«Γεύμα; Μ’ εμένα; Οχι, όχι. Δεν το ‘χω. Αυτό δεν το ‘χω… Σόρι, κύριε Ζουμπουλάκη μου, αυτό δεν το ‘χω». Το πρώτο τηλεφώνημα ανάμεσα στον υπογράφοντα του ανά χείρας κειμένου με τον ηθοποιό Βαγγέλη Μουρίκη προκειμένου να κλείσουμε το ραντεβού για μια συνάντηση και εν συνεχεία συζήτηση δεν φάνηκε να έχει και τόσο καλή προοπτική. Ηταν η λέξη «γευματίζοντας» που έφερε τον Μουρίκη σε αμηχανία· πολύ πιθανόν ο ηθοποιός να φαντάστηκε κάτι σαν τελετουργία – κοστούμια, σερβιτόρους, δοκιμή κρασιών κ.ο.κ. Οπότε δεν φάνηκε να νιώθει και τόσο άνετα. Και ακριβώς επειδή μιλάμε για τον Βαγγέλη Μουρίκη, δεν το έκρυψε. Χρειάστηκε να επιμείνω κάπως για να του δώσω να καταλάβει ότι στο πλαίσιο αυτής της συνάντησης όλα θα γίνονταν μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης χαλαρότητας, στο μαγαζί της δικής του επιλογής, την ώρα που ο ίδιος θα επέλεγε και με οτιδήποτε για μενού· ακόμα και αν ήταν μόνο ένας καφές (που τελικά αυτό ήταν μόνο).
Οπότε την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου, δύο μέρες μετά το πρώτο τηλεφώνημα, αφού βρεθήκαμε έξω από τον κινηματογράφο Αστυ στην πλατεία Κοραή, περπατήσαμε προς την πλατεία Κλαυθμώνος και καταλήξαμε, ύστερα από δική του πρόταση, στο Vermouth στην οδό Σκουλενίου. Εχουν μεσολαβήσει 14 χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση που ήταν για τον «Μαχαιροβγάλτη» του Γιάννη Οικονομίδη στον Κοραή στα Εξάρχεια, όμως μου έκανε εντύπωση που ο Μουρίκης θυμήθηκε ότι στον «Μαχαιροβγάλτη» είχα κάνει κι εγώ ένα πέρασμα παίζοντας έναν ταξιτζή στην αρχή της ταινίας. Αρχισε να μου περιγράφει με όλες τις λεπτομέρειες το γύρισμα εκείνης της σκηνής. Σε εκείνη τη συνάντησή μας ο Μουρίκης έστριβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Σήμερα δεν καπνίζει. Καθόμαστε έξω.
Παρατηρώντας από κοντά το πρόσωπό του, νιώθω βέβαιος ότι πρόκειται για ένα από τα πιο ιδιαίτερα πρόσωπα ελλήνων ηθοποιών που έχουν περάσει ποτέ από την κινηματογραφική οθόνη. Θα μπορούσε να είναι το πρόσωπο ενός πρώην πυγμάχου. Κατάμαυρα φρύδια μοιάζουν σαν να είναι ζωγραφισμένα με κραγιόν στο ευρύ μέτωπο. Μια γερακίσια μύτη ταλαιπωρημένη θαρρείς από τα πολλά σπασίματα. Τα επίσης κατάμαυρα, μεγάλα μάτια έχουν τεράστιους, βαθείς κύκλους πάνω από ζυγωματικά που εξέχουν. Το ύφος του Μουρίκη δίνει την εικόνα μονίμως κουρασμένου ή πολύ «περπατημένου» ανθρώπου, κάτι που είναι, παρότι όταν σου μιλάει έχεις την εντύπωση ότι έχεις να κάνεις με ένα ενθουσιώδες και πολύ καλλιεργημένο παιδί. Επίσης, ξέρω πολύ καλά ότι ο Μουρίκης δεν θα ανοιχτεί πολύ στην κουβέντα μας, ή τουλάχιστον δεν θα μιλήσει για τον εαυτό του. Το γεγονός και μόνο ότι βρεθήκαμε για συνέντευξη είναι μια επιτυχία μου γιατί αυτός ο ηθοποιός σπανίως δίνει συνεντεύξεις, παρότι ο επικοινωνιακός χαρακτήρας του σε προδιαθέτει για το αντίθετο. Πραγματικά, όταν κάποια στιγμή τον ρώτησα σε ποια περιοχή μένει η απάντησή του ήταν «στην Αθήνα» και όταν τον ρώτησα πού έχει γεννηθεί η απάντησή του ήταν «πουθενά».
