Ο Παναγιώτης Αριστόφρων ανέλαβε τη διεύθυνση της ανασκαφής το 1934 με την επίβλεψη τεσσάρων ακαδημαϊκών (Οικονόμου, Κουρουνιώτη, Κεραμοπούλλου και Ορλάνδου). Η ανάληψη, όμως, της διεύθυνσης μιας αρχαιολογικής ανασκαφής από έναν μη αρχαιολόγο αντίκειται σε κάθε επιστημονική δεοντολογία. Η αγάπη που έτρεφε προς την αρχαιολογία δεν ισοφάριζε την έλλειψη αρχαιολογικής επιστημονικής κατάρτισης. Η μεγάλη προς εξερεύνηση περιοχή, ευρισκόμενη εκτός σχεδίου πόλεως, εκτός από τους δημοτικούς δρόμους και τους λιγοστούς δημόσιους ανοικτούς χώρους, ανήκε σε ιδιώτες, ως επί το πλείστον, περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων. Τα περισσότερα οικήματα ήταν μικρά, χαμηλά, ανάμεσά τους και πλινθόκτιστα, ταπεινής κατασκευής. Ο Αριστόφρων άρχισε να αγοράζει οικίες που ήταν διαθέσιμες προς πώληση στα πέριξ της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα. Η επιμονή του να αναζητεί προς αγορά οικίες στα μέρη αυτά φυσικό ήταν να προκαλέσει αύξηση της αγοραστικής τους αξίας. Ηταν αποφασισμένος να κάνει πραγματικότητα το όνειρο της ζωής του, που δεν ήταν άλλο από το να αποκαλύψει και να «δωρίσει» στον πολιτισμένο κόσμο την Ακαδημία του θείου Πλάτωνος. Απτόητος αγόραζε οικήματα, κήπους και οικόπεδα προσφέροντας ακόμη και τιμές μεγαλύτερες από τις πραγματικές. Ωστόσο το εμφανές πάθος του άνοιξε τις ορέξεις επιτηδείων που βρήκαν ευκαιρία να γίνουν πλούσιοι από τη μια μέρα στην άλλη. Οι τιμές ανέβαιναν και υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες όταν ο Αριστόφρων αγόραζε μια οικία, ο πωλητής της έσπευδε να κτίσει άλλη σε οικόπεδο πλησίον ανασκαφικών σκαμμάτων, με σκοπό βέβαια τη μεταπώλησή της σε πολλαπλάσια τιμή.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ
Source link