Σερ Ντέιβιντ Μάνινγκ: Η Ευρώπη πρέπει να σκέφτεται παγκόσμια, όχι μόνο περιφερειακά

Σε μια αποκλειστική συνέντευξη στο «Βήμα», ο σερ Ντέιβιντ Μάνινγκ – πρώην πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στις ΗΠΑ, καθώς και κορυφαίος σύμβουλος Εξωτερικής Πολιτικής του πρώην πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, ενώ σήμερα είναι επίτιμος εταίρος του Chatham House και διευθυντής της εταιρείας συμβούλων γεωστρατηγικής Gatehouse Advisory Partners – παρέχει μια αιχμηρή αποτίμηση της μεταβαλλόμενης γεωπολιτικής πραγματικότητας.
Κάνοντας μια ανασκόπηση των πρώτων 100 ημερών της διακυβέρνησης Τραμπ, πώς θα αξιολογούσατε τον αντίκτυπο στην «ειδική σχέση» ΗΒ – ΗΠΑ;
«Η σχέση τους βασίστηκε σε κοινές αξίες και σε παρόμοια προσέγγιση απέναντι σε πολλά – αν και όχι όλα – σημαντικά διεθνή ζητήματα. Πλέον, δεν μπορούμε να θεωρούμε δεδομένη αυτή τη σύμπνοια. Εμείς – και εσείς στην Ελλάδα – όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στηρίζουμε αποφασιστικά την Ουκρανία. Είναι, λοιπόν, βαθύτατα ανησυχητικό το γεγονός ότι ο Τραμπ φαίνεται διατεθειμένος να συνάψει συμφωνία με τον Πούτιν εις βάρος των Ουκρανών και χωρίς σοβαρή διαβούλευση με τους συμμάχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου κατάσταση, μια πρόκληση απέναντι στις αξίες και τις παραδοχές που στήριξαν τόσο τη σχέση ΗΒ – ΗΠΑ όσο και τη διατλαντική σχέση συνολικά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά».
Κατά τη θητεία σας ως πρεσβευτή στις ΗΠΑ, συνεργαστήκατε στενά με την κυβέρνηση Μπους σε δύσκολες περιόδους. Πώς συγκρίνεται η δεύτερη προεδρία Τραμπ;
«Κατά την προεδρία του Τζορτζ Μπους υπήρχαν διαφορές μεταξύ ΗΒ και ΗΠΑ, όπως και μεταξύ ΗΠΑ και άλλων ευρωπαϊκών συμμάχων. Ωστόσο, υπήρχε κοινή αντίληψη για τον κόσμο στον οποίο θέλαμε να ζούμε: δέσμευση στο ΝΑΤΟ και στην υπεράσπιση της δυτικής δημοκρατίας, πίστη σε ένα ανοικτό εμπορικό σύστημα, στην παροχή αναπτυξιακής βοήθειας κ.λπ. Μπορεί να διαφωνούσαμε για το πώς θα επιτυγχάνονταν καλύτερα αυτοί οι στόχοι, αλλά ποτέ δεν υπήρχε αμφιβολία ότι μοιραζόμασταν το ίδιο μεταπολεμικό όραμα πάνω στο οποίο είχε χτιστεί η διατλαντική κοινότητα. Η σημερινή κατάσταση είναι διαφορετική».
Ποιες ήταν οι βασικές προκλήσεις στη διατήρηση μιας στενής συμμαχίας με την κυβέρνηση Μπους, ειδικά λόγω του Ιράκ;
«Υπήρξαν εντάσεις και διαφορές – κάποιες αρκετά βαθιές. Δεν αφορούσαν μόνο το Ιράκ. Για παράδειγμα, ο Τόνι Μπλερ ήθελε να δώσει πολύ μεγαλύτερη προτεραιότητα από τον Τζορτζ Μπους στη διαπραγμάτευση ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον δεν συμφωνούσαν σε όλα. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε πρόθεση για στενή διαβούλευση σε όλα τα θέματα. Αυτό δεν ισχύει πλέον – όπως καταδεικνύει η περίπτωση της Ουκρανίας».
Το λεγόμενο «Υπόμνημα Μάνινγκ» παρέχει μια σπάνια εικόνα των συζητήσεων μεταξύ του προέδρου Μπους και του πρωθυπουργού Μπλερ, πριν από την εισβολή στο Ιράκ. Τι μπορείτε να μας πείτε για την ατμόσφαιρα τότε;
«Για πολλούς μήνες, ο Μπλερ προσπάθησε σκληρά να αποφύγει μια εισβολή. Ηθελε το πρόβλημα του Ιράκ να επιλυθεί μέσω του ΟΗΕ. Τελικά, η οδός του ΟΗΕ απέτυχε. Οι ΗΠΑ έχασαν την υπομονή τους με τη διαδικασία επιθεώρησης για όπλα μαζικής καταστροφής, καθώς πίστευαν ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν την παρακώλυε, και αποφάσισαν να εισβάλουν. Ο Μπλερ, όπως και οι περισσότεροι ηγέτες της Δύσης, πίστευε τις πληροφορίες των υπηρεσιών ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν εξακολουθούσε να κρύβει αποθέματα ΟΜΚ, αγνοώντας τη διεθνή κοινότητα».