Η ταινία και τα ταξίδια της
Αφορμή για αυτή την τελευταία μας συνάντηση ήταν η «Arcadia», η ταινία του Γιώργου Ζώη στην οποία ο Βαγγέλης Μουρίκης πρωταγωνιστεί μαζί με την Αγγελική Παπούλια. Δεύτερη μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία μυθοπλασίας του Ζώη, ενός από τους πιο ταλαντούχους έλληνες σκηνοθέτες των καιρών μας, η «Arcadia» είναι ένα ατμοσφαιρικό και μυστηριώδες «mind game», ένα παζλ που κινείται ευέλικτα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία με ήρωες ανθρώπους και φαντάσματα. Είναι μια ταινία που θέλει να μιλήσει για την απώλεια, την ενοχή, τη μετάνοια.
Λίγες μέρες πριν από τη συνάντησή μας, ο Βαγγέλης Μουρίκης και λοιποί συντελεστές της «Arcadia» βρίσκονταν στη Νυρεμβέργη όπου είχε πραγματοποιηθεί μια εβδομάδα ελληνικού κινηματογράφου από τον δήμο της πόλης. Η «Arcadia» ήταν στο πρόγραμμα. «Αυτά τα μικρά, λέσχες και τέτοια, τα αγαπάω πολύ περισσότερο από τα άλλα» είπε ο Μουρίκης, «γιατί εκεί γίνεται άλλου είδους αλισβερίσι στην κουβέντα. Είναι αλλιώς αυτό που ο άλλος έρχεται να σου πει και αλλιώς ο τρόπος με τον οποίο σού το λέει. Η επαφή είναι διαφορετική και σε αυτή τη δουλειά η επαφή με ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα». Κάνοντας μια παύση, ο ηθοποιός αρχίζει ξαφνικά να περιγράφει με το πάθος ενός παιδιού μπροστά σε γλυκίσματα το φινάλε εκείνης της εκδήλωσης στη Νυρεμβέργη, με «τα λαϊκά ελληνικά τραγούδια να συνδυάζονται εντελώς σουρεάλ με τον χώρο του Δημαρχείου και με το φόντο της Καθολικής Εκκλησίας. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το τι γινόταν, όμως μου άρεσε πολύ, κάτι τέτοια τα γουστάρω πάρα πολύ!».
Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι αρκετές από τις ταινίες στις οποίες ο Βαγγέλης Μουρίκης εδώ και 30 χρόνια έχει παίξει έχουν επιλεγεί για προβολή σε διεθνή φεστιβάλ, θα δει ότι αυτός ο ηθοποιός είναι ένας από τους πιο πολυταξιδεμένους του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Ειδικά το Βερολίνο έχει τιμήσει πολύ τον Μουρίκη γιατί στο διαγωνιστικό τμήμα της διοργάνωσης του γερμανικού φεστιβάλ έχει προβληθεί το «Μικρό ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη και στο τμήμα του Πανοράματος (όπου και διακρίθηκε με το βραβείο της Παγκόσμιας Ενωσης Κινηματογράφων Τέχνης) το «Digger», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Τζώρτζη Γρηγοράκη. Οι δύο ταινίες που έχει κάνει με σκηνοθέτρια την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, το «Attenberg» και το «Chevalier», έκαναν επίσης διεθνή καριέρα με αφετηρία τους – αντιστοίχως – το φεστιβάλ της Βενετίας και το φεστιβάλ του Λονδίνου.
