Σήμερα η Αλίκη από τη Χώρα των Θαυμάτων μπορεί να είχε ξεμείνει από θαύμα, ενώ πιθανότατα και η χώρα της να αγνοείτο. Ισως σήμερα τη θέση του θαύματος (wonder) καταλαμβάνει η επίκληση για μια τελειότατη συνουσία («Wonderfuck», ο τίτλος του μυθιστορήματος της Καταρίνα Φόλκμερ, Στερέωμα), εν μέσω γκρίζας καθημερινότητας που βουλιάζει κάτω από το βάρος των προσδοκιών που έχει επιβάλει το πρώτο μισό του 21ου αιώνα.
Η Καταρίνα Φόλκμερ, συγγραφέας από τη Γερμανία, αυτή την εποχή θεωρείται μία από τις σημαίνουσες φωνές της κουίρ λογοτεχνίας. Μιας λογοτεχνίας που βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι: είτε θα περιχαρακωθεί προγραμματικά στις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις των όψεων του διαφορετικού ή θα απαιτήσει ευρύτερους εκφραστικούς ορίζοντες και «θεματικές». Αυτό το δίλημμα έρχεται ως προέκταση μιας ως επί το πλείστον βιωματικής γραφής, που αρχίζει με το α’ ενικό και ίσως τελειώνει εκεί.
Παρ’ όλα αυτά, η Φόλκμερ διαθέτει δύο πρώτα στοιχεία που τη διαφοροποιούν: το πικρό χιούμορ και την αίσθηση της βαθιάς αστικής μελαγχολίας του ατόμου από έναν κόσμο που ολοένα το αποξενώνει. Η γραφή της στο βιβλίο εστιάζει στο χρονικό σημείο πριν από την κατρακύλα των σύγχρονων ανθρώπων στην απάθεια. Εκεί όπου θα προσπαθήσουν να βρουν την πηγή των συναισθημάτων τους. Πρωτίστως έχει επέλθει η ίδια η κατάρρευση της άμεσης επαφής, της απροϋπόθετης έλξης, που είναι κι ένα μέγα ζητούμενο των σημερινών σχέσεων.
Ο Τζίμι του βιβλίου είναι ένας γκέι με καταγωγή από την Ιταλία – κοντά σαράντα ετών – που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Περνάει σχεδόν όλη του την ημέρα στο τμήμα παραπόνων ενός τηλεφωνικού κέντρου. Η τέλεια κρυψώνα για όποιον δεν μοιάζει με τους υπόλοιπους, όπως γράφεται στο βιβλίο. Γραφεία σε κουβούκλια, ζωή σε απόγνωση, με τους υπαλλήλους των τμημάτων να ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τα διαφορετικού χρώματος φούτερ.
Ο Τζίμι (η συγγραφέας επίτηδες διαλέγει αυτό το άχρωμο και μαγκιόρικα αναχρονιστικό όνομα – παρατσούκλι) δεν γνώρισε πατέρα κι έχει εμμονή με την αλλοπρόσαλλη μητέρα του. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μας εισάγει από την πρώτη κιόλας σελίδα σε ένα περιβάλλον περίκλειστο και άκρως διαλυτικό ψυχικά. Σε ευθεία αναλογία με την ψυχική διακύμανση του ήρωα.
Σε μία από τις κατώτατες δομές του ιδιωτικού τομέα, ο Τζίμι καταναλώνει τις αγωνίες του σε εσωτερικούς μονολόγους, αλλά κυρίως σε κοφτούς διαλόγους με πελάτες, οι οποίοι μέσα από τα εξωφρενικά παράπονα αναζητούν να συνδεθούν με ένα αυθεντικό τους κομμάτι. Η Φόλκμερ παγιδεύει το ψηφιδωτό του πρωταγωνιστή της στον κενό χώρο μεταξύ δυσφορίας και λαχτάρας. Παρατηρεί από πολύ κοντά τις αντιδράσεις του.
Η δυσφορία από το παχουλό του σώμα, όπως και η ίσαλος γραμμή σώματος και κόσμου, αποτελεί μία από τις πρώτες αναζητήσεις του Τζίμι. Η απελπισμένη αναζήτηση της στοργής σε έναν άσχημο κόσμο, με τα βλέμματα συνεχώς πάνω του, ενώ γύρω του προσποιείται ότι ζει ένα σύμπαν που «βρωμάει προνόμια». Η συγγραφέας φλερτάρει με τη θυματοποίηση και γι’ αυτό βάζει τον ήρωά της να καταφεύγει συχνά στις τουαλέτες, όπου εκεί παραδίδεται στη σιωπή της ανάγκης χωρίς τους περιορισμούς του έξω κόσμου. Αποτύπωση ενός αδιεξόδου που κρύβεται κάτω από «λουλούδια και κατάθλιψη».
