
Με τον τίτλο Struggle for Freedom: Nikos Kazantzakis and Greek Orthodoxy κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Lit Verlag του Βερολίνου ογκώδης μονογραφία έκτασης 577 σελίδων διά χειρός του Basilius J. (Bert) Groen (Μπερτ Χρουν). Δύο πρόδρομες μορφές του έργου είχαν δημοσιευτεί στα γερμανικά και στα ολλανδικά. Ο Χρουν είναι γνωστός και έγκριτος μελετητής του Ν.Κ. Δίδαξε Λειτουργικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς και τώρα είναι επισκέπτης καθηγητής στο Pontificio Istituto Orientale της Ρώμης.
Η μονογραφία εντυπωσιάζει με το εύρος και το βάθος των γνώσεων του συγγραφέα. Είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει βιβλίο αναφοράς για θέματα που αφορούν τον Ν.Κ. και την Ορθοδοξία και γενικότερα τον χριστιανισμό. Ως επίκεντρο η μελέτη έχει την Ασκητική και την επίδρασή της στη σκέψη του συγγραφέα και ευρύτερα τις θεολογικές απόψεις του, απλώνεται έως την ορθόδοξη λειτουργία και αγιογραφία, ενώ συζητεί ακόμη τις αντιδράσεις στις θέσεις του και την απήχησή τους σε έλληνες και ξένους θεολόγους. Η μονογραφία περιλαμβάνει δέκα παραρτήματα και η βιβλιογραφία εκτείνεται σε 110 σελίδες. Χρήσιμες είναι οι συστηματικές βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις για επιμέρους θέματα. Απουσιάζει, όμως, ο απολύτως απαραίτητος «Πίνακας ονομάτων, θεμάτων, πραγμάτων».
Η Ορθοδοξία ως συνιστώσα της σκέψης του. Στο παρελθόν είχα κρίνει αρνητικά δημοσιεύσεις που περιέγραφαν τη σκέψη του Ν.Κ. ως «ελληνορθόδοξη», που ταύτιζαν τον «Χριστό» του Ν.Κ. με τον Χριστό της ελληνορθόδοξης παράδοσης, παρόλο που αυτό δεν ισχύει για κανένα από τα «χριστολογικά» έργα του, και που έκαναν λόγο για τη «σταυροαναστάσιμη πορεία» του συγγραφέα. Αναφερόμουν σε προκατασκευασμένες ερμηνείες που χρησιμοποιούν την ορθόδοξη θεολογία εντελώς καταχρηστικά, ως έναν προκρούστειο μηχανισμό που διαστέλλει ή περικόπτει το έργο του Ν.Κ. με στόχο τη «λήψη του ζητουμένου» – ερήμην του κειμένου και των πραγματολογικών και ερμηνευτικών συμφραζομένων του, ερήμην κυρίαρχων κοσμοθεωριών και δυτικών θρησκευτικών επιδράσεων. Εννοώ τη σύντηξη της σκέψης του Ν.Κ. με την ορθόδοξη παράδοση και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε, αν κάποιος φιλόμουσος ιερεύς λάμβανε υπόψη του τις ερμηνείες αυτού του τύπου, θα έσπευδε να προσθέσει στις ευαγγελικές και αποστολικές περικοπές που περιλαμβάνει το κυριακάτικο κήρυγμά του και περικοπές από τον Ν.Κ. Η προσέγγιση του Χρουν είναι επί της αρχής ριζικά διαφορετική, και κατά τούτο διαφωτιστική στον αναγνώστη. Παραθέτω κατά λέξη την κεντρική θέση του, όπως τη διατυπώνει στις σ. 58-59:
«Οταν υπογραμμίζω τη βαρύτητα της ορθόδοξης κληρονομιάς για τον Καζαντζάκη, δεν υπαινίσσομαι ότι η επίδρασή της υπήρξε τόσο κυρίαρχη, ώστε να υπερισχύσει έναντι όλων των άλλων διανοητικών ρευμάτων που τον επηρέασαν. Οταν τέλειωσε με όλα τα στοιχεία της πίστης και της εκκλησίας της νεότητάς του, τα αντικατέστησε εν μέρει και τα προσάρμοσε εν μέρει στις αρχές του Νίτσε, του Μπεργκσόν, του Δαρβίνου και πολλών άλλων, πράγμα που άφησε ορατά ίχνη στο έργο του. Στις αρχές αυτές έμεινε πιστός σε ολόκληρη τη ζωή του, αλλά στην πράξη προσάρμοζε ένα πλήθος από στοιχεία του πυρήνα της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς στις θέσεις των νέων δασκάλων του. […] Εν ολίγοις, όταν τονίζω τη μεγάλη σημασία της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης για μια επαρκή και ορθή κατανόηση της Ασκητικής κάθε άλλο παρά σκοπεύω να απεικονίσω τον Καζαντζάκη ως κυριολεκτικά ορθόδοξο Χριστιανό. Ομως θα επιμείνω στη θέση μου ότι η Βίβλος, οι Ελληνες Πατέρες της Εκκλησίας και η ορθόδοξη μυστική και ασκητική θεολογία, η πνευματικότητα και η λειτουργία – όπως τις συνέλαβε ο Καζαντζάκης – επηρέασαν την Ασκητική του και πολλά από τα υπόλοιπα έργα του. Βέβαια, η ορθόδοξη παράδοση δεν διαμόρφωσε το κύριο μήνυμά του, επειδή αυτό προέκυψε από την προσπάθεια του συγγραφέα να συνθέσει έναν οδηγό δράσης για έναν αναθεωρημένο κομμουνισμό και να προσδώσει πνευματικότητα στον μαρξιστικό ιστορικό υλισμό. Αλλά και έτσι, κατά τη γνώμη μου διάφορες συνιστώσες της ορθόδοξης κληρονομιάς έπαιξαν σημαντικό υποκείμενο ρόλο».