Ενα από τα μέρη στα οποία ο Μουρίκης έχει ως τώρα πάει για την «Arcadia» είναι και το Χονγκ Κονγκ. Πέρυσι τον Απρίλιο ο ηθοποιός βραβεύθηκε από το 48ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της ασιατικής πόλης για την ερμηνεία του στην ταινία του Ζώη. Του ζήτησα να περιγράψει πώς αισθάνθηκε το ασιατικό κοινό να δέχεται την ταινία, έτσι όπως τουλάχιστον το αντιλήφθηκε ο ίδιος μιλώντας με τον κόσμο μετά τις προβολές της. «Η θεματική ειδικά αυτής της ταινίας είναι κάτι παγκόσμιο» είπε ο Μουρίκης. «Οπότε, αν ξεκινήσουμε από αυτό, σημαίνει ότι διαπολιτισμικά έχεις ήδη ένα κοινό το οποίο μπορεί να επικοινωνήσει με την ιδέα της ταινίας. Και εδώ βρήκα πόσο ενδιαφέρον είχε που σε ένα μέρος όπως το Χονγκ Κονγκ, όπου όπως ξέρουμε η απώλεια και το χάσιμο αντιμετωπίζονται από μια άλλη μεριά, ο κόσμος ακολουθούσε με όρεξη την ταινία. Ηταν ενεργά “μέσα” της. Και πού; Στην άλλη πλευρά του πλανήτη! Για μένα αυτό και μόνο είναι επιτυχία».
Ζήτημα επικοινωνίας
Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία των ταινιών στις οποίες παίζει, ο Βαγγέλης Μουρίκης δίνει μεγάλη σημασία στη χημεία των συνεργατών, στην ανθρώπινη επικοινωνία. Καθότι η ταινία «Arcadia» κινείται σε πολύ ευαίσθητες ισορροπίες, με διάφανες αποχρώσεις, του ζήτησα να μου δώσει μια ιδέα για το πώς κινήθηκε η συνεργασία του με τον Ζώη και την Παπούλια. «Υπήρξαν αρκετά στάδια, είτε στο μυαλό μας είτε με συναντήσεις μεταξύ μας, μέσα από τα οποία κτίστηκε σιγά σιγά το τελικό προϊόν, αυτό που βλέπουμε στην ταινία» απάντησε. «Υπήρξε το στάδιο του πώς έβλεπαν οι ηθοποιοί να μπαίνουν στην ταινία. Υπήρξε το στάδιο που οι ηθοποιοί θα έβλεπαν το πώς θα ήταν ο Γιώργος Ζώης μέσα στην ταινία. Και τελικά υπήρξε το στάδιο του όλοι μαζί με κοινό στόχο στην ταινία. Κάπως έτσι, σιγά σιγά, η συνεργασία χτίστηκε και νομίζω σε μια ταινία που πραγματικά λειτουργεί. Αρα ό,τι και να σου πω ως προς το πώς συνεργαστήκαμε θα είναι λίγο ή θα είναι πολύ ή θα είναι κουταμάρες. Γιατί είναι μαγειρική το θέμα. Βάζεις τα κρεμμύδια, βάζεις το κρέας, βάζεις μετά το καρότο…».
Στον Βαγγέλη Μουρίκη αρέσει να κινείται, γι’ αυτό και βρίσκεται διαρκώς στους δρόμους, βλέπει, παρατηρεί, ρουφά, σκέφτεται. Συνέχεια. «Η ίδια η πιάτσα έχει τον δικό της κόσμο, το δικό της συναίσθημα, τους δικούς της κώδικες, και από αυτά, όλη μέρα στον δρόμο, μαθαίνεις άλλα πράγματα. Ακούς, ας πούμε, μια ιστορία που κυκλοφορεί σαν αναζήτηση… Μερικά πράγματα επαναλαμβάνονται, σίγουρα, όμως μερικά έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, και αυτό με εντυπωσιάζει, γιατί θα μπορούσε να ‘ναι οι κομπάρσοι σε μια ταινία, οι οποίοι ξαφνικά μπορούν να γίνουν πρωταγωνιστές. Είναι η μισή κουβέντα που ακούς από κάποιον δίπλα σου ενώ μιλάει στο τηλέφωνο. Και λέει στον συνομιλητή του: “Μάγκα, να σου πω πού έχω καταλήξει;”. Οπότε κόβεις το βήμα σου για να δεις πού έχει καταλήξει. Μια μέρα άκουσα κάποιον σε ένα τέτοιο πέρασμα να λέει σε έναν άλλον: “Φίλε, δεν υπάρχει περίπτωση. Αν πεις σε κάποιον ένα δράμα σου, αυτός θα σου πει το δικό του που θα είναι μεγαλύτερο”. Αυτό το άκουσα σε πέρασμα και δεν θα το είχα ακούσει αν δεν γύριζα την πόλη ακούγοντας συνέχεια».
