
Στις 23 Απριλίου 2010 ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοινώνει με διάγγελμα από το Καστελλόριζο την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης. Η «περίοδος των μνημονίων» αρχίζει.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, μιλάει για πρόσωπα και γεγονότα εκείνης της εποχής, για τις αποφάσεις που έλαβε και τις εισηγήσεις που απέρριψε, για φράσεις που παρανοήθηκαν, ενώ ασκεί κριτική στην κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα.
Κύριε πρόεδρε, θα ήθελα κατ’ αρχάς να σας ευχαριστήσω για αυτή τη συνέντευξη. Να ξεκινήσουμε με μερικά θραύσματα απομνημονευμάτων. Πού, πώς και από ποιους αποφασίστηκε το Καστελλόριζο;
«Σας ευχαριστώ εγώ, κύριε Δημητρολόπουλε, που μου δίνετε την ευκαιρία, δεκαπέντε χρόνια μετά την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης, να μιλήσω για εκείνη την κρίσιμη εποχή των μεγάλων αποφάσεων. Γιατί αυτό που εξακολουθεί να λείπει από τον δημόσιο βίο είναι ακριβώς αυτό: οι μεγάλες, τολμηρές αποφάσεις. Αυτές σπάνε τον φαύλο κύκλο παθογενειών που μας στοιχειώνουν διαχρονικά και μας κρατούν σε μια ιδιότυπη ομηρεία από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα. Και η τραγική ειρωνεία; Ενώ ο Ελληνισμός μεγαλουργεί εκτός συνόρων, εντός αυτοϋπονομεύεται. Δεν φταίει βέβαια το DNA μας. Αιτία είναι ένα φαύλο σύστημα που βιώνουμε και σήμερα και μας θυμίζει την εικόνα εκείνων των δραματικών ημερών της κρίσης. Με μια κυβέρνηση που αντιμετωπίζει το δημόσιο ταμείο ως προσωπικό πορτοφόλι. Με παντελή έλλειψη στρατηγικής για παραγωγική ανασυγκρότηση. Με τεράστιο έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου, που ξεπερνά αυτό του 2009. Και, τέλος, η αξιοπιστία της χώρας, που δοκιμάζεται ξανά από την αλαζονεία και την έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς. Οσο για τις αποφάσεις του 2010, είχε προηγηθεί ενδελεχής συζήτηση και προετοιμασία με τους υπουργούς Οικονομικών, Γιώργο Παπακωνσταντίνου και Φίλιππο Σαχινίδη, και τον οικονομικό μου σύμβουλο, Ηρακλή Πολεμαρχάκη. Πριν το διάγγελμα συνεδρίασε το Ατυπο Υπουργικό Συμβούλιο, με τη συμμετοχή όλων των υπουργών και στενών συνεργατών. Αξιολογήσαμε σε βάθος τα δεδομένα και υπήρξε συναίνεση στο ενδεχόμενο προσφυγής στον μηχανισμό».
Συναινείτε, λοιπόν, και επιλέγετε ένα ακριτικό νησί. Και δέχεστε κριτική για αυτή σας την επιλογή.
«Ξέρετε, με προβληματίζει πάντα η κριτική που ακούω. Η απόφαση ήταν δική μου. Είχε και πρακτικό και συμβολικό βάρος. Πρακτικά, το μήνυμα ήταν «Το έργο μας συνεχίζεται». Και μένουμε συνεπείς στην προγραμματισμένη συνέλευση με τους αναπτυξιακούς φορείς της Δωδεκανήσου. Δεύτερον και πιο ουσιαστικό, το Καστελλόριζο ήταν πάντα για μένα σύμβολο του δημιουργικού Ελληνισμού. Δεν πτοείται και παρά τις δυσκολίες μετατρέπει κρίσεις σε ευκαιρίες. Και βεβαίως, σημείο-κλειδί για τη συζήτηση γύρω από την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ μας. Ας μην ξεχνάμε, το διάγγελμα από το Καστελλόριζο δεν το είδαμε μόνο εμείς, το είδε όλη η οικουμένη. Διεθνή μέσα ενημέρωσης. Ποια καλύτερη προβολή και κατοχύρωση για αυτό το ξεχωριστό ελληνικό νησί; Κι αν το Καστελλόριζο για κάποιους έγινε σύμβολο της κρίσης, τους καλώ να το γνωρίσουν. Γιατί αυτό το πολύ όμορφο νησί, μαζί με τους φιλόξενους κατοίκους του, δεν θυμίζει μόνο μια δύσκολη στιγμή, θυμίζει και την ανάγκη να αλλάξουμε πορεία. Να σταματήσουμε την αυτοϋπονόμευση. Να εγκαταλείπουμε ή να κομπάζουμε για τον τόπο μας, αλλά να επενδύσουμε ξανά στις πραγματικές μας δυνάμεις. Στη γεωπολιτική μας θέση, τα συγκριτικά πλεονεκτήματά μας, στις αξίες μας, στον πολιτισμό μας, με ευθύνη και όραμα».
Ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου συζητεί με τον διευθυντή του «Βήματος» Περικλή Δημητρολόπουλο
Και έτσι φτάνουμε στο διάγγελμα της 23ης Απριλίου. Είχατε στο μεταξύ μιλήσει με τους πολιτικούς αρχηγούς;
«Βεβαίως, τους ενημέρωσα όλους, αναλυτικά. Και την κυρία Μπακογιάννη, που στήριξε την εθνική προσπάθεια – σε αντίθεση με τον αδελφό της, που συμπορεύτηκε με τον κ. Σαμαρά, επενδύοντας στον λαϊκισμό. Παρίστανε τον μεταρρυθμιστή, ενώ υπονόμευε την πορεία της χώρας. Από τους αρχηγούς υπήρξε προβληματισμός, αλλά ούτε σοβαρή αντίδραση ούτε άλλη πρόταση. Γιατί; Γιατί δεν υπήρχε εναλλακτική. Οι αγορές ήταν αδυσώπητες. Η Ελλάδα βίωνε την απόλυτη αβεβαιότητα – κάτι που μου θυμίζει το σημερινό κλίμα με τους δασμούς του Τραμπ. Το δίλημμα ήταν ξεκάθαρο: Πρόγραμμα προσαρμογής ή άτακτη χρεοκοπία και χάος. Θυμίζω, δε, ότι εμείς είχαμε στο μεταξύ καταφέρει να δημιουργήσουμε τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης. Στόχος μας να στείλουμε ισχυρό μήνυμα στις αγορές ότι η Ελλάδα είχε μια ισχυρή γραμμή στήριξης, κάτι που από μόνο του θα αρκούσε να ηρεμήσει τη χαοτική αστάθεια των αγορών. Υπονομεύτηκε αυτή η επιτυχία μας από την αμφιθυμία της Μέρκελ και από τις δηλώσεις του Σόιμπλε που μιλούσε δημόσια για την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ».
Μόλις την προηγουμένη είχαν ανακοινωθεί τα πραγματικά στοιχεία του ελλείμματος. Με αυτή την υπενθύμιση ξεκινήσατε το διάγγελμά σας. Μπορεί πολύ απλά να έλεγε κανείς ότι είπαμε στους εταίρους μας και στους δανειστές μας «σας κοροϊδεύαμε τόσο καιρό, έχουμε μπει πολύ περισσότερο μέσα». Μήπως θα ήταν καλύτερος ένας διαφορετικός χειρισμός από εκείνον της αποκαλυπτικής «ομολογίας»;
«Δεν υπήρχε τίποτα να «ομολογήσω». Η διεθνής κοινότητα ήξερε ήδη. Αυτό που δεν ξέραμε ήταν το μέγεθος της απόκρυψης, το βάθος της αλχημείας από την προηγούμενη κυβέρνηση, καθώς το ποσοστό του ελλείμματος το μάθαμε στα τέλη του 2010. Η γλώσσα της αλήθειας, που όφειλα να μιλώ ως έχων την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας, εκτός από την ηθική διάσταση του ζητήματος είχε και έναν σκοπό να ικανοποιήσει, καθώς, σας θυμίζω, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας τότε δεν ήταν το έλλειμμα – ήταν το έλλειμμα εμπιστοσύνης. Και η αλήθεια ήταν το μόνο νόμισμα που μπορούσε να αρχίσει να το αποκαθιστά. Υπήρχε και δεύτερο μήνυμα. Οτι είχε φτάσει η ώρα των μεγάλων ανατροπών. Η Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων, της ΟΝΕ, της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, μετατράπηκε μέσα σε πέντε χρόνια σε παρία-θύμα δανεικής ευδαιμονίας και πελατειακής σπατάλης της διακυβέρνησης Καραμανλή. Σε πέντε χρόνια χάθηκαν κόποι δεκαετιών, και όχι μόνο στην οικονομία».