Στον δρόμο για να επινοήσει τις δικές του προδιαγραφές ο Τζίμι που βάφει τα χείλη του με το κραγιόν της μάνας του – είναι η απαραίτητη κίνηση που τον βάζει στο παιχνίδι του φλερτ και της τόνωσης της αυτοεμπιστοσύνης του. Η καθημερινή προετοιμασία για να έρθει αντιμέτωπος με έναν άμορφο κόσμο. Η υπενθύμιση πως τα περισσότερα πράγματα είχαν πάει στραβά δεν εκκινεί από μια μοιρολατρική διάθεση, αλλά από το γεγονός ότι ο ήρωας δεν αισθάνεται πως κολλάει σε αυτό το σώμα, σε αυτή την εικόνα του εαυτού που αναγκάζεται να αναπαράγει.
Η κυνικότητα της κανονικότητας
Η συγγραφέας πότε με σατιρικό ύφος και πότε με ευαίσθητο λόγο που δεν κρύβει τις αιχμές του προσπαθεί να συναρμολογήσει το ρευστό, συνεκδοχικό εσώτερο περιβάλλον του ήρωά της σε αντιπαράθεση με την κυνικότητα της «κανονικότητας». Μιας τεχνητής πραγματικότητας. Απομένει βέβαια να δούμε ποια είναι η «αληθινή». Πολλές φορές, καταρρίπτει τα σύνορα, ανιχνεύοντας τις παράλληλες διαδρομές και των δύο κόσμων. Η στρατευμένη τέχνη έχει σκοπό και πλαίσιο. Σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους αναδύεται με διάφορες μορφές. Η Φόλκμερ υποκύπτει στον εξής πειρασμό: εκεί που πλησιάζει στη λυτρωτική αποτελμάτωση του ήρωά της, εκεί τον εγκλωβίζει σε μια παρατεταμένη ισόβια φυλάκιση, δίνοντας μια χαραμάδα ανεπαίσθητη στο τέλος. Η βάσανος του Τζίμι, μέσα από τη μυθοπλαστική αξονική τομογραφία της Φόλκμερ, δεν πρέπει μόνο να εμπεδωθεί, αλλά και να αποδοθεί ως ένας αταβιστικός μηχανισμός άμυνας στον «κλωβό» της μικροκοινωνίας, όπου ο Τζίμι απευθύνεται.
Οι ταξικές διαφορές επίσης απασχολούν τη Φόλκμερ, που αναφέρεται συχνά στις εργασιακές συνθήκες γαλέρας. Ο νεοπρολεταριακός λόγος της κουίρ σκηνής, έτσι όπως τον εκφράζει υπό το πρίσμα της η συγγραφέας, και εκεί που διαφοροποιείται από τον κλασικό μαρξιστικό λόγο, είναι πως εδώ μπαίνει στο προσκήνιο η ιστορία της κάθε στιγμής, καθώς το άτομο πασχίζει να επινοήσει τις δικές του προδιαγραφές. Η αυτολύπηση, η αξιοπρέπεια, ο πνιγηρός απολογισμός της σωματικής παρόρμησης έρχονται να ισοσταθμίσουν ή και να υπερκεράσουν τον σκέτο οικονομισμό.
Με τον Ντάνιελ, το πρόσωπο του πόθου να είναι εκεί και πάντα να λείπει, τον Σάιμον, το αφεντικό που έχει το προφίλ του πετυχημένου μάνατζερ, μα είναι ένας άνθρωπος γεμάτος σύνδρομα, την Ελίν που όλο προσπαθεί να αγαπηθεί χωρίς επιτυχία, και τη Χελένα που προοριζόταν για λαμπρή καριέρα, αλλά έκανε την επανάστασή της για να ζήσει ανεξάρτητη, ο μικροοργανισμός του γραφείου αποτελεί την αποτύπωση μιας κοινωνικής σύνθεσης που έχει ξεπεράσει όλα της τα εξελικτικά στάδια και βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου, χωρίς να υπάρχει εισιτήριο επιστροφής.
Πάνω σε αυτή τη λεπτή λωρίδα γης πατάει η συγγραφέας. Η σατιρική διάθεση της οποίας αντισταθμίζει το ζοφερό κλίμα κάθε μέρα. Διακωμωδεί με τρόπο βιτριολικό πολλές φορές τις σεξουαλικές και εργασιακές ταυτότητες του σήμερα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι Τζίμι αυτή την εποχή. Ισως να είναι καλύτερη από προηγούμενες, αλλά το ζήτημα – και για το βιβλίο – είναι πως η αναζήτηση της τρυφερότητας αποτελεί ένα άφθαστο όνειρο. Και μέσα από αυτό το όνειρο, που μπορεί να έχει και εφιαλτικές προεκτάσεις, η Φόλκμερ αντιμετωπίζει την υλικότητα της ζωής σαν έναν βατήρα όπου το υποκείμενο θα κάνει το άλμα προς την απόκτηση νοήματος.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη προωθεί και τονίζει το μεταιχμιακό ύφος της συγγραφέως: ανάμεσα στο μαύρο χιούμορ και τον κριτικό ρεαλισμό.
