
Οι «μεγάλοι συνασπισμοί», οι στιγμές που οι δύο βασικοί εκλογικοί αντίπαλοι δίνουν τα χέρια και αποφασίζουν να συγκυβερνήσουν, δεν σχηματίζονται εύκολα – ούτε καν σε μια χώρα σαν τη Γερμανία, με σύστημα που ευνοεί τις μετεκλογικές διεργασίες μεταξύ των κομμάτων.
Η πρώτη φορά ήρθε χωρίς εκλογές, το 1966 στη Δυτική Γερμανία, όταν ο συντηρητικός συνασπισμός κατέρρευσε και ανέλαβαν δράση δύο σημαντικές προσωπικότητες: ο Κουρτ Κίσινγκερ και ο Βίλι Μπραντ.
Χρειάστηκαν 39 χρόνια για να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο και ένα εκλογικό αποτέλεσμα αμφίρροπο – στην επίσημη πρώτη της Ανγκελα Μέρκελ στη θέση της καγκελάριου, το 2005, με κυβερνητικό εταίρο των CDU/CSU το SPD του Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η ελληνική κρίση σημαδεύτηκε από παρόμοιους «μεγάλους συνασπισμούς», που μπορεί να έφεραν αποτελέσματα, όμως είχαν την ίδια κατάληξη.
Το ΠΑΣΟΚ, ως κεντροαριστερός συγκυβερνήτης της ΝΔ, πλήρωσε σε εκλογικά ποσοστά και δυναμική την επιλογή του, σε βαθμό που εδώ και χρόνια ορκίζεται «ποτέ ξανά».
Στην Ελλάδα του 2025, στην οποία η ΝΔ οδεύει τραυματισμένη στον έκτο χρόνο διακυβέρνησης και το ΠΑΣΟΚ έχει μόλις ξανακερδίσει το στάτους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπάρχει περιθώριο για έναν νέο «μεγάλο συνασπισμό»;
Οποια πλευρά κι αν ερωτηθεί, αυτή τη στιγμή, δίνει την ίδια απάντηση: ούτε περιθώριο ούτε πιθανότητα υπάρχει. Δεν λένε ψέματα.
Μια παραδοχή από το Μέγαρο Μαξίμου πως θα χρειαζόταν συγκυβερνήτη θα αποτελούσε ευθεία ακύρωση της μητσοτακικής πεποίθησης για την ισχύ και την αποτελεσματικότητα των αυτοδύναμων, μονοκομματικών κυβερνήσεων.
Από την άλλη, η πιθανότητα επιστροφής του ΠΑΣΟΚ σε ρόλο «δεκανικιού της Δεξιάς», μια ρετσινιά που πάλεψε για χρόνια να αποτινάξει, θα απειλούσε με τίτλους τέλους την προσπάθεια του κόμματος να αναδειχθεί και πάλι ως ο βασικός προοδευτικός αντίπαλος της ΝΔ.
Η επαναφορά του ΠΑΣΟΚ στον πυρήνα του προοδευτικού πόλου και κατ’ επέκταση σε μια παραδοσιακή, για το παρελθόν του, θέση εντός δικομματισμού κλείνει, για πολλούς αναλυτές, και μια περίοδο «μη κανονικότητας» του πολιτικού συστήματος.
Οι θιασώτες μιας πιθανής συνεργασίας των δύο μεγαλύτερων κομμάτων επιμένουν να κοιτούν τα ποσοστά τους: όχι μόνο τα γαλάζια και πράσινα νούμερα απέχουν πολύ από την εικόνα ενός ισχυρού μεταπολιτευτικού δικομματισμού, αλλά συγκρίνονται και διαμορφώνονται από την ενίσχυση ακραίων φωνών στα δεξιά και στα αριστερά του φάσματος.
Σε τι διαφωνούν πλήρως.
Ενας «μεγάλος συνασπισμός» απαιτεί συγκλίσεις σε θέσεις, πρόγραμμα και πρόσωπα.