Πώς είναι το κλίμα εντός και εκτός συνόρων;
«Αρκεί να σας πω πως μόνο προβληματισμό μπορεί να προκαλεί η στάση μιας Δικαιοσύνης που κυνηγά έναν πατριώτη Ελληνα, τον Ανδρέα Γεωργίου, ο οποίος έκανε απλώς τη δουλειά του αποτυπώνοντας την πραγματική εικόνα των δημοσιονομικών στοιχείων. Ενώ δεν δείχνει την ίδια ευαισθησία για την Εκθεση του Ευρωκοινοβουλίου που χαρακτήρισε τις πρακτικές εκείνης της περιόδου «λογιστική απάτη». Ολα αυτά άρχισαν να συζητιούνται στην Ευρώπη, αλλά κατόπιν εορτής, όχι όταν έπρεπε. Τα είχαν συνειδητά κρύψει. Η κρίση που ξεκίνησε στις ΗΠΑ μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση στην Ευρώπη και χτύπησε πρώτη την Ελλάδα, τον πιο αδύναμο κρίκο».
Πείθει τους συνομιλητές σας αυτή η αποτύπωση της κατάστασης;
«Η Ανγκελα Μέρκελ πίστευε αρχικά ότι το πρόβλημα ήταν μόνο ελληνικό. Την προειδοποίησα ότι αν δεν υπάρξει στήριξη και η Γερμανία θα πληρώσει ακριβά. Οπως και έγινε. Φεβρουάριο του 2010 βρισκόμαστε στις Βρυξέλλες: Μέρκελ, Σαρκοζί, Μπαρόζο, Γιούνκερ, Τρισέ, Παπακωνσταντίνου. Ηταν η πρώτη φορά που άνοιξε, με αυτόν τον τρόπο, μια δύσκολη διαπραγμάτευση για τη δημιουργία μηχανισμού στήριξης. Στρέφομαι στον Μπαρόζο, που μας κούναγε το δάχτυλο, και του θυμίζω ότι όταν ήμουν αρχηγός της αντιπολίτευσης τον είχα ρωτήσει πολλές φορές αλλά μου απαντούσε πως όλα πήγαιναν καλά. Του είπα ότι η απόκρυψη στοιχείων γινόταν χρόνια και η Επιτροπή το γνώριζε, το ανεχόταν, το απέκρυπτε και η ίδια. Θυμίζω ότι ο κ. Μπαρόζο πετούσε πάνω από τις καμένες εκτάσεις της Πελοποννήσου το 2007, με τον κ. Καραμανλή. Ο ένας κάλυπτε τον άλλον. Ο Καραμανλής έκρυβε την αλήθεια, ο Μπαρόζο ήθελε την επανεκλογή του. Ηταν ένας βασικός λόγος που η Μέρκελ – και σωστά – δεν εμπιστευόταν τον ελεγκτικό ρόλο της Επιτροπής Μπαρόζο. Γι’ αυτό επέμενε στη συμμετοχή του ΔΝΤ. Θυμίζω, γιατί πολλοί σκόπιμα ξεχνούν, ότι το 2016 ο μακαρίτης Γιώργος Προβόπουλος, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδος, παραδέχτηκε δημοσίως πως ήδη από το 2008 υπήρχε οργανωμένη επιχείρηση απόκρυψης της αλήθειας. Είχαν ζητήσει τότε από τον Μπομπ Τράα, επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΔΝΤ στην Ελλάδα, να μη δημοσιοποιήσει Εκθεση που προέβλεπε χρέος άνω των 800 δισ. ευρώ, με το επιχείρημα ότι «θα γινόταν χαμός στη χώρα». Θέλω να θυμίσω, γιατί κάποιοι συνεχίζουν να μιλούν με ανεδαφικά, για να μην πω τραγελαφικά σενάρια, όπως το να δανειζόμασταν από τη Ρωσία, ότι οι ίδιοι τους οι ισχυρισμοί διαψεύδονται πλήρως από την πραγματικότητα».
