
Ενα πολιτικό εκκρεμές διαμορφώνεται από τις ευρωεκλογές του 2024 και μέχρι σήμερα. Μια σειρά νέων δεδομένων και μεταβολών δεν δίνουν χώρο στις κλασικές ισορροπίες και συνθέσεις που εντοπίζονται εντός του πολιτικού συστήματος και εσχάτως προδιαγράφουν όλο και πιο έντονα δυσαρμονίες, αναντιστοιχίες, όρους μη εκπροσώπησης και άρα και απόσταση των κομμάτων από τις νέες κοινωνικές δυναμικές που έχουν αναπτυχθεί.
Οι τελευταίες είναι πιο έντονες με τη νέα συζήτηση για το δυστύχημα των Τεμπών. Ενα τεράστιο θέμα που φαίνεται πως και ενεργό παρέμεινε τα δύο αυτά χρόνια και τελικά έμελλε να είναι ο πυκνωτής και το σημείο κάτω από το οποίο αθροίζονται δεδομένα που ενισχύουν το πολιτικό εκκρεμές που αναφέραμε.
Εδώ παρατηρούμε τρία νέα στοιχεία: 1). Τον εμπλουτισμό και την επικαιροποίηση της υπόθεσης των Τεμπών με πρωτοπορία τους συγγενείς των θυμάτων στις εν εξελίξει μαζικές διαμαρτυρίες – με δημογραφικά μεγάλη συμμετοχή της νεολαίας. 2). Τη φθορά του κυβερνώντος κόμματος και του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη λόγω των ερωτημάτων και των γκρίζων ζωνών στη διερεύνηση της υπόθεσης, που φτάνουν μέχρι τον κλονισμό της αξιοπιστίας του. Ως τώρα ας μην ξεχνάμε πως ήταν το πιο δυνατό του χαρτί για μέρος του εκλογικού σώματος. 3). Και ένα πολιτικό κενό που φαίνεται να επεκτείνεται και στη ζώνη του μεγάλου μέρους των κομμάτων της αντιπολίτευσης μιας και κανένα δεν επαρκεί να μετατραπεί αυτόνομα σε υποδοχέα της νέας κοινωνικής ανασύνθεσης (α λα ΣΥΡΙΖΑ το 2012-2015 ή α λα ΝΔ το 2019).
Το πολιτικό εκκρεμές έχει βέβαια καταβολή και πιο πίσω από τις κάλπες του 2024. Ηδη από το 2020 τότε διαγραφόταν ένας ιδιότυπος καχεκτικός δικομματισμός. Μια ευρεία άνετη πλειοψηφία της ΝΔ και ειδικότερα του Μητσοτάκη και μια ασθενής θέση του τότε δεύτερου κόμματος να συνδιαμορφώσει όρους δικομματισμού. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι σήμερα όπου παρά την ανάταξη του ΠΑΣΟΚ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εξακολουθούν τα κόμματα πέραν της ΝΔ να αποτυγχάνουν σε μια ολική επαναφορά με εικόνα και σχέδιο κυβερνητικού πόλου.
Σήμερα παρατηρούμε νέες παραμέτρους. Προφανώς τα Τέμπη – ενεργά διαρκώς για τη γενιά Ζ όπως έδειξε έρευνα του Ετερον – είναι επιταχυντής που ενοποιεί και άλλες πλευρές της δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση. Το δε κίνημα των Τεμπών πρόσθεσε και νέα «βάρη» στο πολιτικό εκκρεμές. Η πρόσφατη μέτρηση της GPO για το Star Channel είναι πολύ ενδεικτική και πολύ πρωτότυπη σε ορισμένα της ευρήματα. Πέραν των προφανών, για παράδειγμα, είναι η πρώτη φορά που στο ερώτημα για τις πρόωρες εκλογές ένα 52,5% απαντά θετικά. Και αυτό έχει σημασία γιατί όπως λένε μια σειρά εκλογολόγων η ερώτηση αυτή συνήθως πυροδοτεί δυσφορία στους ερωτώμενους και οι απαντήσεις είναι σταθεροποιητικού τύπου, δηλαδή δεν θέλουν εκλογές. Το δεύτερο είναι πως ένα 67,7% των πολιτών λέει πως η κυβέρνηση σήμερα έχει χάσει τη λαϊκή της νομιμοποίηση. Επίσης αυτό είναι κάτι το οποίο έχουμε να το δούμε από το 2012 συνδυαστικά με ορισμένα ευρήματα, όπως για παράδειγμα ότι ο «Κανένας» προηγείται (36,7%) ως καταλληλότερος, ενώ ο Μητσοτάκης είναι δεύτερος (24,9%). Καταλαβαίνουμε πώς το πολιτικό εκκρεμές επιτείνεται και οι κλασικές ισορροπίες όλο και περισσότερο γίνονται δυσδιάκριτες και θολές.
Ο καχεκτικός δικομματισμός του 2020-2024 φαίνεται να διαπερνά πια και τον κυρίαρχο πολιτικό πόλο και αναπόφευκτα αυτό θα θέσει τα κόμματα σε κίνηση και αναπροσαρμογή τακτικών και στρατηγικών. Εδώ εντάσσεται και ο δομικός επικείμενος ανασχηματισμός του κυβερνώντος κόμματος και μια σειρά διεργασιών στα κεντροαριστερά του τόξου, που πάντως δεν τελεσφορούν σε αυτή τη φάση.
Θα παραμείνει έτσι το πολιτικό σκηνικό μέχρι τις προσδιορισμένες εθνικές εκλογές του 2027; Ή μια σειρά ανασυνθέσεων θα φέρουν νέες δυνάμεις σε αναμέτρηση; Με τα σημερινά δεδομένα καμία κοινοβουλευτική δύναμη δεν έχει τη δυνατότητα να κυβερνήσει μόνη της. Για την Κεντροαριστερά η εξίσωση είναι ακόμη δυσκολότερη αφού ακόμη και με μια απλουστευτική αθροιστική λογική των σχημάτων, πάλι ο γρίφος δεν λύνεται.
Τα εκλογικά ακροατήρια που πιθανώς θα δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω είναι εκείνο που σήμερα έχει μετακινηθεί στην γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων (ΔΞ/ΔΑ) αλλά και ένα νέο δημογραφικά κοινό που μπορεί να κινητοποιηθεί εκλογικά λόγω Τεμπών. Το ερώτημα είναι επίσης πόση ανθεκτικότητα θα δείξει το δίλημμα «σταθερότητα ή χάος» που κατέδειξε και η συζήτηση της δυσπιστίας-μομφής στη Βουλή, πως θα είναι στρατηγική αιχμή του Κυριάκου Μητσοτάκη και του επιτελείου του.
Το κακό σενάριο για τον Πρωθυπουργό είναι να μεταβληθεί στη συνείδηση του εκλογικού κοινού σε συντελεστή ακινησίας και μη «διαχειριστικής επάρκειας» και το όλο δίλημμα να γυρίσει μπούμερανγκ. Το κακό σενάριο για τις δυνάμεις της κεντροαριστερής-αριστερής αντιπολίτευσης είναι να παραμείνουν στάσιμες και μη αποφασιστικές στις προγραμματικές τους τομές και κινήσεις και άρα να είναι μέρος του πολιτικού εκκρεμούς και όχι της λύσης του.