
Τι γίνεται όταν η τεχνητή νοημοσύνη λάβει οδηγίες να δημιουργήσει έναν μη συμβατικό αργαλειό υφαντικής;
Η απάντηση έγινε γλυπτό έργο μεγάλης κλίμακας ύψους 2,10 μ., πλάτους 1,70 μ. και βάθους 75 εκατοστών με τίτλο «Speculative Reconstruction of a Cycladic Loom/Υποθετική ανακατασκευή ενός κυκλαδικού αργαλειού γλυπτικής».
Με μαγιά έναν φανταστικό αργαλειό που τις προδιαγραφές του τροφοδότησαν σε ΑΙ πρόγραμμα οι εικαστικοί δημιουργοί Θεόκλητος Τριανταφυλλίδης και Πολίνα Μήλιου.
Η κατασκευή του υλοποιήθηκε για να είναι λειτουργικός, δηλαδή να υφαίνει ώστε να αξιοποιηθεί από τα χέρια της τεχνουργού υφαντικής Κατερίνας Νάκου.
«Το γλυπτό εκφράζει μια φανταστική αρχαιολογία, όπου χρησιμοποιούνται φυσικά υλικά και παραδοσιακές τεχνικές, παράλληλα με μια σύγχρονη ελευθερία έκφρασης στη μορφή» εξηγεί η Πολίνα Μήλιου.
Αρχικά προέκυψε από τον διάλογο του Θεόκλητου Τριανταφυλλίδη με μια μηχανή τεχνητής νοημοσύνης για την παραγωγή εικόνας που θα παρέπεμπε στην πρωτοκυκλαδική τέχνη και τη σύνδεσή της με την υφαντική παράδοση. Η μηχανή ΑΙ δημιούργησε έναν αργαλειό, όχι ακριβώς αρχαίο αλλά ούτε και σύγχρονο.
Η δισδιάστατη απεικόνισή του έδωσε μια πρώτη φιγούρα με ξύλινη δομή, που είχε διαφορετικές αποχρώσεις και υφές, «σαν μια σύνθεση από διαφορετικά είδη ξύλου, κορμούς και χοντρά κλαδιά από τα οποία κάποια είχαν οπές» λέει η καλλιτέχνις.
«Ακολούθησα λοιπόν την παραδοσιακή τεχνική της ξυλογλυπτικής και η δημιουργία του αργαλειού έγινε στο χέρι.
Σε αντίθεση με την ευκολία που θα έδιναν τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία, επέλεξα κορμούς και διαφορετικά ξύλα για να αποδώσουμε τις διαφορετικές αποχρώσεις του ΑΙ μοντέλου και σκάλιζα τα μοτίβα ώστε να γεμίσω μετά τις οπές με πολτό από ροκανίδια, χαρτί και κόλλα, να τις τρίψω για να λειανθούν.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα ξύλινο πάτσγουορκ, καθώς στόχος ήταν ο αργαλειός να φαίνεται ασαφώς αρχαίος, σαν να βρέθηκε αορίστως κάπου».
Ο κάθετος αργαλειός και η υφαντή σύνθεση με αναφορές σε αρχαία αγγεία, κυκλαδικά ειδώλια και παραδοσιακά στοιχεία στήθηκε προσωρινά στην είσοδο του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης σηματοδοτώντας μια ειδική συνεργασία ανάμεσα στο μουσείο και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), η συλλογή οικοτεχνίας του οποίου (κιλίμια, κεντήματα, ταπισερί, κεντητά χαλιά) προβάλλεται στο πωλητήριο του μουσείου.
Τα χειροτεχνήματα μάλιστα δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Οικοτεχνία» (1950-2010).
Τα σχέδια των ταπισερί που τώρα διατίθενται στο Cycladic shop σε επιμέλεια της Τίνας Δασκαλαντωνάκη παραπέμπουν σε μοτίβα εμπνευσμένα από τη φύση, από αρχαίες τοιχογραφίες (όπως τα δελφίνια της Κνωσού και «ο Τρίτων» της Ρόδου), παραδοσιακά λαϊκά μοτίβα (όπως οι σκηνές από ηπειρώτικο γάμο και πανηγύρι), λεπτομέρειες μουσειακών έργων, θέματα από τη βυζαντινή τέχνη με λεπτομέρειες από μωσαϊκά, ευαγγέλια και χρυσόβουλα.
Καθώς και διασκευές νεότερων έργων, τα οποία επιμελούνταν εξειδικευμένο γραφείο καλλιτεχνίας, με επικεφαλής τον εικαστικό Γιάννη Φαϊτάκη.
Ο ζωγράφος, μαθητής των Γιάννη Μόραλη και Γιάννη Τσαρούχη, εισήγαγε στην Ελλάδα την τεχνική των γαλλικών ταπισερί. Το υφαντό της ταπισερί κατασκευαζόταν από την ανάποδη, σε οριζόντιο αργαλειό, όπου το υφάδι κατεβαίνει με ένα έλασμα και το υφαντό πυκνώνει με τη βοήθεια ενός ξύλινου χτενιού.
Η καλή όψη ήταν από την κάτω πλευρά και ο τεχνίτης την παρακολουθούσε με έναν μικρό καθρέπτη.
«Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούνταν το μαλλί, το λινάρι και το μετάξι για υφάδι.
Η δεξιοτεχνία του τεχνίτη εξαρτιόταν βασικά από την ικανότητά του να ερμηνεύει τη ζωγραφιά που ύφαινε στη γλώσσα της υφαντικής. Για την ολοκλήρωση μίας ταπισερί απαιτούνταν από 8 μήνες έως ένα έτος» σημειώνει η Τίνα Δασκαλαντωνάκη.
Ο Φαϊτάκης απευθύνθηκε και σε σύγχρονούς του έλληνες καλλιτέχνες να εμπλουτίσουν με σχέδιάα τους το υφαντουργικό εγχείρημα.
Στις ταπισερί που κατασκευάστηκαν υπό την αιγίδα του καταργημένου πλέον ΕΟΠ και σήμερα ανήκουν στη συλλογή του ΕΚΚΑ αποτυπώθηκαν τα έργα των Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Γιάννη Μόραλη, Γιάννη Τσαρούχη, Σπύρου Βασιλείου, Γιάννη Σπυρόπουλου, Νίκου Νικολάου.