Εχει διατυπωθεί, ωστόσο, ένα αντεπιχείρημα εδώ. Οτι η κυβέρνηση Παπανδρέου άργησε να λάβει μέτρα.
«Δεν είναι αυτή η αλήθεια. Μέτρα πήραμε άμεσα, από το 2009, μόλις διαπιστώσαμε ότι τα στοιχεία που είχε στείλει η ΝΔ στην ΕΕ ήταν πλασματικά. Προχωρήσαμε σε περικοπές 15,9 δισ. ευρώ ως τον Απρίλιο του 2010, το μεγαλύτερο πρόγραμμα που έχει εφαρμοστεί ποτέ σε χώρα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Μειώσαμε το έλλειμμα κατά περίπου 5% μέχρι το τέλος του 2010».
Οι εκλογές δεν θα μπορούσαν να είναι μια διέξοδος; Εχει ειπωθεί και αυτό.
«Το είπαν κι αυτό, «έπρεπε να κάνετε εκλογές». Μα εκλογές εν μέσω κρίσης, με τον κίνδυνο χρεοκοπίας ανοιχτό, θα ήταν εθνική καταστροφή. Μου ζητούσαν να βάλω το κόμμα και το προσωπικό μου συμφέρον πάνω από τη χώρα. Να αποποιηθώ τις ευθύνες που μου ανέθεσε ο λαός τον Οκτώβριο του 2009. Οπως κάνουν όσοι μετρούν μόνο το πολιτικό τους κόστος. Αλλά δεν είμαστε όλοι ίδιοι, κύριε Δημητρολόπουλε».
Είχε κατατεθεί και η πρόταση να ζητήσετε αυξημένη πλειοψηφία για την ψήφιση του μνημονίου. Γιατί απορρίψατε τις σχετικές εισηγήσεις;
«Ο λόγος είναι πολύ απλός. Είχα ήδη μιλήσει με τον κ. Σαμαρά, που με ενημέρωσε πως θα το καταψηφίσει, κάτι που επιβεβαίωσε αργότερα και στενός του συνεργάτης. Δεν είχα δικαίωμα να ρισκάρω το μέλλον της χώρας για πολιτικά παιχνίδια. Το μέλημά μου ήταν να αποκαταστήσω την αξιοπιστία της χώρας. Δείτε σήμερα το χάος στις διεθνείς αγορές, όλα παγώνουν από την αβεβαιότητα. Αυτή την αβεβαιότητα, την πορεία προς το χάος, ζούσαμε κι εμείς, και αντιδράσαμε αποφασιστικά. Η αλήθεια είναι μία. Πήραμε την ευθύνη, όταν οι άλλοι κρύβονταν, και σηκώσαμε το βάρος με καθαρότητα, αλήθεια και πόνο. Οχι για να σωθεί μια κυβέρνηση, αλλά για να μείνει η Ελλάδα όρθια».
Επιστροφή από το Καστελλόριζο. Στα πρωτοσέλιδα της επομένης εμφανίζεται για πρώτη φορά η λέξη «τρόικα». Τι σας λένε οι υπουργοί σας;
«Η κυβέρνηση στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Οι υπουργοί μου ήταν συνεπείς, όπως και συνολικά η Κοινοβουλευτική Ομάδα και το κόμμα, που στήριξαν τον δύσκολο αγώνα, και μέχρι την άνοιξη του 2011 υπήρχε συνοχή και αποφασιστικότητα. Το τι άλλαξε μετά την άνοιξη του 2011 είναι μια συζήτηση για κάποια άλλη στιγμή. Πρέπει όμως να επισημάνω ότι ήμασταν η μόνη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης χωρίς ούτε ένα σκάνδαλο. Ούτε θεσμικό ατόπημα ούτε ηθικό ολίσθημα. Δουλέψαμε με διαφάνεια και καθαρά χέρια σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές για τη χώρα».
