
Ακόμα μία εβδομάδα εντατικών διπλωματικών επαφών πέριξ της Ουκρανίας ξεκινά.
Ο ειδικός απεσταλμένος του Ντόναλντ Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, δήλωσε χθες πως αναμένει εντός των ημερών μία «καλή και θετική» τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στον αμερικανό πρόεδρο και τον ρώσο ομόλογό του.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι παράλληλα, οι διαπραγματευτικές ομάδες των ΗΠΑ θα συναντηθούν και με τους Ρώσους και με τους Ουκρανούς.
Αφήνοντας στην άκρη τις ΗΠΑ, την Πέμπτη αναμένεται να συνεδριάσουν στη Βρετανία οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων της αποκαλούμενης «συμμαχίας των προθύμων» που είναι έτοιμοι να βοηθήσουν στη διατήρηση της ειρήνης στην Ουκρανία σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός με τη Ρωσία: κατά την τηλεδιάσκεψη κορυφής που διοργάνωσε το Σάββατο ο βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, με τη συμμετοχή ακόμα 29 ηγετών, ανάμεσά τους και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι συμμετέχοντες συμφώνησαν να ασκήσουν συλλογική πίεση στη Μόσχα ώστε να αποδεχθεί την αμερικανική πρόταση για 30ήμερη κατάπαυση του πυρός, και δήλωσαν έτοιμοι να αναπτυχθούν, ως «συμμαχία των προθύμων», σε περίπτωση ειρηνευτικής συμφωνίας, ώστε να βοηθήσουν την ασφάλεια της Ουκρανίας «στην ξηρά, τη θάλασσα και τους αιθέρες».
Η μορφή που θα είχε μια ενδεχόμενη ειρηνευτική δύναμη παραμένει ασαφής. Αναλυτές διακρίνουν πάντως ήδη πέντε πιθανά σενάρια.
Η ελάχιστη επιλογή, γράφει ο Λουίτζι Ιπόλιτο στην ιταλική «Corriere della Sera», είναι η Βρετανία, η Γαλλία και άλλες χώρες να συνεχίσουν την εκπαίδευση των στρατευμάτων του Κιέβου στην Ουκρανία: θα επρόκειτο κατά συνέπεια για μια αποστολή εκπαιδευτών, που θα αναπτυσσόταν σε ασφαλείς περιοχές της χώρας, για παράδειγμα στις κεντροδυτικές περιοχές, και δεν θα παρουσιαζόταν ρητά ως αποστολή του ΝΑΤΟ. Ο φόβος του Κιέβου σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, θα ήταν ότι οι στρατιώτες αυτοί θα μπορούσαν να αποχωρήσουν γρήγορα σε περίπτωση περιπλοκών.
Μια ενδιάμεση επιλογή θα ήταν να ενσωματωθεί στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις ένα πολυεθνικό απόσπασμα δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών, οι οποίοι θα επιχειρούσαν κοντά στα σύνορα προκειμένου να βοηθήσουν το Κίεβο να θέσει σε εφαρμογή ένα αμυντικό σχέδιο, όπως κάνουν ήδη βρετανικά στρατεύματα στην Εσθονία, για παράδειγμα. Η παρουσία αυτής της αποστολής θα λειτουργούσε επίσης ως «στρατηγικό έναυσμα» για μεγαλύτερη εμπλοκή σε περίπτωση επανάληψης της ρωσικής επίθεσης.
Οσο για τη μέγιστη επιλογή, αυτή θα ήταν η ανάπτυξη διεθνούς δύναμης 30.000 στρατιωτών για την προστασία πόλεων, λιμανιών και κρίσιμων υποδομών στην Ουκρανία – αλλά όχι απευθείας στην πρώτη γραμμή του μετώπου – προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι κλιμάκωσης. Δορυφόροι, drones και αναγνωριστικά αεροπλάνα θα χρησιμοποιούνταν για την παρακολούθηση πιθανών παραβιάσεων της εκεχειρίας από τους Ρώσους. Ομως η ανάπτυξη μιας τέτοιας ειρηνευτικής δύναμης θα απαιτούσε πιθανότατα ένα ψήφισμα του ΟΗΕ, και η Ρωσία διατηρεί εκεί το δικαίωμα βέτο.
Μια πιο ευέλικτη αλλά δυνητικά πιο επικίνδυνη εκδοχή αυτού του σεναρίου είναι η ανάπτυξη μιας δύναμης μάχης κατά το πρότυπο μιας αεροπορικής δύναμης κρούσης, ικανής να κινείται γρήγορα απαντώντας στις ρωσικές παραβιάσεις.
Μια τελευταία, αν και πιο μακρινή, πιθανότητα είναι η δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης κατά μήκος της σημερινής γραμμής του μετώπου, όπως εκείνη που υπάρχει στην Κορέα – ή, προσθέτει ο Ιπόλιτο, εκείνη που χωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία από τα Κατεχόμενα, «μια “προσωρινή” ρύθμιση που κρατάει 50 χρόνια».
Πάνω από όλα αυτά τα σενάρια, ωστόσο, αιωρείται το άγνωστο των αμερικανικών εγγυήσεων, χωρίς τις οποίες ελάχιστα πράγματα θα ήταν εφικτά: μια ευρωπαϊκή δύναμη στο πεδίο θα είχε ισχύ, αλλά όχι την επιχειρησιακή ικανότητα που μόνο η πυραυλική άμυνα ή οι αμερικανικοί κατασκοπευτικοί δορυφόρων θα μπορούσαν να εγγυηθούν. Η «συμμαχία των προθύμων», ωστόσο, περιλαμβάνει προς το παρόν μόνο ηγέτες ευρωπαϊκών χωρών, όπως βέβαια και της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, καθώς και της Τουρκίας, του Καναδά, της Αυστραλίας. Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Τραμπ, ο Μάικ Γουόλτς, διαβεβαίωσε χθες πως είναι «γελοίο» να πιστεύει κανείς ότι ο Ντόναλντ Τραμπ χειραγωγείται από τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, πάντως, δήλωσε πεπεισμένος πως η Μόσχα καθυστερεί τις συζητήσεις για την επίτευξη εκεχειρίας 30 ημερών, με στόχο να ενισχύσει προηγουμένως τη θέση της στα πεδία των μαχών.