Τι συμβουλή θα δίνατε στους βρετανούς διπλωμάτες που προσπαθούν σήμερα να πλοηγηθούν στις μεταβαλλόμενες προτεραιότητες της κυβέρνησης Τραμπ;
«Η Ουάσιγκτον σήμερα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που γνώρισα εγώ. Η συμβουλή μου είναι να οικοδομούν σχέσεις με όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη της κυβέρνησης Τραμπ. Να προβάλλουν σταθερά αλλά ιδιωτικά και χωρίς αντιπαράθεση τα επιχειρήματά τους, π.χ. γιατί οι δασμοί θα βλάψουν την παγκόσμια οικονομία· να συνεχίσουν να υποστηρίζουν ότι το ΝΑΤΟ και η διατλαντική συμμαχία είναι κρίσιμης σημασίας για τη διεθνή σταθερότητα και ασφάλεια.
Ταυτόχρονα, η Βρετανία και οι άλλοι εταίροι των ΗΠΑ θα πρέπει να αποφασίσουν τι είναι αυτό που μπορούν να προσφέρουν στις διαπραγματεύσεις τους με τον Τραμπ. Τι έχετε που θέλει; Τι μπορείτε να ανταλλάξετε; Και τέλος, θα έλεγα να μην κάνουν το λάθος να νομίζουν ότι η Αμερική είναι ο Τραμπ και η κυβέρνησή του. Να μιλούν με τα μέλη του Κογκρέσου και να καλλιεργήσουν σχέσεις με τις πενήντα Πολιτείες».
Πώς βλέπετε τις τρέχουσες γεωπολιτικές εντάσεις; Επιστρέφουμε στη δυναμική του Ψυχρού Πολέμου;
«Δεν το βλέπω ως επιστροφή στη δυναμική του Ψυχρού Πολέμου. Στον Ψυχρό Πόλεμο υπήρχε αντιπαράθεση μεταξύ δύο μπλοκ. Ηταν μια ιδεολογική μάχη: ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός απέναντι στη φιλελεύθερη, καπιταλιστική δημοκρατία. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν αφορούσε τον οικονομικό ανταγωνισμό. Η εμπλοκή της Δύσης με τη σοβιετική οικονομία ήταν ελάχιστη. Σήμερα ζούμε σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, ακόμη κι αν ο Τραμπ θέλει να τον αλλάξει. Βρισκόμαστε επίσης σε έναν πολυπολικό κόσμο. Η δυναμική των διεθνών σχέσεων έχει γίνει πιο περίπλοκη, με περισσότερους παίκτες».
Πώς οραματίζεστε το μακροπρόθεσμο μέλλον των σχέσεων ΗΒ και ΕΕ μετά το Brexit;
«Η άποψή μου είναι ότι το Brexit ήταν μια ανοησία. Υπονόμευσε τόσο τα οικονομικά όσο και τα στρατηγικά μας συμφέροντα. Πλέον πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις αβεβαιότητες και τις ιδιοτροπίες της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ. Αυτό ωθεί τη Βρετανία προς πιο στενές σχέσεις με τους Ευρωπαίους. Ο πρώτος τομέας όπου μπορούμε να δούμε γρήγορες αλλαγές είναι η άμυνα. Φαίνεται ότι η Βρετανία και οι ευρωπαίοι εταίροι της θα συνάψουν σύντομα μια νέα ευρωπαϊκή αμυντική συμφωνία. Το απειλητικό και αβέβαιο διεθνές τοπίο και οι αλλαγές στις πολιτικές και τις προτεραιότητες των ΗΠΑ σημαίνουν ότι η βρετανική κυβέρνηση θα θελήσει να οικοδομήσει μια νέα και πολύ πιο εποικοδομητική μετά Brexit σχέση με την ΕΕ.
Πρέπει να οικοδομήσουμε έναν ευρωπαϊκό πυλώνα εντός του ΝΑΤΟ, κάτι που θεωρητικά θα έπρεπε να καλωσορίσει ο Τραμπ και που δεν χρειάζεται να ανταγωνίζεται τη νέα αμυντική συμφωνία ΗΒ – ΕΕ που διαφαίνεται στον ορίζοντα. Πρέπει επίσης να ενισχύσουμε τη συνεργασία στην άμυνα με δημοκρατικούς εταίρους ανά τον κόσμο, όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Μπορεί να μη νιώθουν άμεση απειλή από τη Ρωσία, αλλά έχουν σοβαρές ανησυχίες για την ασφάλεια απέναντι στην Κίνα και, όπως και οι Ευρωπαίοι, αμφιβολίες για τη σταθερότητα των παραδοσιακών εγγυήσεων ασφαλείας των ΗΠΑ. Η Ευρώπη πρέπει να σκέφτεται παγκόσμια, όχι μόνο περιφερειακά».
Δεδομένης της εκτεταμένης διπλωματικής σας εμπειρίας, πώς βλέπετε τη συνεχιζόμενη συζήτηση για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα;
«Ελπίζω να βρεθεί μια λύση. Θα πρέπει να είναι εφικτό για τα μεγάλα μας μουσεία να καταλήξουν σε συμφωνίες συνεργασίας και κοινής επιμέλειας».