
Υποδύομαι ένα έκπτωτο πνεύμα, ένα γέννημα του Μεφιστοφελή (Εωσφόρου, στη διασκευή). Δεν είναι ο ίδιος, αλλά μια σκοτεινή υπόσταση που τον ακολουθεί, ένα πνεύμα που συμβάλλει στο ταξίδι του Φάουστ. Οδηγείται εκεί που έχει επιλέξει να βυθιστεί: στα σκοτάδια του, στις σκιές του, με την ελπίδα να βρει το φως.
Πιστεύω ακράδαντα ότι όποιος αναζητεί το φως του, είναι καταδικασμένος να εξερευνήσει πρώτα το σκοτάδι του. Είναι ένα προαπαιτούμενο ταξίδι, μια πορεία που δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Και αυτή η διαδικασία απαιτεί θάρρος, θράσος, αλλά και τεράστια ψυχική δύναμη. Γιατί μέσα στη δίνη της αναζήτησης υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ξεχάσεις τον ίδιο σου τον προορισμό, να χαθείς στις διακλαδώσεις της εσωτερικής σου διαδρομής. Ωστόσο, κάθε βήμα σε αυτή την περιπλάνηση είναι και ένα κομμάτι γνώσης, ένας σταθμός κατανόησης, που τελικά μπορεί να σε οδηγήσει στην αλήθεια σου.
Κατ’ αρχάς, ένας άνθρωπος που ψάχνει το φως του είναι καταδικασμένος να εξερευνήσει το σκοτάδι του. Αυτή η πορεία δεν είναι απλή, δεν είναι ανώδυνη. Χρειάζεται θάρρος, αντοχή και δύναμη, γιατί σε αυτή τη «βουτιά», όπως θα την αποκαλούσα, μπορείς εύκολα να χάσεις τον προσανατολισμό σου, να μπερδευτείς μέσα στο χάος των σκέψεών σου και να ξεχάσεις τελικά τον προορισμό σου. Ομως, μέσα από αυτή τη διαδικασία, συχνά έρχονται έργα που, με έναν παράξενο τρόπο, αντικατοπτρίζουν την προσωπική σου συνδιαλλαγή με τον εαυτό σου. Ετσι, μέσα από τη μελέτη και την προσέγγιση αυτού του ρόλου συνειδητοποίησα τη δική μου – εντός κι εκτός εισαγωγικών – αναπηρία απέναντι στα τρυφερά συναισθήματα. Ηταν κάτι που υπήρχε μέσα μου, αλλά δεν είχα σταθεί να το παρατηρήσω πραγματικά. Ο ρόλος έγινε ένας καθρέφτης που με ανάγκασε να κοιτάξω πιο προσεκτικά.
Ας πούμε ότι μέχρι τα 14 μου χρόνια οι συνθήκες της ζωής μου ήταν σκληρές. Δεν ήταν μια παιδική ηλικία γεμάτη φροντίδα ή στοργή. Εκείνο που μπορώ να πω, χωρίς να επεκταθώ περισσότερο, είναι πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι φτιαγμένοι για να γίνουν γονείς, και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Η κοινωνία, όμως, θέτει την οικογένεια ως προαπαιτούμενο για την ολοκλήρωση ενός ανθρώπου, σαν να είναι ο απόλυτος στόχος της ζωής του να κάνει παιδιά. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική: κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν ούτε τη διάθεση ούτε τις απαραίτητες δεξιότητες να αναθρέψουν ένα παιδί με αγάπη. Στο σπίτι μας υπήρχε ένα αίσθημα «κοινού εχθρού». Δεν αναφέρομαι σε αόριστες εντάσεις ή σε απλές διαφωνίες. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στον πατέρα μου. Αυτή η ατμόσφαιρα, λοιπόν, δεν μου επέτρεψε να αναπτύξω εύκολα την τρυφερότητα.