Κύριε πρόεδρε, υπάρχουν δύο φράσεις που πυροδότησαν πολλά σχόλια και πάθη: «Λεφτά υπάρχουν», «Μαζί τα φάγαμε». Δεκαπέντε χρόνια μετά, θα λέγατε πως ήταν ή δεν ήταν έτσι;
«Θα σας απαντήσω με μία φράση και για τα δύο, αν και δεν θεωρώ σωστό τον τρόπο με τον οποίο ο Θόδωρος Πάγκαλος απέδωσε ένα υπαρκτό πρόβλημα. Ναι, λεφτά υπήρχαν και «λεφτά υπάρχουν», αλλά όχι για σπατάλη και πελατεία. Υπάρχουν όταν χτυπάς το σύστημα που τα κρύβει, τα λυμαίνεται, τα ιδιοποιείται εις βάρος της κοινωνίας. Και αυτό ακριβώς αλλάζαμε με τις επιλογές μας ως κυβέρνηση. Και για την ιστορία, θα σας θυμίσω τι έλεγα: «Λεφτά υπάρχουν αν τα διεκδικήσεις. Αν τα προσελκύσεις με επενδύσεις. Αν νοικοκυρέψεις το κράτος. Αν αξιοποιήσεις τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας μας. Ωστε να αβγατίσουν και να διαμορφώσουν, να δημιουργήσουν έναν νέο πλούτο. Αλλά αυτά θέλουν σχέδιο. Θέλουν σχέδιο που να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και όχι το συμφέρον των κομματικών παραγόντων, των ημετέρων και των ισχυρών της χώρας μας»».
Θα το λέγατε και σήμερα;
«Μα με κατηγορούν πως επαναλαμβάνω ότι χρήματα υπάρχουν. Το επαναλαμβάνω, γιατί, για παράδειγμα, στα Τέμπη δεν μπόρεσε η ΝΔ να εγκαταστήσει σύγχρονη ηλεκτρονική σήμανση. Ενώ τα χρήματα υπήρχαν. Μπόρεσε όμως να αναπτύξει ένα αποτελεσματικό, περίτεχνο παρακράτος παρακολούθησης πολιτικών προσώπων. Και μπόρεσε να βρει – και πολύ γρήγορα – χρήματα για να μπαζώσει το σημείο του εγκλήματος. Για να μη μιλήσω και για τον μηχανισμό, μέσω των κοινωνικών δικτύων, σπίλωσης πολιτικών αντιπάλων. Κύριε Δημητρολόπουλε, η φράση «λεφτά υπάρχουν» δεν ήταν σύνθημα ευκολίας. Ηταν καταγγελία. Για ένα κράτος που αιμορραγούσε από τη διαφθορά, τις αδιαφανείς συναλλαγές, το ρουσφέτι και τη σπατάλη. Ηταν κάλεσμα για ανατροπή, για επαναθεμελίωση της χώρας πάνω σε αξίες, διαφάνεια, αξιοκρατία και δίκαιη ανάπτυξη. Και μόνο εμείς, η παράταξή μας, τολμήσαμε αυτή την ανατροπή».
Είναι αυτή η τόλμη, όπως λέτε, ο απολογισμός των πεπραγμένων σας;
«Θα σας δώσω απτά παραδείγματα. Δημιουργήσαμε τη «Διαύγεια», ώστε κάθε δαπάνη του Δημοσίου, κάθε ευρώ από τα χρήματα του λαού, να μπορούν οι πολίτες να βλέπουν πού πηγαίνει. Φορολογήσαμε τη μεγάλη περιουσία, και τις offshore, χτυπήσαμε τη φοροδιαφυγή. Περιορίσαμε τις σπατάλες, ανοίξαμε κλειστά επαγγέλματα, φέραμε την ηλεκτρονική συνταγογράφηση και τη μηχανοργάνωση (e-gov) στο Δημόσιο. Αυτά απείλησαν ευθέως το σύστημα εξουσίας της Μεταπολίτευσης. Αυτό το πελατειακό σύστημα ήταν που τον Αύγουστο του 2011 αντέδρασε ισχυρά προκειμένου να μη χάσει αθέμιτα προνόμια. Ειδικά όταν είπα ότι οι τράπεζες θα πρέπει να εξυγιανθούν, υπό κρατικό έλεγχο, και μετά να αποδοθούν πάλι στον ιδιωτικό τομέα με τον ίδιο τρόπο που έγινε και στη Σουηδία. Δεν έβλαψε τη χώρα το «λεφτά υπάρχουν». Εβλαψε και βλάπτει το ότι κάποιοι φρόντισαν να ξεχαστεί η υπόλοιπη φράση, γιατί απειλούσε το σύστημα που γεννά κρίσεις και διαχειρίζεται τον δημόσιο πλούτο σαν να είναι δικός του».
