Κάπου στην Πειραιώς το άψυχο σώμα του Γιαννη κάθε Παρασκευοσαββατοκύριακο φροντίζεται, πλένεται, ψάλλεται και μοιρολογείται. Η Ευαγγέλια Γατσωτή με την πένα της και ο Παναγιώτης Λιαρόπουλος με τη σκηνοθετική του ματιά δίνουν το τέλος που θα έπρεπε στον 16χρονο Γιάννη που κρεμάστηκε κάπου τη δεκαετία του ’60 υπό το βάρος της διαφορετικότητας του και της κατακραυγής της κοινωνίας και της ίδια τους της οικογένειας. Η παράσταση «ο Γιάννης το Βούδι», που παίζεται στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, είναι μια μεταφορά μιας αληθινής ξεχασμένης ιστορίας που όλοι προσπάθησαν να σβήσουν, της ιστορίας ενός 16χρονου παιδιού που διάλεξε να αφαιρέσει τη ζωή του ωθούμενος από την ίδια την κοινωνία και την οικογένεια του, που ποτέ δεν μπόρεσαν να συμπεριλάβουν το διαφορετικά και με βία το απώθησαν και το χαρακτήρισαν μίασμα.
Ο Γιάννης δεν μοιρολογήθηκε ποτέ, και έτσι σε αυτή την παράσταση – μια ωδή για την διαφορετικότητα- του δίνεται το τέλος που δεν είχε και το τέλος που του άξιζε. «Οι κοινωνίες, για μένα, είναι μαθημένες να πετάνε όλη την τοξικότητα τους σε ανθρώπους σαν τον Γιάννη για να νιώσουν καλά, ότι είναι υγιείς και λειτουργικές. Αναγνωρίζοντας όμως ασυνείδητα αυτήν την τοξικότητα, δημιουργούν στο πρόσωπο του κάθε Γιάννη ένα τέρας που το φοβούνται και συνάμα θέλουν να το κατασπαράξουν, να το καταστρέψουν» θα πει στο ethnos.gr o σκηνοθέτης της παράστασης Παναγιώτης Λιαρόπουλος.
Στην παράσταση, όπου ο χρόνος καταργείται γιατί δεν έχει σημασία καθώς ο Γιάννης μπορεί να είναι κάλιστα ένα παιδί του τώρα, στηλιτεύεται η απάθεια και η αδιαφορία, ο ρόλος του Τύπου, τα στερεότυπα που πνίγουν ανθρώπους και το πώς οι κοινωνίες δημιουργούν τα δικά τους τέρατα στα πρόσωπα αυτών που είναι διαφορετικοί ή ιδιαίτεροι. «Στόχος μας να γίνει γνωστή η ιστορία του Γιάννη, Μας ταρακούνησε βαθιά αυτή η συνειδητή πρόθεση της μικρής αυτής κοινωνίας να θάψει στη λήθη τη ζωή και το τέλος του Γιάννη» μας λέει.
Και στην συνέχεια θα προσθέσει από την δική του εμπειρία σαν παιδί της επαρχίας «Δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει οι επαρχίες του τώρα από την επαρχία που ζούσε τότε ο Γιάννης. Έχει φτάσει το ρεύμα, το ίντερνετ αλλά γίνονται ακόμα τα ίδια ακριβώς. Είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις από αυτό που θεωρείς και έχεις βαφτίσει για σένα κανονικό και ασφαλές»
Ποιος είναι ο Γιάννης το Βούδι;
Ο Γιάννης, το Βούδι, ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο που γεννήθηκε τη δεκαετία του ΄60 και μεγάλωσε σε μια μικρή επαρχία. Στα 16 του, κρεμάστηκε από ένα δέντρο, μια μουριά και έτσι αποφάσισε να βάλει τέλος στην ζωή του. Η κοινωνία που ζούσε και η οικογένεια του, μπορούμε να πούμε πως, τον ώθησαν να το κάνει αυτό, ένα συμπέρασμα που προκύπτει και από όποιον δει την παράσταση.
Ο Γιάννης στο σήμερα είναι πολλά διαφορετικά άτομα, διαφορετικής ηλικίας, διαφορετικού backround, διαφορετικών ιδιαιτεροτήτων, άτομα που ξεφεύγουν από αυτό που ορίζει η κοινωνία ως σωστό, πρέπον, αποδεκτό και έτσι αντί να είναι εκεί να βοηθήσει τα άτομα αυτά, στέκεται απέναντι και τα «σπρώχνει» στο να τερματίσουν την ζωή τους .