«Ενας κόσμος ανεξερεύνητων πλασμάτων»
Ο Τζίμι κάθισε, σχεδόν ανακουφισμένος που δεν έβλεπε τίποτε άλλο εκτός από το κόκκινο κουμπάκι που αναβόσβηνε.
«Σας ευχαριστώ για την αναμονή. Ονομάζομαι Τζίμι. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
«Δεν μας αφήνουν να είμαστε γυμνοί εδώ πέρα. Είναι, λέει, οικογενειακό ξενοδοχείο».
«Αυτή τη στιγμή είστε ντυμένος;»
«Σκέφτηκα ότι δεν θα πείραζε να βγω γυμνός στο μπαλκόνι όσο η γυναίκα μου θα έπαιρνε έναν υπνάκο».
Ο Τζίμι προσπάθησε με όλη του τη δύναμη ν’ αντισταθεί στις εικόνες που του έρχονταν στον νου ακούγοντας την άνετη, μεσήλικη φωνή, αλλά αυτές κολλούσαν πάνω του σαν βρεγμένη κουρτίνα μπάνιου. Μετά από τόσο καιρό μάλλον προτιμούσε τις αγενείς φωνές από εκείνες που τον ρουφούσαν στη θαλπωρή των ηλιόλουστων, απογευματινών τους δωματίων, όπου οι τουρίστες προσπαθούσαν να πηδηχτούν πριν από το δείπνο και λοιπές κατ’ όνομα ψυχαγωγικές εκδηλώσεις. Μπήκε στον πειρασμό να κλείσει το τηλέφωνο και να κρυφτεί στην τουαλέτα μέχρι κάποιος άλλος να αναλάβει το ζευγάρι των γυμνιστών του οικογενειακού ξενοδοχείου.
«Και πώς μπορώ να σας βοηθήσω;»
«Η σύζυγός μου κι εγώ ενδιαφερόμαστε για το μαύρισμά μας, καταλαβαίνετε…»
«Φοβάμαι πως όχι»
«Το θέλουμε ενιαίο. Ενα ενιαίο μαύρισμα, μπρος, πίσω και ιδίως από κάτω. Και τώρα ο μάνατζερ του ξενοδοχείου μάς λέει ότι δεν μπορούμε να κυκλοφορήσουμε γυμνοί στην πισίνα γιατί υπάρχουν παιδιά. Και δεν έχει ούτε μία παραλία γυμνιστών εδώ γύρω».
Ο Τζίμι ένιωσε μια ελαφριά ναυτία να του ανεβαίνει στον λαιμό. Κράτησε με το ζόρι τα μάτια του ανοιχτά για να μπορέσει να αντισταθεί στην καταμέτωπο επίθεση της ανεπιθύμητης αυτής οικειότητας που τον είχε βρει μέσω ενός συνδυασμού αριθμών και μοίρας, του περίεργου συστήματος κωδικών και κουμπιών που συνέδεε τους ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη κι έκανε τους πάντες διαθέσιμους λόγω των καλωδίων που σέρνονταν στον βυθό του ωκεανού. Ο κόσμος έμοιαζε τόσο μικρός κι όμως στον Τζίμι αυτή η εικόνα δρούσε παρηγορητικά: η φωνή του βρισκόταν κάπου εκεί κάτω τώρα, στο αδιαπέραστο σκοτάδι της βαθυγάλανης θάλασσας, μια αιωνιότητα ελευθερίας ανάμεσα σ’ εκείνον και στην άλλη άκρη της γραμμής. Ενας κόσμος ανεξερεύνητων πλασμάτων που τον θυμήθηκε τώρα, ενώ σκεφτόταν το ραντεβού του με τον Σάιμον και το πιθανό τέλος της καριέρας του ως call boy. Σαν ξαφνική ηλιαχτίδα σε υποβρύχιο δάσος, μια πρώτη νύξη ότι αν ήθελε, θα μπορούσε να πάει να ζήσει μ’ εκείνα τα άγνωστα πλάσματα. Υπήρχε χώρος και γι’ αυτόν στο σκοτάδι του βυθού.
«Δεν ξέρω πώς να σας το περιγράψω καλύτερα, αλλά είμαστε ένα συμβατικό πρακτορείο ταξιδίων. Δεν καλύπτουμε τέτοιες ειδικές ανάγκες».
«Μου λες ότι η γυναίκα μου κι εγώ είμαστε άτομα με ειδικές ανάγκες; Δεν ζητάμε δα και καμιά μπάρα για αναπήρους!».
«Οχι, κύριε, εννοούσα απλώς ότι δεν προσφέρουμε “ιδιαίτερες” διακοπές στο πρόγραμμά μας – ούτε γυμνισμό, ούτε μαθήματα τάντρα, ούτε ταρίχευση πεταλούδων, ούτε δωμάτια διαφυγής ή κάτι αντίστοιχο».
«Δηλαδή με θεωρείς ανώμαλο;»
(σελ. 78-80, μτφ.
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη)
Source link