Κύριε πρόεδρε, αυτή θα λέγατε πως είναι η εικόνα στις μέρες μας; Ενα «σύστημα που γεννά κρίσεις»;
«Σας καλώ να δείτε το αποτέλεσμα. Αντί για προστασία της δημόσιας περιουσίας, η Ελλάδα ξεπουλιέται. Η οικονομία, οι υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις, ακόμα και η γη, αφελληνίζονται. Το παραγωγικό μοντέλο μένει αναχρονιστικό, μη ανταγωνιστικό. Τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης πάνε ξανά στους λίγους. Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όχι εργαλείο ενεργειακής δημοκρατίας, αλλά μονοπώλιο. Οχι φτηνή ενέργεια, όχι στήριξη μικρών, ούτε έσοδα για τοπικές κοινωνίες. Και οι πολίτες στο περιθώριο. Η χώρα χωρίς σχέδιο, στάσιμη. Πίσω από το «επιτελικό κράτος» κρύβεται το ίδιο παλιό πελατειακό σύστημα που χρεοκόπησε τη χώρα και σκότωσε τις μεταρρυθμίσεις. Καμία διαφάνεια. Κανόνες ανύπαρκτοι. Ελεγχος μηδέν. Οπως και με την «επανίδρυση» Καραμανλή. Ενας τίτλος-προπέτασμα για το παρακράτος των σκανδάλων που ακόμη πληρώνουμε. Να το πω καθαρά. Αν δεν τελειώσουμε με τον πελατειασμό και δεν χτίσουμε θεσμούς δημοκρατικούς, διαφανείς, λογοδοσίας, για όλους και όχι για να βολεύονται κλίκες, η χώρα θα βουλιάζει στο ίδιο τέλμα. Οι κρίσεις δεν είναι τυχαίες. Είναι προϊόν ενός συστήματος αδιαφανούς και άτολμου. Και πάντα οι πολίτες το πληρώνουν. Εμείς; Χτυπήσαμε την καρδιά του προβλήματος. Γι’ αυτό μας φοβούνται και μας χτυπούν».
«Αντί για συναίνεση, εισέπραξα μικροκομματισμό»
Θα μου επιτρέψετε να επιστρέψω σε εκείνη την περίοδο. Θα επικαλεστώ εδώ τον συνάδελφό μου Παύλο Τσίμα. Εχει πει και έχει γράψει πολλές φορές «δείτε τι έκαναν οι Πορτογάλοι, συμφώνησαν όλοι μαζί το Μνημόνιο και εν συνεχεία ψήφισαν την κυβέρνηση που θα το εφαρμόσει». Γιατί δεν κάναμε το ίδιο;
«Οταν αναλάβαμε ευθύνες, ευθύνες που δεν μας αναλογούσαν, το κάναμε για να αποφύγει η χώρα την καταστροφή και τον διχασμό. Ζήτησα συνεργασία για τη σωτηρία της πατρίδας, όχι για μένα. Αντί για συναίνεση, όπως έγινε σε άλλες χώρες, εισπράξαμε μικροκομματισμό και δημαγωγία. Η δική μας στάση; Υπεράσπιση της δημοκρατίας, δίκαιη πολιτεία, δημόσιο συμφέρον. Οχι καριέρες πάνω στον πόνο. Οχι κέρδη από την αγωνία του λαού. Οχι άλλος πλούτος στους λίγους. Αλλά με την άρνησή τους το κόστος για τη χώρα έγινε πολύ βαρύτερο. Η κρίση βάθυνε. Η έξοδος άργησε τραγικά. Και, δυστυχώς. κανένας ειλικρινής εθνικός διάλογος δεν έγινε. Που θα ήταν οξυγόνο για τη Δημοκρατία. Η ΝΔ και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ πούλησαν αυταπάτες και ψεύτικες ελπίδες. Και όταν κυβέρνησαν, άλλα έκαναν. Ετσι γεννήθηκαν η αποστροφή των πολιτών, η απάθεια, η κρίση εμπιστοσύνης που ζούμε σήμερα. Εμείς τολμήσαμε. Συγκρουστήκαμε. Μέσα στην κρίση, προχωρήσαμε εκατοντάδες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που ακόμη δίνουν καρπούς. Και το 2011 δεν παραιτηθήκαμε από το εθνικό καθήκον. Αναγκάσαμε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος να συναινέσει στο πρόγραμμα προσαρμογής, απέναντι σε μια συντονισμένη υπονόμευση που απειλούσε τη χώρα. Η Ιστορία, αργά αλλά σταθερά, αποκαθιστά την αλήθεια».
