Δεν είναι ανέκδοτο, αν και θα μπορούσε. Δεν είναι ούτε αστικός μύθος. Γνωρίζω προσωπικά την αφηγήτρια του περιστατικού, αλλά δεν έχω την άδειά της να την ονομάσω. Πάμε λοιπόν σχεδόν 25 χρόνια πίσω, στην τελευταία εβδομάδα πριν από τις εκλογές του Απριλίου του 2000, αυτές που κέρδισε ο Κώστας Σημίτης και έχασε για κάτι λίγο ο Κώστας Καραμανλής. Φίλη μου πληροφορείται ότι η ηλικιωμένη μητέρα της, κυρία ανεπίληπτης αστικής καταγωγής, συντηρητικών πεποιθήσεων, διαμένουσα σε ρετιρέ επί της Πατριάρχου Ιωακείμ, σκοπεύει να ψηφίσει Σημίτη! «Πώς γίνεται εσύ να ψηφίζεις ΠΑΣΟΚ», τη ρωτάει εμβρόντητη. «Ποιο ΠΑΣΟΚ, παιδάκι μου; Εδώ στην Αναγνωστοπούλου μένει ο άνθρωπος», ήταν η απάντηση της, με την οποία έπαψε κάθε περαιτέρω συζήτηση. Το ίδιο παράδοξο εξέφραζε και το αστείο που κυκλοφορούσε ευρέως σε εκείνες τις εκλογές, μεταξύ ψηφοφόρων μιας ειδικής κατηγορίας: «Θα ψηφίσω Σημίτη, αλλά φοβάμαι ότι θα βγει το ΠΑΣΟΚ».
Σε όλη τη σταδιοδρομία του, ο Σημίτης ήταν συνεπής έναντι του ΠΑΣΟΚ, ούτε σηκώθηκε ποτέ να φύγει, όποτε τον καθαιρούσε ταπεινωτικά ο Παπανδρέου, ούτε σκέφτηκε ποτέ να φτιάξει δικό του κόμμα. Ως πολιτικός, ωστόσο, ο Σημίτης ήταν μεγαλύτερος από το ΠΑΣΟΚ. Αντιπροσώπευε, δηλαδή, κάτι παραπάνω από όλα αυτά για τα οποία μιλούσε μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ και αυτός ήταν και ο λόγος της απήχησής του σε ψηφοφόρους πέραν της συνήθους κομματικής πελατείας. Ο Σημίτης ανήκε στην παράδοση που ξεκινά με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, συνεχίζεται με τον Τρικούπη στον 19ο αιώνα και προχωρεί στον 20ό με τον Βενιζέλο (όχι τον Ευάγγελο, τον άλλο που είναι ανδριάντας) και τον Καραμανλή (τον κανονικό). Αυτό που αντιπροσώπευε, δηλαδή, ήταν το αίτημα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της χώρας, το οποίο ως πολιτικό ρεύμα υφίσταται ήδη από τον αγώνα της ανεξαρτησίας και διατρέχει ολόκληρη την πολιτική ιστορία μας μέχρι και σήμερα.
Ο Κώστας Σημίτης, που πέθανε την περασμένη Κυριακή σε ηλικία 88 ετών, ανήκει αδιαφιλονίκητα στην κατηγορία των μεγάλων της πολιτικής, που αναφέρω παραπάνω, επειδή πέτυχε την ένταξη της χώρας στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, καθώς και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η σημασία του επιτεύγματος δεν αξιολογείται με βάση το πώς αξιοποιήσαμε και εμείς και οι Κύπριοι τις δυνατότητες που μας δόθηκαν. Εμείς αξιοποιήσαμε τη δυνατότητα δανεισμού με χαμηλό επιτόκιο, που μας εξασφάλιζε το ευρώ, για να χρηματοδοτήσουμε την ένδοξη Εποχή της Αστακομακαρονάδας του Κώστα Καραμανλή (πολιτικά, απλή συνωνυμία με τον προαναφερθέντα θείο του). Οι Κύπριοι, από την πλευρά τους, αξιοποίησαν την ευρωπαϊκή ταυτότητα για να κάνουν μπίζνες ως πύλη της Ρωσίας στην Ευρώπη. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, δεν φταίει το αυτοκίνητο αν ο οδηγός είναι βλάκας. Εξάλλου, αν κάτι μας γλίτωσε εν τέλει από τον χειρότερο εαυτό μας, στην περίπτωση της χρεοκοπίας του 2009, ήταν η συμμετοχή μας στο κοινό νόμισμα. Αυτό, λοιπόν, όσοι έχουμε συναίσθηση της αξίας που αντιπροσωπεύουν οι πολιτικοί θεσμοί της Δύσης, το οφείλουμε στον Κώστα Σημίτη.
Δεν ήταν βεβαίως άμεμπτος ο εκλιπών, ούτε η πορεία του στην πολιτική χωρίς αποτυχίες. Η σύγκρουσή του με την Εκκλησία, για το θέμα των ταυτοτήτων, ήταν περιττή και αποδυνάμωσε την κυβέρνησή του χωρίς σοβαρό λόγο. (Οι ιδεολογικοί λόγοι δεν είναι ποτέ σοβαροί λόγοι…) Επίσης, η αποτυχία του να μεταρρυθμίσει το Ασφαλιστικό μας κόστισε πολύ ακριβά λίγο αργότερα. Το χειρότερο που θα μπορούσα να του καταλογίσω είναι ότι επέτρεψε σε μια μερίδα του ΠΑΣΟΚ να καταγίνεται μανιωδώς με το σπορ της διαφθοράς – ορισμένους εξ αυτών τους είδαμε μερικά χρόνια αργότερα να καταδικάζονται και να διασύρονται. Υποθέτω, όμως, ότι αυτό ήταν το αναπόφευκτο τίμημα, προκειμένου ο ίδιος να έχει την ησυχία του, ώστε να εργάζεται για τον στόχο του ευρώ. Αυτό ακριβώς, όπως το γράφω παραπάνω, με τα ίδια λόγια, του το είπα, σε μία συνάντηση που είχα μαζί του στο γραφείο του. Δεν μου απάντησε. Χαμογέλασε μόνο, με τον γνωστό αινιγματικό τρόπο. Το ερμήνευσα ως κατάφαση. Μπορεί όμως να πέφτω έξω…
Source link