεθαίνεις) είναι να τον αποκαταστήσεις ποιητικά. Τα χέρια της Δήμητρας Κωτούλα, που λάμπουν3 μέσα στις σελίδες της τέταρτης ποιητικής συλλογής με τίτλο Λάμια (εκδ. Πατάκη, 2024), καταφέρνουν να μας παρασύρουν στις περιπέτειες της μικρής της Λάμιας – όπως αναφέρει η ίδια η ποιήτρια στην αφιέρωσή της –, οι οποίες γίνονται οι αφορμές για τις ποιητικές αφηγήσεις. Αλλοτε γεμάτες δράση, το κάθε ποίημα αποτελεί ολοκληρωμένη ιστορία, κι άλλοτε η κάθε αφορμή αντανακλά την ίδια την περιπέτεια ζωής, με όλη την υπαρξιακή αγωνία που αυτή φέρει, όχι μόνο μιας μητέρας αλλά του ανθρώπου απέναντι στον χρόνο που σώνεται.
Σκέφτομαι τον χρόνο.
Σκέφτομαι τον χρόνο.
Σαν κάτι που δεν αντέχεται μακριά σου.4
Ο χρόνος δεν είναι απλώς μια γραμμική ακολουθία γεγονότων, αλλά συνδυάζεται με την αντίληψή μας για την ύπαρξη και τον κόσμο γύρω μας. Η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο μπορεί να είναι αντιφατική, καθώς εξαρτάται από την προσωπική εμπειρία και τις συνθήκες γύρω μας. Ομως, λογοτεχνικά, ο χρόνος αποτελεί ένα βίωμα που ενυπάρχει στην ικανότητα για έλεγχο της πραγματικότητας. Κι εδώ η Κωτούλα αποταμιεύει τις αναμνήσεις της με ένα σφιχτό πλέξιμο στοχασμού και λυρισμού, ούτως ώστε να προλάβει τον μελλοντικό χρόνο. Ο κεντρικός άξονας της ποίησής της, ωστόσο, δεν θα λέγαμε ότι είναι ο χρόνος αυτός καθαυτόν, όσο η σχέση της μαζί του. Ισως την αφορά περισσότερο η καταγραφή της ιστορίας ή η εμπειρία της σχέσης με τον άλλον. Επί του προκειμένου, εδώ, ο άλλος είναι η κόρη της και το ζητούμενο είναι η συμπαντική ερμηνεία της κοινής τους σχέσης. Ο επίλογος του ποιήματος «Το χέρι της μητέρας» (η ζωή της βρέθηκε / μια στιγμή μέσα στον χρόνο / να διασχίζει κάθετα τη δική μου ζωή) επιβεβαιώνει το υψηλό ύφος και το φιλοσοφικό βάθος του έργου της.
Συνολικά, τα ανθρωποκεντρικά ποιήματά της χαρακτηρίζονται από μια διαρκή αφηγηματικότητα, χάρη στον διεισδυτικά παρατηρητικό ποιητικό της νου, καθώς επίσης διακρίνεται και η διάθεση απολογισμού ή ανασκόπησης του ίχνους που άφησαν οι ιστορίες και οι αναμνήσεις.
Η συλλογή ανά χείρας είναι χωρισμένη σε δύο μέρη. Στο πρώτο τα κείμενα ζωντανεύουν στιγμές, αποσπάσματα της μικρής ηρωίδας, εξασφαλίζοντας στον αναγνώστη ένα ποιητικό ρεπορτάζ γεμάτο εικόνες και συναισθήματα. Η αφήγηση κυρίως στο β’ πρόσωπο μας συστήνει στον φυσικό κόσμο ενός παιδιού, όπου εξ ορισμού η γραμμή ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα είναι δυσδιόρατη. Τρέχει, πέφτει, κλαίει, γελάει, ξανασηκώνεται, κάπως έτσι μεγαλώνει.5
Σε αυτό το πρώτο μέρος η ποιήτρια αναμετριέται με τη δική της αντοχή, ευθύνη ή και νοσταλγία απέναντι στη γονεϊκή εμπειρία. Οι στιγμές γίνονται αναμνήσεις, οι αναμνήσεις γίνονται λέξεις, οι λέξεις εκρήξεις.
Το χέρι ανοίγει.
Το μολύβι πέφτει.
Το τετράδιο κλείνει.6
Κανείς άλλωστε δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από τη θηριωδία της αγάπης, δηλώνει η ποιήτρια στο πεζόμορφο ποίημά της με τίτλο «Από κάτω», και έχει δίκιο, εφόσον μοιραία είμαστε καμωμένοι να αγαπήσουμε τα παιδιά μας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Το στοίχημα είναι να αξίζεις το παραμύθι τους.
Ολα τα ποιήματα του πρώτου μέρους λειτουργούν ως στιγμιότυπα ζωής της μικρής Λάμιας, έχοντας εκείνη ως κεντρικό πρόσωπο, ενώ ο αφηγητής τολμά να καταθέτει την ποιητική του σκέψη με κύριο γνώρισμα τη γλωσσική επίγνωση. Είναι αλήθεια πως η Κωτούλα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη γλώσσα, δημιουργώντας έντονα νοήματα μέσα από λιτές, συχνά αινιγματικές φράσεις. Είτε μιλά για απλά καθημερινά πράγματα είτε αγγίζει ευαίσθητες καταστάσεις, η γραφή της έχει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που συνδυάζει την ποιητικότητα με την πραγματικότητα.