Ηθελα να σας ρωτήσω αν σας στοίχισε προσωπικά αυτή η περίοδος. Σχεδόν 15.000 δημοσιεύματα εμφανίστηκαν στον ξένο Τύπο στους μήνες που ακολούθησαν το Καστελλόριζο. Κάποια μιλούσαν για «τεμπέληδες Ελληνες». Πώς διαχειριστήκατε αυτή την απαξίωση στις επαφές σας στο εξωτερικό;
«Πολύ. Οχι μόνο προσωπικά. Μας στοίχισε ως έθνος. Δεν πόνεσε μόνο η οικονομική κρίση. Πόνεσαν πιο πολύ οι άδικες κατηγορίες. Τα στερεότυπα. Η προσβολή στην ψυχή και την αξιοπρέπεια του Ελληνα. Κι όμως, ο λαός ήταν έτοιμος. Στήριξε τις μεγάλες αλλαγές. Και εμείς, κόντρα σε όλα, προχωρήσαμε σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά πολλοί στην Ευρώπη προτίμησαν τη στοχοποίηση αντί για αλληλεγγύη. Δεν κατανόησαν ούτε το βάθος του προβλήματος ούτε τη δύναμη ενός λαού που πάλευε να αλλάξει. Ηταν άνισος αγώνας. Και η αξιοπιστία δεν κερδίζεται με αριθμούς, αλλά με αλήθεια, καθαρότητα, συνέπεια. Αυτά τα όπλα χρησιμοποίησα, μέσα κι έξω από τη χώρα.
Ισως και η προσωπική μου διαδρομή, γιατί με γνώριζαν, γνώριζαν ότι ήμουν αφοσιωμένος σε αλλαγές και σε μια Ελλάδα της αξιοσύνης, έσπασε τις προκαταλήψεις τους. Η εμπιστοσύνη ξαναχτίστηκε βήμα-βήμα. Μέρα-μέρα. Η αλήθεια και η συνέπεια είναι το πιο ισχυρό όπλο. Φέρνει σεβασμό. Κι αυτός ο σεβασμός κράτησε τελικά την Ελλάδα στην καρδιά της Ευρώπης».
Αλήθεια, θα αλλάζατε σήμερα κάποια από τις κομβικές επιλογές σας; Συνοπτικά, Καστελλόριζο, υπογραφή πρώτου Μνημονίου χωρίς αυξημένη πλειοψηφία, πρόταση για δημοψήφισμα, παραίτηση και κυβέρνηση Παπαδήμου.