Πραγματικά, δεν θυμάμαι. Δεν έχω πολλές αναμνήσεις από εκείνη την εποχή ή, μάλλον, αν τις έχω, είναι θολές, αποσπασματικές. Υποθέτω πως, σε έναν βαθμό, έχω απωθήσει αρκετές από αυτές. Από ένα σημείο και έπειτα, όμως, ένιωσα σαν να «ξύπνησα». Σαν να πέρασα ένα μακρύ διάστημα ύπνωσης και κάποια στιγμή βρέθηκα να αντικρίζω τον κόσμο διαφορετικά.
Εδώ μπαίνει στη ζωή μου το θέατρο. Αλλά, αν ακολουθήσω μια γραμμική αφήγηση, θα έλεγα ότι πρώτα μπήκε η μουσική – έστω και χωρίς επιτυχία. Θυμάμαι ότι κάποιες φίλες μού πρότειναν να παρακολουθήσω μαθήματα φωνητικής στο Ωδείο της Ξάνθης. Εκεί, η καθηγήτρια είχε μια πραγματικά μαγική φωνή. Οταν την άκουσα, κάτι μέσα μου άλλαξε. Ηταν μια σκηνή που δεν θα ξεχάσω ποτέ: καθόταν στο πιάνο, τραγουδούσε, και ο ήχος της «έσκαγε» από παντού, με πλημμύριζε. Ηταν η στιγμή που γεννήθηκε μέσα μου η ανάγκη να ανήκω κι εγώ σε αυτόν τον κόσμο. Να γίνω μέρος του. Εκεί άρχισα να νιώθω ότι κάτι υπάρχει εδώ, ότι αναπνέω. Αργότερα, μια καθηγήτρια Αγγλικών μού μίλησε για τις δραματικές σχολές, και έτσι μπήκε ο στόχος να περάσω στο Εθνικό, αφού δεν απαιτούσε δίδακτρα.
Θα σας περιγράψω μια εικόνα που την έζησα πολύ έντονα και νομίζω ότι δίνει μια πιο ουσιαστική απάντηση: ήμουν στο σπίτι μου στο Μεταξουργείο, στην οδό Αχιλλέως. Ηταν δύο το πρωί, και ξαφνικά ένιωσα την επιθυμία να βγω, να πάω να πιω ένα ποτό. Και τότε συνειδητοποίησα πως μπορούσα να το κάνω. Ηταν εφικτό. Δεν υπήρχαν εμπόδια. Και αυτό ήταν υπέροχο. Ηταν μια αποκάλυψη, μια αίσθηση ελευθερίας πρωτόγνωρη. Γιατί από τη μια είχα το αυστηρό πρόγραμμα της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, που ήταν σκληρό και απαιτητικό, αλλά από την άλλη είχα αυτή τη δυνατότητα: να ακολουθήσω την επιθυμία μου, να πράξω ελεύθερα. Αυτό είναι ελευθερία.
Δεν προτάσσω στις συναναστροφές μου την οικονομική ευχέρεια ή δυσχέρεια κάποιου. Για μένα, δεν έχει σημασία αν είμαι πλούσιος ή φτωχός, αν ο άλλος είναι εύπορος ή όχι. Δεν είναι αυτό που ορίζει την ύπαρξη ή την πορεία μας. Πιο πολύ με καθορίζουν οι άνθρωποι που συναντώ, οι σχέσεις που δημιουργώ, οι ιστορίες που μοιραζόμαστε.
Πολλές. Οι δάσκαλοί μου, οι φίλοι μου. Θυμάμαι έντονα τη συνάντηση που είχα στο δεύτερο έτος της Δραματικής Σχολής, όταν αφιερωθήκαμε στη μελέτη ενός συγγραφέα. Αυτή η διαδικασία της έρευνας, του να σκαλίζεις τη ζωή και το έργο κάποιου, δημιουργεί «συνθήκες συνάντησης». Και τότε αρχίζεις να βλέπεις πώς το περιβάλλον, οι πεποιθήσεις, οι εμπειρίες, οι απογοητεύσεις διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική του πορεία. Και μαζί με αυτό κατανοείς και τη δική σου πορεία.