ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Τζόναθαν Κόου: Σαρκαστικός σχολιασμός προς μια επίκαιρη παγκοσμιότητα

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αυτό που πιστεύω πως χαρακτηρίζει τον άγγλο συγγραφέα Τζόναθαν Κόου είναι μια εντελώς ιδιότυπη μείξη λογοτεχνικής γραφής και πολιτικού σχολιασμού. Μια μείξη που την έχουμε συναντήσει και σε προηγούμενα μυθιστορήματά του – ο Κόου είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

Η συγγραφική του ταυτότητα έχει σαφέστατα πάνω της το αποτύπωμα ενός άγγλου συγγραφέα – εννοώ πως ο Κόου καταπιάνεται με εντελώς αγγλικά ζητήματα του χθες και του σήμερα και τα διαχειρίζεται με εντελώς αγγλικό φλέγμα. Και όμως καταφέρνει να επιτυγχάνει μια πλήρη επικοινωνία και με αναγνώστες άλλων χωρών και άλλων τρόπων ανάγνωσης της καθημερινότητάς τους.

Δεν έχω καταφέρει να αποκωδικοποιήσω την τεχνική με την οποία επιτυγχάνεται αυτή η αναγνωστική επαφή και σε τελευταία ανάλυση η μεγαλύτερη απόλαυση ενός αναγνώστη είναι να αφήνεται χωρίς αντιστάσεις στη δυναμική αφήγηση ενός συγγραφέα.

Στο πλέον πρόσφατο βιβλίο του, «Η απόδειξη της αθωότητάς μου», ο Κόου σπάει κάθε κανόνα αφηγηματικής δόμησης και χρησιμοποιεί μια εντελώς δική του κατασκευή για να ολοκληρώσει ένα έργο που, αν και έχει σαφέστατο και συγκεκριμένο πολιτικό σχολιασμό, παράλληλα δανείζεται όρους αφήγησης αστικού αγγλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, χρησιμοποιεί τεχνικές ενός campus novel και δεν αποφεύγει τον πειρασμό να αγγίξει το κοσμοπολίτικο commercial fiction.

Πολύ δύσκολο και ίσως εν τέλει ανεφάρμοστο το να περιγράψει κανείς με λίγα λόγια την υπόθεση του έργου.

Ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι οι μέρες – επτά εβδομάδες όλες κι όλες – όταν την πρωθυπουργία της Αγγλίας είχε αναλάβει η Λιζ Τρας και γινόταν η κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ. Δύο σημαντικές στιγμές της σύγχρονης αγγλικής ιστορίας καθώς η καθεμία έχει τη δική της σηματοδότηση, που τελικά εκφράζουν τις νέες συνθήκες που θα επικρατήσουν εντός της αγγλικής κοινωνίας.

Αυτές τις συνθήκες με το σαφέστατο συντηρητικό πρόσημο ο Κόου θα τις σχολιάζει περιγράφοντας τη διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και παράλληλα θα τις ερμηνεύει τοποθετώντας την αρχή της μυθιστορηματικής δράσης στη δεκαετία του ’80, τότε που οι πολιτικές Θάτσερ και Ρίγκαν ξεκινούσαν να υλοποιούν τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό.

Αρκετά τα κεντρικά πρόσωπα του έργου. Αλλα από αυτά ζούνε στην επαρχία έχοντας στην ουσία αφήσει πίσω τους τα όνειρα που είχαν όταν φοιτούσαν σε κολέγιο του Κέιμπριτζ· ένα άλλο παραμένει ενεργό – και γι’ αυτό για κάποιους επικίνδυνο – ως προς τον προοδευτικό πολιτικό σχολιασμό του· κάποια άλλα έχουν καταφέρει να πάρουν σημαντικές θέσεις μέσα στο Συντηρητικό Κόμμα, ένα άλλο απολαμβάνει – αλλά «μετά θάνατον» – τη συγγραφική του αναγνώριση, δυο νέες κοπέλες αναζητούν να σχεδιάσουν ένα δικό τους μέλλον μέσα σε ισοπεδωτικές ως προς την αναγνώριση της ατομικότητας συνθήκες.