Το μεγαλύτερο αγκάθι είναι το τρίτο: η απουσία χημείας ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Νίκο Ανδρουλάκη (τους πήρε τρία χρόνια για να συμφωνήσουν σε ένα θεσμικό ραντεβού) θα μπορούσε να ξεπεραστεί, αν στο τραπέζι δεν υπήρχε η ξεκάθαρη πασοκική δήλωση πως ο Μητσοτάκης δεν πρέπει να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός.
Στον αντίποδα, στο μυαλό του ίδιου του Μητσοτάκη, ο οποίος έχει ξεκαθαρίσει ότι θα βρίσκεται στο τιμόνι της ΝΔ για τη διεκδίκηση μιας τρίτης κυβερνητικής θητείας, δεν νοείται ο αρχηγός του πρώτου κόμματος να μην είναι ο επικεφαλής οποιασδήποτε κυβέρνησης.
Καθ’ οδόν προς την τελευταία εθνική εκλογική αναμέτρηση του 2023, ανεβάζοντας τους τόνους απέναντι στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, σημείωνε ότι «όταν λέει» ο Ανδρουλάκης «ότι δεν θέλει ούτε τον Τσίπρα ούτε τον Μητσοτάκη, βασικά εννοεί όχι στον Μητσοτάκη, αφού ο κόσμος ξέρει ποιος θα είναι πρώτος στις εκλογές».
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο θεωρητικό σενάριο που οι δύο πλευρές βρίσκονταν κοντά στο να συνεργαστούν, πολύ δύσκολα θα γινόταν αποδεκτή τυχόν «ντρίπλα» Ανδρουλάκη για άλλον πρωθυπουργό, ακόμα κι αν αυτός προερχόταν από τα σπλάχνα της ΝΔ.
Ο Πρωθυπουργός έχει επίσης επενδύσει πολλές φορές στο παρελθόν και εξακολουθεί να επενδύει επικοινωνιακά στην «απουσία εναλλακτικής» ρεαλιστικής πρότασης για τη διακυβέρνηση εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ. Στη Χαριλάου Τρικούπη, από την άλλη, αναφέρονται επανειλημμένα σε προτάσεις του κόμματος που έχει σπεύσει να «κοπιάρει» αποσπασματικά η κυβέρνηση. Τοποθετώντας τες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επιτελικού κράτος, που, κατά Ανδρουλάκη, «στην πραγματικότητα είναι ένα απολύτως συγκεντρωτικό μοντέλο άσκησης εξουσίας, που για την προστασία αυτού και των πρωταγωνιστών του θυσιάζονται αρχές του κράτους δικαίου».
Το ελληνικό σύστημα, σε αντίθεση με το γερμανικό, δεν προσφέρεται για μετεκλογικές διαβουλεύσεις και χρονοβόρες συντάξεις γραπτών συμφωνιών: το τριήμερο περιθώριο που αφήνει το Σύνταγμα μεταξύ κάθε διερευνητικής εντολής είναι ελάχιστο σε σχέση με τους μήνες που διαρκεί η μεταβατική, διερευνητική περίοδος στη γερμανική πολιτική.
Και μόνο τα αφηγήματα ενόψει της κάλπης, όποτε κι αν στηθεί (για τον Μητσοτάκη είναι η σύνδεση αυτοδυναμίας – σταθερότητας και για τον Ανδρουλάκη η πολιτική αλλαγή με το ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα), δεν επιτρέπουν στην απόσταση να καλυφθεί προεκλογικά.
Παράθυρο παρατεταμένης διαβούλευσης μεταξύ των δύο πλευρών θα μπορούσε να ανοίξει, σύμφωνα με έμπειρους παρατηρητές, μόνο στο διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές κάλπες, στην περίπτωση οι πρώτες εκλογές δεν βγάλουν κυβέρνηση.
Σε μια τέτοια συνθήκη, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ θα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο δρόμους: είτε θα διεκδικήσουν εκ νέου την πρωτιά είτε θα ζητήσουν από το εκλογικό τους ακροατήριο να τους ανάψει, με την ψήφο του, το πράσινο φως για τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας πιθανής συνεργασίας.
Και μια τέτοια διαδικασία, σε θεωρητικό επίπεδο, θα μπορούσε να επαναληφθεί πάνω από μια φορά.