Η πεδιάδα της νύχτας
κατεβάζει αργά το ζεστό χνότο της.
Τα αντικείμενα ένα ένα παύουν.
Το μόνο που κινείται στο δωμάτιο τώρα
είναι η φωνή της.
Στο δεύτερο μέρος, με την υποσημείωση «Εντεκα σημειώσεις για το καλοκαίρι», αλλάζει το ποιητικό μοτίβο. Εδώ διαβάζουμε στακάτες σκέψεις, λέξη κάτω από λέξη, χειμαρρώδεις εικόνες, που αναβλύζουν αρώματα, γεύσεις και συναισθήματα της στιγμής:
μυρίζει μέντα
και βαθύτερα
το φως
σταματά
κι αντανακλάται στα πεσμένα φύλλα
λάμποντας
[…]
στην ψίχα της παλάμης σου
βουίζει
το βρεγμένο χώμα7
Χαρακτηριστικό του ποιητικού ιδιώματος της Κωτούλα είναι επίσης οι αναφορές στη φύση. Φαίνεται πως τόσο τα φυσικά γήινα στοιχεία, όπως το νερό, τα δέντρα, το χώμα, όσο και ο φυσικός ρυθμός της ύπαρξης (η κυκλικότητα) τη γοητεύουν και κατ’ επέκταση γίνονται σώμα της γραφής της. Ακόμα και τα άψυχα μέλη μιας κούκλας (στο ποίημα «Κούκλες») ή το ζυμάρι στα χέρια της μικρής Λάμιας (στο ποίημα «Πλάθω ή Το σημείον») αποκτούν ενέργεια και ζωή. Ο υλικός κόσμος δύσκολα ξεχωρίζει από τον φυσικό, αφού η εμπειρία στηρίζεται στον συνδυασμό τους. Η θάλασσα αλατίζει τη σάρκα, ο ήλιος ξεθωριάζει το καπέλο, μέσα απ’ τις ρωγμές της πέτρας φαίνεται το πυκνό σκοτάδι. Οσο μεγαλύτερη η επίγνωση της συγκίνησης που προκαλεί η ομορφιά του κόσμου, τόσο μεγαλύτερος ο φόβος.
Ακούω ν’ ανοιγοκλείνουν χωρίς ήχο κι οσφραίνομαι το σχήμα κάθε φθόγγου, ρουφάω την αναπνοή τους, εξανίσταμαι ανίσχυρη στο παράφορο της έξαψής τους για τότε
τον Αύγουστο εκείνο
που δεν θα είμαι εδώ
μαζί της.8
Η ποιητική τεχνική, όμως, της Κωτούλα ξεπερνά τη θεματική ή καλύτερα να πούμε πως υπερέχει, συμπληρώνει και κατακλύζει τον αναγνώστη. Τα έργα της συχνά εστιάζουν στις αντιφάσεις των ανθρώπινων σχέσεων. Η γραφή της χαρακτηρίζεται από λιτότητα, χωρίς όμως να της λείπει η ένταση. Και στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές της (Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, Ποιήματα της λευκής σελίδας, εκδ. Πατάκης, 2021, και Η επίμονη αφήγηση, εκδ. Πατάκης, 2017) συχνά εξετάζει θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης, του πόνου, της απώλειας, καθώς και της προσωπικής και συλλογικής αναζήτησης της ταυτότητας και του νοήματος. Με δυναμικά ρήματα να ζωντανεύουν την αφήγηση, με λεκτικές επαναλήψεις να εξασφαλίζουν τη μουσικότητα και τη λυρικότητα όπου χρειάζεται, με το ευφυές σπάσιμο του στίχου και, τέλος, με τη χρήση παύλας, που απελευθερώνει το νόημα, τα κείμενά της βηματίζουν ρυθμικά αλλά στέρεα. Ολα τα παραπάνω υφολογικά χαρακτηριστικά συνθέτουν τη διακριτή ποιητική φωνή της Δήμητρας Κωτούλα. Δικαίως, λοιπόν, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές και μεταφραστές της χώρας μας, κυρίως χάρη στη σπάνια ευαισθησία και στο ήθος της απέναντι στη γλώσσα. Συνολικά, το έργο της είναι συναισθηματικά αληθινό και ταυτόχρονα διανοητικά απαιτητικό, προκαλώντας τον αναγνώστη να επανεκτιμήσει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας.
Η Αννα Βασιάδη έχει σπουδές αγγλικής φιλολογίας και ρουμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας, ενώ είναι υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2023, κυκλοφόρησε η τελευταία ποιητική της συλλογή με τίτλο «Κρύο γάλα» (εκδ. Συρτάρι).
1 Απόσπασμα από το ποίημα «V»
2 Απόσπασμα από το ποίημα «Ετσι είναι»
3 Απόσπασμα από το ποίημα «Ετσι είναι»
4 Απόσπασμα από το ποίημα «Πάρτι γενεθλίων»
5 Απόσπασμα από το ποίημα «Μικρή διαρροή δακρύων»
6 Απόσπασμα από το ποίημα «Λέξεις»
7 Απόσπασμα από το ποίημα «IV»
8 Απόσπασμα από το ποίημα «Η μικρή του Αυγούστου»
Source link