
Εντυπωσιακά υψηλά αναμένεται να είναι και φέτος τα γραπτά με βαθμολογίες κάτω από τη βάση στα Μαθηματικά για τους προερχόμενους από τις οικονομικές κατευθύνσεις υποψηφίους των πανελλαδικών εξετάσεων που ολοκληρώθηκαν στα βασικά μαθήματα την Παρασκευή. Παρότι λοιπόν στο σύνολο των μαθημάτων οι επιδόσεις των εξετασθέντων για την εισαγωγή στα ΑΕΙ φέτος φαίνεται ότι θα είναι καλύτερες από τις αντίστοιχες περυσινές, ο προβληματισμός για την επιλογή των θεμάτων ετησίως σε συγκεκριμένα μαθήματα παραμένει: γιατί τόσα γραπτά κάτω από τη βάση;
Οι αναλυτές του χώρου της εκπαίδευσης θυμίζουν ότι πέρυσι κάτω από τη βάση έγραψε το 60% των υποψηφίων σε Ιστορία, Φυσική και Μαθηματικά, με τους υποψηφίους της Ομάδας Προσανατολισμού Σπουδών Οικονομίας και Πληροφορικής (και παραδοσιακά πιο «αδύναμους» στα Μαθηματικά σε σύγκριση με τους υποψηφίους των θετικών επιστημών) να ξεπερνούν το 72% σε γραπτά κάτω από το βαθμολογικό όριο του δέκα.
Παθογένεια
Φέτος η χρονιά κλείνει με βαθμολογικές προβλέψεις για μικρή άνοδο των βάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ στο 4ο επιστημονικό πεδίο της Οικονομίας και Πληροφορικής και κινήσεις αντίστοιχες με τα περυσινά δεδομένα στα άλλα τρία επιστημονικά πεδία. Ανεξάρτητα από το αν οι εκτιμήσεις αυτές θα επιβεβαιωθούν με την έκδοση των βαθμολογιών σε λίγες μέρες, το βασικό στοιχείο που φανερώνει τη διαχρονική παθογένεια του εκπαιδευτικού συστήματός μας και της αξιολόγησης στις πανελλαδικές εξετάσεις παραμένει.
Γίνεται σωστά η διαβάθμιση των θεμάτων στη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων; Φταίει η μέθοδος διδασκαλίας στα σχολεία; Και πού οφείλονται τελικά τα εντυπωσιακά ποσοστά των διαγωνιζομένων στις Πανελλαδικές που γράφουν κάτω από τη βάση σε βασικά μαθήματα κάθε χρόνο;
Τα ποσοστά αποτυχίας των υποψηφίων στα Μαθηματικά προβληματίζουν έντονα – ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε. Το πιο δυσοίωνο είναι πως στο συγκεκριμένο μάθημα το μοτίβο αυτό είναι σταθερό – τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Ξεκινώντας από το 72,76% των προερχόμενων από το οικονομικό πεδίο του 2021, φθάνοντας στο 73,56% το 2022, σημειώνοντας μια πτώση το 2023 (70,04%) και εκτινασσόμενο ξανά στο 72,94% το 2024.
Στα Μαθηματικά
Ακόμα και στο πεδίο των θετικών σπουδών, μπορεί το ποσοστό των «αποτυχιών» στα μαθηματικά να μην είναι τόσο εντυπωσιακό (κυμαίνεται γύρω στο 30%), στην πραγματικότητα όμως για το πεδίο των πιο «δυνατών» εξεταζόμενων στο μάθημα είναι. «Τα μεγάλα ποσοστά αποτυχίας των υποψηφίων στα Μαθηματικά, και κυρίως στον οικονομικό κλάδο», λέει στο «Βήμα» ο γενικός γραμματέας της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας Γιάννης Τυρλής, «δείχνουν αποτυχία και του εκπαιδευτικού συστήματος και των θεματοδοτών και όλης της διαδικασίας. Είναι αποτυχία του εκπαιδευτικού και της κοινωνίας».
Οπως εκτιμά μάλιστα, φέτος τα θέματα είναι δυσκολότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα περυσινά, με πιθανό αποτέλεσμα να έχουμε χαμηλότερες βαθμολογίες ειδικά για τους υποψηφίους του Προσανατολισμού Σπουδών Οικονομίας και Πληροφορικής.
«Αυτό που με στενοχωρεί», επισημαίνει ο κ. Τυρλής, «είναι ότι υπήρχε δυσκολία στην πρόσβαση στον βαθμό 10 των μαθητών και μαθητριών που προσπάθησαν και δεν ήταν αδιάφοροι, αλλά προσπάθησαν» λέει αναφερόμενος στη δυσκολία του δεύτερου θέματος. «Πρέπει εκείνοι που βάζουν τα θέματα να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι πρέπει να εκλείψει το φαινόμενο να βλέπουμε κάθε χρόνο τόσο μεγάλα ποσοστά υποψηφίων κάτω από τη βάση».
