Uncategorized

Διακυβέρνηση Τραμπ: Συνοπτικά, τι πρέπει να περιμένουμε – ΤΑ ΝΕΑ

Η νέα προεδρία Τραμπ έχει ήδη προκαλέσει τόσους προβληματισμούς στις ΗΠΑ και ολόκληρο τον κόσμο που είναι δύσκολο να συνοψισθούν σε αυτό το σύντομο κείμενο. Εδώ, θα προσπαθήσω να συνοψίσω τις σημαντικότερες επιπτώσεις  της προεδρίας Τραμπ για την Αμερική, αφήνοντας στην άκρη τη διεθνή διάσταση.

Η άνοδος του Τραμπ το 2016 επιτεύχθηκε χωρίς τη βούληση της παλιάς ρεπουμπλικανικής ηγεσίας.

Ωστόσο, μετά την εκλογή του, ο νέος πρόεδρος αναγκαστικά στηρίχθηκε σε αυτή γιατί δεν είχε επαρκή δική μου ομάδα. Ρεπουμπλικανοί υπουργοί και γερουσιαστές βοηθούσαν και, σε κάποιο βαθμό κατεύθυναν, τον νέο πρόεδρο παρότι μέρος τους δυσφορούσε με τη συμπεριφορά του.

Σταδιακά, αυτή η ομάδα αποχώρησε, προσαρμόστηκε ή εκδιώχθηκε. Μετά το 2020, δεν υπάρχει πλέον αντιτραμπική μερίδα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που έχει πάψει να υφίσταται ως χωριστή ιδεολογική και πολιτική οντότητα από τον τραμπισμό.

Οι εκλογές αυτές έδωσαν τον έλεγχο και των τριών θεσμών του ομοσπονδιακού κράτους στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, δηλαδή στον Τραμπ. Ετσι, το νομοθετικό πρόγραμμα του νέου προέδρου (για μετανάστευση, εμπορική και δασμολογική πολιτική και μείωση φόρων) θα μπορεί να εγκριθεί χωρίς προβλήματα από το Κογκρέσο και να μην αντιμετωπίσει αμφισβήτηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το μόνο θεσμικό αντίβαρο που παραμένει ακόμα είναι η – εθιμική – χρήση της «κωλυσιεργίας» (filibuster) στη Γερουσία, που απαιτεί 60 ψήφους (στις 100) για την έγκριση ενός νομοθετικού κειμένου. Η κωλυσιεργία, ωστόσο, δεν εφαρμόζεται για δημοσιονομικά θέματα (ούτε στους διορισμούς δικαστών).

Οι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές, εκλέγοντας ως επικεφαλής τους τον John Thune και όχι τον Ρικ Σκοτ που ήταν η επιλογή του περιβάλλοντος Τραμπ, έδειξαν ότι διατηρούν κάποια ψήγματα αυτονομίας και ενδεχομένως να αποτελέσουν το μόνο φρένο σε μία ανεξέλεγκτη πολιτική της νέας κυβέρνησης.

Ο έλεγχος του Ανώτατου Δικαστηρίου θα διευκολύνει τις ρεπουμπλικανικές πολιτείες να συνεχίσουν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες τους για περιορισμούς στο εκλογικό δικαίωμα για τις (συχνά Δημοκρατικές) μειονότητες και ενίσχυση του κομματικού συμφέροντος στη χάραξη των εκλογικών περιφερειών.

Οι υπουργοί και σύμβουλοι της νέας διοίκησης που έχουν γίνει γνωστοί χαρακτηρίζονται από απόλυτη προσήλωση και πίστη στις θέσεις του προέδρου αλλά και, συχνά, από διοικητική ανεπάρκεια.

Για παράδειγμα, ο ορισθείς υπουργός Αμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, παλιός βετεράνος του Ιράκ και παρουσιαστής στο Fox News, χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία, θα κληθεί να διαχειριστεί το υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ με προϋπολογισμό 840 δισ. $ και 2,8 εκατ. προσωπικό.

Ομως η ανεπάρκεια δεν οδηγεί αναγκαστικά σε αδυναμία δράσεως (και αυτό προβληματικό) αλλά μπορεί να συνοδεύεται από σπασμωδικές ή λανθασμένες κινήσεις εντυπωσιασμού. Το αποτέλεσμα θα είναι μία αναποτελεσματική και δυνάμει επικίνδυνη διακυβέρνηση στην οποία δεν θα υπάρχει κανένα φρένο στις οποιεσδήποτε παράλογες ή αδιέξοδες αποφάσεις του προέδρου.

Κατά την πρώτη θητεία του, ο Τραμπ είχε δεσμευθεί, τυπικά και ανεπιτυχώς εντέλει, να ξεχωρίσει τις οικονομικές του δραστηριότητες από τις προεδρικές του υποχρεώσεις. Μετά τον Νοέμβριο κατέστησε σαφές ότι δεν θα διαχωρίζει τους προσωπικούς του στόχους από την κυβερνητική δράση.

Είναι πολύ πιθανό να στραφεί κατά όλων εκείνων (πολιτικών, εισαγγελέων, μερίδας του Τύπου) που τον «κυνήγησαν» κατά την προηγούμενη περίοδο.

Η τοποθέτηση ως υπουργού Δικαιοσύνης της  Παμ Μπόντι, που ήταν μέλος της δικηγορικής του ομάδας κατά την πρώτη δίκη για την καθαίρεσή του καθώς και κατά τη δικαστική διαμάχη για τους ψευδείς ισχυρισμούς του για εκλογική νοθεία στις εκλογές του 2020, δείχνει ότι ο νέος πρόεδρος θα χρησιμοποιήσει την κυβέρνηση για να πετύχει την προσωπική του δικαίωση.

Η ένταξη του Ιλον Μασκ στον στενό κύκλο διακυβέρνησης και η υποταγή των μεγάλων ηγετών της ενημέρωσης και των κοινωνικών δικτύων στη βούληση του Τραμπ θα ενισχύσει την κακή και μεροληπτική ενημέρωση σε όλη τη χώρα και, συνεπώς, θα μειώσει περαιτέρω την ικανότητα και δυνατότητα πολλών πολιτών να γνωρίζουν την πραγματικότητα.

Το στυλ ηγεσίας του Τραμπ (επιθετικότητα, ωμή γλώσσα, ψεύδη) υπήρξε εντέλει αποτελεσματικό και προφανώς θα συνεχιστεί με την επιστροφή του στην εξουσία.

Αυτό σημαίνει ότι θα ενισχύσει την πολιτική πόλωση εντός των ΗΠΑ, καθώς οι υποστηρικτές του συσπειρώνονται γύρω από το πρόγραμμά του, ενώ οι επικριτές του εκφράζουν ανησυχίες για τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Ηδη στην Ευρώπη εμφανίζονται πολλοί μιμητές του – με ενεργή υποστήριξη από τον ίδιο και το περιβάλλον του. Θα πρέπει να αναμένουμε παρόμοια λαϊκιστικά κύματα και αλλού που θα αναδιαμορφώσουν το πολιτικό τοπίο διεθνώς.

Πολλά από αυτά που είχε κατά καιρούς δηλώσει ο υποψήφιος Τραμπ μπορεί εντέλει να μην υλοποιηθούν. Ωστόσο ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ τις προθέσεις του και εκλέχτηκε με (και ίσως και χάρη σε) αυτές. Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, μετά την περίοδο Τραμπ θα είναι σίγουρα διαφορετικό.

Τελευταία Νέα

Source link

Related Articles

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to top button