Οι κοινωνίες, για μένα, είναι μαθημένες να πετάνε όλη την τοξικότητα τους σε ανθρώπους σαν τον Γιάννη για να νιώσουν καλά, ότι είναι υγιείς και λειτουργικές. Αναγνωρίζοντας όμως ασυνείδητα αυτήν την τοξικότητα, δημιουργούν στο πρόσωπο του κάθε Γιάννη ένα τέρας που το φοβούνται και συνάμα θέλουν να το κατασπαράξουν, να το καταστρέψουν. Το βλέπουν σαν μίασμα και θεωρούν ότι τους μολύνει . Είναι η κλασσική έκφραση «αυτός έχει το θέμα όχι εγώ». Όταν αυτό το τέρας αυτός ο άνθρωπος «μίασμα» φύγει από την ζωή, τότε βρίσκει άλλο άτομο με τα ίδια ή παρόμοια χαρακτηριστικά για να συνεχίσει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα . Να ασχολείται με την ζωή των άλλων και όχι με την δική της- η κοινωνία, μιας που την χρησιμοποίησα και εδώ πολύ σαν έννοια, είναι μια λέξη πολύ γενική. Η κοινωνία είμαι εγώ, εσύ, η οικογένεια σου, ο θείος μου, η γιαγιά σου και αυτό πρέπει να αρχίσει να γίνεται συνειδητό όταν χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο.
Τι είναι αυτό που σας παρακίνησε με την Ευαγγελία Γατσωτή να μεταφέρεται την ιστορία του Γιάννη στο σανίδι;
Στόχος μας ήταν να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό η ιστορία του Γιάννη. Ήταν ένα παιδί που η κοινωνία του τον διέγραψε από τις ληξιαρχικές πράξεις του χωριού. Δεν το είδαμε ούτε το προσεγγίσαμε σαν ιδέα που πουλάει. Το αντίθετο μάλιστα. Μας ταρακούνησε βαθιά αυτή η συνειδητή πρόθεση της μικρής αυτής κοινωνίας να θάψει στη λήθη τη ζωή και το τέλος του Γιάννη. Έτσι, με μεγάλο σεβασμό. προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε το θέμα τόσο συγγραφικά όσο και σκηνοθετικά.
Η Ευαγγελία με σεβασμός και «ήθος» προσπάθησε να γράψει όλα αυτά τα γεγονότα που είχε συλλέξει για τον Γιάννη. Το ίδιο βάρος «ηθικής» είχα να αντιμετωπίσω και εγώ όταν άρχισα να κάνω σπουδή πάνω στο έργο της.
Ο δεύτερος στόχος μου ήταν να παρουσιαστεί σκηνικά ένα αντίο στον Γιάννη, με αγάπη. Τον Γιάννη όταν τον βρήκαν νεκρό δεν τον περιποιήθηκε κανείς και φυσικά ως αυτόχειρας που ήταν απαγορευόταν και να τον ψάλλουν. Τον έριξαν απλώς μέσα σε ένα λάκκο.
Οπότε, μετά από όλες αυτές τις πληροφορίες, ήθελα σκηνικά να γίνει το αντίθετο. Οι ηθοποιοί να πλύνουν και να προσέξουν το σώμα του Γιάννη, να το ψάλλουν, να το φροντίσουν. Να τιμηθεί με μια διαδικασία που δεν έγινε τότε, αλλά γίνεται τώρα κάθε φορά που παίζεται η παράσταση.
Νομίζω δεν της ήταν δύσκολο. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της πένας της Ευαγγελίας. Έτσι αντιμετωπίζει τη ζωή. Κι έτσι είναι η ζωή . Όταν γίνεται κάτι σκληρό, υπάρχει μέσα σε αυτό και το κλάμα και το γέλιο. Το κωμικό στοιχείο έρχεται για να χαλαρώσει τον θεατή είτε να τον κάνει να καταλάβει πόσο σκληρή είναι η ιστορία αυτή. Όταν διάβασα το έργο χάρηκα με αυτά τα κωμικά στοιχεία γιατί έτσι προσεγγίζω κι εγώ ένα έργο. Βρίσκω πάντα τα κωμικά του στοιχεία . Δεν διακωμωδούμε φυσικά την ιστορία το Γιάννη, αλλά τους ανθρώπους γύρω του και τις ιστορίες των ανθρώπων αυτών. Όπου υπάρχει θάνατος υπάρχει και ζωή την ίδια στιγμή.