Ολοι αυτοί οι χαρακτήρες κινούνται μέσα στις σελίδες του βιβλίου, μετακινούνται χρονικά, παίρνουν κάποιες στιγμές στα χέρια τους τη συνέχεια της αφήγησης και… ναι, ο αναγνώστης τελικά υποκύπτει στα αφηγηματικά τεχνάσματα του Κόου, δεν αναζητεί να ξεκαθαρίσει πού τελειώνει η μυθοπλασία και πού αρχίζουν τα ντοκουμέντα, αποδέχεται άλλοτε να διαβάζει ευφάνταστους διαλόγους, άλλοτε να επισκέπτεται κοσμοπολίτικα μέρη, άλλοτε να προβληματίζεται πάνω στο πώς κάποιοι από τα πριν έχουν σχεδιάσει τις πολιτικές επεμβάσεις τους και άλλοτε να παθιάζεται με καθαρόαιμα και κλασικά μυθιστορηματικά πάθη.

Στην ουσία, έχουμε ένα μυθιστόρημα που εμπεριέχει ένα άλλο και που αυτό με τη σειρά του κάποιο τρίτο. Ισως να είναι και ένα παιχνίδι ανάμεσα στον αφηγητή και στον αποδέκτη της αφήγησής του.

Κι όμως, υπάρχει μια ενιαία οντότητα, ένα ολότελα όσο και απροσδόκητα πολιτικό έργο που, αν και δείχνει να αφορά μια συγκεκριμένη χώρα και μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο σαρκαστικός σχολιασμός του είναι στραμμένος προς μια επίκαιρη παγκοσμιότητα – την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου ατομικισμού.

Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση του μυθιστορήματος «Η απόδειξη της αθωότητάς μου», θα ήθελα να αντιγράψω κάποιες αράδες, από αυτές που δεν υπηρετούν μεν τη μυθιστορηματική πλοκή, αλλά που, αν και κάπως ελαφρώς καλυμμένες από τις μυθιστορηματικές εξελίξεις, τελικά επιβεβαιώνουν το πολιτικό στίγμα του έργου, φωτίζουν τις επισημάνσεις του Κόου με έναν γνήσιο αγγλικό σαρκασμό. Πρόκειται για ένα απόσπασμα ομιλίας μιας εκπροσώπου συντηρητικών απόψεων που: «…η θεωρία της ήταν ότι οι κίνδυνοι της πανδημίας του κορωνοϊού το 2020 είχαν μεγαλοποιηθεί, ότι το λοκντάουν είχε προκαλέσει ένα απαράδεκτο πλήγμα στη βρετανική οικονομία και ότι όλο αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο ευαίσθητοι με τους θανάτους μερικών χιλιάδων συνταξιούχων που θα είχαν πεθάνει έτσι κι αλλιώς, μερικούς μήνες αργότερα».

Και που η ίδια αυτή ομιλήτρια αμέσως μετά θα συνέχιζε δηλώνοντας πως: «Το πρόβλημα της βρετανικής κοινωνίας, αυτό που πραγματικά την παρέλυε και την κρατούσε πίσω ήταν η “woke” κουλτούρα. Δεν εξήγησε τι ακριβώς ήταν η “wokeness”. Δεν χρειαζότανε άλλωστε, αφού το κοινό της την καταλάβαινε… Οι λέξεις έγιναν υπηρέτες της και μπορούσε να τις χρησιμοποιεί δίνοντάς τους όποια σημασία ήθελε εκείνη. Ετσι τα πάντα ήταν woke. Ή τουλάχιστον, όλα όσα έλεγε και έκανε η βρετανική ελίτ ήταν woke, αν και ούτε αυτή η ελίτ μπορούσε να προσδιοριστεί με ακρίβεια».

Ο Τζόναθαν Κόου αποδεικνύει πως γνωρίζει τον τρόπο να μετατρέπει το συγκεκριμένο εθνικό σε συγκεκριμένο παγκόσμιο. Ή, με άλλα λόγια, ξέρει να χρησιμοποιεί την παγκοσμιοποίηση στη λογοτεχνική σύνθεση.

Αυτή την τεχνική του η μετάφραση της Αλκηστης Τριμπέρη για μία ακόμα φορά τη μετέφερε στη γλώσσα μας με απόλυτη επιτυχία.

Τελευταία Νέα
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to top button