«Κατάρρευση»
Η απόσταση ανάμεσα στη Φυσική που διδάσκεται στα σχολεία και αυτή που εξετάζεται στις Πανελλαδικές έχει ως αποτέλεσμα να μην προλαβαίνουν τα παιδιά να ολοκληρώσουν τα γραπτά τους. Αυτό λένε εκπαιδευτικοί που διδάσκουν το μάθημα και την πεποίθησή τους αποδεικνύουν τα αποτελέσματα των 5 προηγούμενων ετών. Ξεκίνησαν από σχεδόν 50% το 2021 (συγκεκριμένα 47,43%), για να φθάσουν 52,45% το 2023 και να εκτιναχθούν στο 63,1% πέρυσι.
«Για κατάρρευση της βαθμολογίας» τα τελευταία πέντε χρόνια μίλησε στο «Βήμα» ο αντιπρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Φυσικών Παναγιώτης Φιλντίσης. Ενας από τους λόγους, είναι, όπως εξηγεί ο ίδιος, η «μαθητικοποίηση» της Φυσικής. Και διευκρινίζει: «Τα παιδιά, ενώ έχουν εκπαιδευτεί στο σχολείο σε έννοιες Φυσικής, στο δεύτερο και στο τρίτο θέμα των Πανελλαδικών τούς ζητούν να λύσουν εξισώσεις. Και έτσι μπλοκάρουν στον χρόνο».
Παράλληλα, χαρακτηρίζει το φετινό τέταρτο θέμα «υπερπαραγωγή», προσθέτοντας ότι «ουσιαστικά επρόκειτο για 3 ασκήσεις ενωμένες σε μία». Το πρόβλημα στη διδασκαλία της Φυσικής στα σχολεία είναι κάτι που έχει επισημάνει πολλές φορές η Ενωση Ελλήνων Φυσικών – φέτος μάλιστα στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Φυσικής Γυμνασίου που διοργάνωσαν, με θέματα που στόχευαν στην κατανόηση των εννοιών, το ποσοστό αποτυχίας (κάτω από τη βάση) έφτασε το 80%!
60% αποτυχία πέρυσι
Στην Ιστορία σημειώνονται οι μεγαλύτερες αποτυχίες στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών, με ποσοστά γύρω στο 50% κάτω από τη βάση. Πέρυσι, μάλιστα, οι εξεταζόμενοι που έγραψαν κάτω από 10 έφθασαν σε ποσοστό-ρεκόρ – γύρω στο 60%!
Η ευθύνη κατά πολλούς βρίσκεται στον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος και την κραταιά μέθοδο της αποστήθισης. Οπως επισημαίνει η Βασιλική Σακκά, πρόεδρος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα, η Ιστορία και ειδικά η Ιστορία κατεύθυνσης διδάσκεται με τέτοιο τρόπο ώστε τα παιδιά «να μπορούν μεν να απαντούν σε συνδυαστικές ερωτήσεις, οι οποίες όμως δεν τους προσθέτουν κάτι περισσότερο στην κριτική σκέψη και στην κριτική διερεύνηση. Ασκούνται περισσότερο σε μια ικανότητα του να συνδυάζουν αυτό το κομμάτι της σελίδας του σχολικού βιβλίου με εκείνο το κομμάτι της σελίδας. Δεν προχωρούν σε βάθος».
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στις εξετάσεις όσα παιδιά μηχανιστικά αναπαράγουν τις συνταγές φροντιστηριακού τύπου να αποτυγχάνουν. Οπως λέει, ένας μαθητής ή μαθήτρια που δεν εντάσσεται στο παραπάνω πρότυπο, αρνείται την αποστήθιση και τελικά έχει μια ευρύτερη και κριτική αντίληψη της Ιστορίας, είναι πιθανότατο τελικά να αξιολογηθεί αρνητικά.
Οι προβλέψεις για τη φετινή διαδικασία
«Γενικά οι επιδόσεις των υποψηφίων φέτος θα είναι καλύτερες σε σχέση με πέρυσι» λέει στο «Βήμα» ο εκπαιδευτικός αναλυτής Γιώργος Χατζητέγας. «Αυτό διαφαίνεται από τον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων, τα οποία ήταν ευκολότερα από εκείνα των προηγούμενων ετών – και ιδιαίτερα στο μάθημα της Οικονομίας. Ωστόσο μένει να δούμε και πόσοι είναι οι επιπλέον διαγωνισθέντες φέτος στο τέταρτο επιστημονικό πεδίο. Και αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία μετατόπιση υποψηφίων προς αυτό».
Αναφερόμενος στο δεύτερο επιστημονικό πεδίο (θετικών σπουδών) και το τρίτο (ιατρικών σπουδών), στα οποία οι μέσες επιδόσεις των υποψηφίων είναι πάντα οι υψηλότερες των Πανελλαδικών, ο κ. Χατζητέγας επισημαίνει: «Εδώ υπάρχει το εξής φαινόμενο να προκύπτουν πάντα οι υψηλότερες ΕΒΕ (Ελάχιστες Βάσεις Εισαγωγής) της κάθε περιόδου. Αυτό μεταφράζεται σε μία οριακή αδικία γιατί πολλοί υποψήφιοι οι οποίοι έχουν διαβάσει και έχουν μοχθήσει θα μείνουν τελικά εκτός ΑΕΙ. Και το εντυπωσιακό είναι ότι, λόγω αυτού του φαινομένου, σε σχολές του δεύτερου κυρίως πεδίου έχουμε κενές θέσεις ήδη από πέρυσι, ακόμα και στα κεντρικά πανεπιστήμια».