«Οχι τις στρατηγικές επιλογές. Ναι, σε δύο κρίσιμα ζητήματα: επικοινωνίας και πολιτικής προετοιμασίας. Το Καστελλόριζο, το Μνημόνιο, η πρόταση για δημοψήφισμα, η παραίτηση για να δημιουργηθεί ευρύτερη κυβέρνηση συναίνεσης ήταν επιλογές ευθύνης μέσα σε συνθήκες ασφυξίας και διεθνών πιέσεων. Ηταν μονόδρομος για να κρατηθεί η χώρα όρθια, με κάθε κόστος. Και η Ιστορία απέδειξε ότι όσοι πειραματίστηκαν εκτός αυτής της στρατηγικής, είτε με λαϊκισμό είτε με τυχοδιωκτισμό, χρέωσαν τη χώρα πολύ περισσότερο. Πάνω από 100 δισ. ευρώ κόστος από τον ΣΥΡΙΖΑ, πισωγυρίσματα με τις αντιμνημονιακές κορόνες της κυβέρνησης Σαμαρά το 2014. Αν όμως γύριζα πίσω, δύο πράγματα θα τα έκανα αλλιώς: Πρώτον, θα είχαμε δώσει μάχη – από την πρώτη στιγμή – για να ενημερώσουμε καλύτερα τον ελληνικό λαό. Να σπάσουμε τα ψέματα, τις συνωμοσιολογίες και την παραπληροφόρηση. Γιατί ακόμα και σήμερα η σύγχυση εκείνων των ημερών θολώνει την αλήθεια. Δεύτερον, από την προεκλογική περίοδο του 2009 θα έπρεπε να έχουμε πει με μεγαλύτερη τόλμη ότι χρειαζόταν μια ριζική αλλαγή πορείας στη χώρα – και να καλέσουμε τους πολίτες ως συμμάχους, όχι απλώς ψηφοφόρους. Γιατί δεν ήταν το Μνημόνιο που έφερε την κρίση. Ηταν το μοντέλο μιας πελατειακής Ελλάδας που επιβίωνε μέσα από την αδιαφάνεια και την έλλειψη λογοδοσίας. Και κάτι ακόμα: Αν υπήρχαν θεσμοί ελέγχου την περίοδο 2004-2009, όταν το χρέος εκτοξεύτηκε από τα 180 δισ. στα 300 δισ. ευρώ, δεν θα είχαμε βρεθεί στο χείλος της καταστροφής. Η κρίση δεν ήταν αναπόφευκτη. Η ανεύθυνη πελατειακή σπατάλη προηγούμενων κυβερνήσεων την έκανε εκρηκτική».
Να κλείσουμε, κύριε πρόεδρε, με μια υποθετική σκηνή. Ας πούμε πως βρισκόσασταν στο ίδιο τραπέζι με την Ανγκελα Μέρκελ και τον Νικολά Σαρκοζί. Τι θα λέγατε στον καθένα ξεχωριστά; Και τι θα περιμένατε να ακούσετε;
«Η ερώτησή σας με πηγαίνει πίσω σε μια εποχή κρίσιμη, γεμάτη εντάσεις και δύσκολες αποφάσεις, αλλά και μπροστά, σε όλα όσα η Ευρώπη οφείλει ακόμη να γίνει. Αν καθόμασταν ξανά με Μέρκελ και Σαρκοζί, το παρελθόν δεν θα αγνοούνταν, αλλά ούτε και θα αρκούσε. Η σιωπή του Σαρκοζί και η απόσταση της Μέρκελ στα απομνημονεύματά της λένε πολλά. Δεν θα περίμενα κάτι νέο. Τα έζησα. Τα άκουσα. Τα ξέρω. Εχοντας όμως βιώσει τις μεταξύ μας σκληρές πολιτικές συγκρούσεις, όπως στην προσπάθειά τους να αφαιρέσουν κάθε ψήφο της Ελλάδας στην Ενωση, θα τους καλούσα να αναστοχαστούν μιαν άλλη Ευρώπη. Για να δώσουμε νόημα σε εκείνη την εμπειρία, θα τους καλούσα να αναλογιστούμε μαζί πώς μπορούμε, ο καθένας από τη δική του αφετηρία και με τις διαφορές μας, να συνεισφέρουμε στη θεμελίωση μιας Ευρώπης πιο δίκαιης, πιο ανθρώπινης, πιο συμμετοχικής. Μιας Ευρώπης που δεν θα μετακυλίει το κόστος των κρίσεων στους πιο αδύναμους, αλλά θα ενσωματώνει την αλληλεγγύη ως βασικό θεσμό διακυβέρνησης. Θα τους θύμιζα τις προτάσεις μου για τα ευρωομόλογα, για επενδύσεις για τις ΑΠΕ και την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης. Την προφητική στάση της Ελλάδας για κοινή άμυνα – όχι μόνο προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας αλλά και της ακεραιότητας των αξιών και του τρόπου ζωής μας. Ολα όσα εγγυώνται αξιοπρέπεια για τον καθέναν μας».