Κατά κάποιον τρόπο, αυτά τα ακούσματα είναι μέρος της δουλειάς του Μουρίκη. Ενας, ας πούμε, λόγος που πηγαίνει συχνά στις λαϊκές αγορές είναι για να «ψαρεύει» ακούσματα που θα μπορούσαν να έχουν ενδιαφέρον και χρησιμότητα. Μάλιστα, σε μια περίπτωση αυτό που «ψάρεψε» σε κάποια λαϊκή μπήκε off στο «Digger». «Ημουν μια μέρα στη λαϊκή και ακούω μια κυρία να ρωτάει έναν έμπορα σε πάγκο πού μπορεί να βρει κουνουπίδια. “Μπροστά σου είναι” της λέει αυτός. Η γυναίκα τα χάνει. Και τι της λέει ο μάγκας; “Αμα δεν το δει το μυαλό σου, δεν θα το δει το μάτι σου”. Τι είπες; Τι είπες; Ακου τι της είπε ο άλλος στη λαϊκή. Το είπα στον Τζώρτζη και το βάλαμε στην ταινία. Δεν γινόταν να μην το βάλουμε. Το αμολήσαμε μέσα».
Οι νέοι σκηνοθέτες
Ηλικιακά μιλώντας ο Τζώρτζης Γρηγοράκης είναι κοντά στον Γιώργο Ζώη και για τον Βαγγέλη Μουρίκη «ανήκουν σε μια νέα γενιά σκηνοθετών που διακρίνεται από μια εκκίνηση ειλικρίνειας. Τους βλέπω όταν με πλησιάζουν να μου δώσουν σενάρια και διαβάζω αρκετά. Ε, μπορώ να σου πω ότι πάνω στο ζήτημα της ειλικρίνειας αυτά τα παιδιά δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Σαν καλλιτέχνης αντιλαμβάνομαι ότι είναι ειλικρινείς σε ό,τι αφορά τα συναισθήματά τους».
Ζητώ από τον Μουρίκη να μου δώσει τη δική του ερμηνεία πάνω σε αυτό το φαινόμενο της ειλικρίνειας των νέων ελλήνων σκηνοθετών. «Εχω την εντύπωση ότι επειδή έχει παιχτεί πια το άλλο κομμάτι, της βιτρίνας, έχει φτάσει για αυτούς η ώρα να κοιτάξουν κατάματα το πραγματικό πρόβλημα. Θες λίγο το κλίμα της εποχής, θες λίγο οι ανθρώπινες σχέσεις, θες λίγο η απομόνωση, θες εκείνο, θες το άλλο, είναι μια σειρά πραγμάτων τα οποία παίζουν πολύ ισχυρό ρόλο μέσα τους. Σου λέει αν δεν παλέψουμε τώρα για να τα δούμε τώρα με έναν τρόπο, θα την έχουμε δύσκολα. Αυτό τι σημαίνει; Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δεν μεροληπτούν τόσο πολύ με την πραγματικότητα. Δεν παίρνουν το μέρος του ενός ή του άλλου, δεν είναι biased. Εχουν απλώσει τον τραχανά στο τραπέζι και τον κοιτάζουν από πόντο σε πόντο και εφ’ όλης της ύλης. Ολα είναι μέσα στο παιχνίδι, οπότε ας τα δούμε όλα από την αρχή. Με καινούργιο τρόπο. Και αν είναι λάθος, είναι λάθος. Εχω την εντύπωση ότι αναγνωρίζουν και λίγο το λάθος τους, είναι πιο χαλαροί σ’ αυτό, δεν κολλάνε στην ψυχολογία του σωστού». Εκεί ρώτησα τον Μουρίκη: «Είναι μια γενιά χωρίς στρατόπεδα;». «Ναι, ναι, ναι! Δεν μεροληπτούν. Τα στρατόπεδα θα τα φτιάξουν σε λίγο. Καλομελέτα… Αυτή τη στιγμή πάντως είναι μια καινούργια γενιά σκηνοθετών που ξαναβλέπουνε το πράγμα, τον πλανήτη ολόκληρο, με τον δικό τους τρόπο. Για να πάμε παρακάτω».
Source link