Σχολιάζοντας την παραπάνω τοποθέτηση του συγγραφέα θα έλεγα ότι στην πραγματικότητα πουθενά στην Ασκητική δεν εντοπίζεται έκτυπη η ορθόδοξη σκέψη. Ο λόγος είναι απλός: οτιδήποτε σχετικό ενσωματώθηκε στο έργο είτε είχε ήδη τροποποιηθεί διότι μεσολάβησε η συγγραφική πρόσληψη (βλ. αμέσως παραπάνω) είτε αλλοιώθηκε κατά την εισαγωγή του είτε ακυρώθηκε στην πράξη από τα ετερόκλητα συμφραζόμενα που συνθέτουν την υπόσταση της Ασκητικής. Η ορθόδοξη θεολογία, όπως κάθε θεολογία, προϋποθέτει συγκροτημένη και εσωτερικά συνεπή δομή. Η απομόνωση ενός στοιχείου και η μεταφύτευσή του σε ένα διαφορετικό σύστημα σκέψης συνεπάγεται εξ ορισμού ιδεολογική ασυνέχεια. Εφόσον δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμο, παύει να είναι λειτουργικό, όπως π.χ. η επίδραση του Μπερξόν ή του Νίτσε στην Ασκητική, και διατηρεί μόνο την ιστορική αξία του.
Η σύλληψη της θεότητας. Παρά τις αντιρρήσεις που έχω εκφράσει σε επιμέρους θέματα, όπως στην ιδεολογική σχέση της Ασκητικής με τη μυθοπλασία (βλ. «Η ιδεολογία της Ασκητικής και τα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη», στο Ιδεολογικές Διαδρομές του Νίκου Καζαντζάκη, Διόπτρα 2024, 39-79), πρέπει να εξάρω τη σαφήνεια με την οποία ο Χρουν διατυπώνει ορισμένες κομβικές διακρίσεις. Ας δούμε για παράδειγμα τι λέει για την έννοια της θεότητας στον Ν.Κ. (74):
«Η σύλληψη της θεότητας από τον Καζαντζάκη μπορεί σε μια πρώτη προσέγγιση να φανεί συγγενής με αυτήν της χριστιανικής θεολογίας, η οποία δέχεται ότι ο Θεός είναι ταυτόχρονα εντός, υπεράνω και πέρα από τον κόσμο που δημιούργησε, κάποιος που και κατοικεί στον κόσμο και τον υπερβαίνει. Διάφοροι ορθόδοξοι θεολόγοι καταφεύγουν στον όρο «πανενθεϊσμός», αν και το πλαίσιο που θέτει διαφέρει από αυτό του Καζαντζάκη. Σε δεύτερη προσέγγιση, όμως, γίνεται φανερό ότι η θεότητα του Καζαντζάκη διαφέρει ουσιαστικά από τον χριστιανικό Θεό. Δεν είναι ο προσωπικός Θεός, γεμάτος αγάπη, συμπονετικός και δίκαιος (Εξοδος 34: 6-7 Κύριος ο Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός, και δικαιοσύνην διατηρών και έλεος εις χιλιάδας). Είναι μια ανώνυμη και αχόρταγη δύναμη, πανταχού παρών, αλλά και ευάλωτος, που χρειάζεται επειγόντως βοήθεια ενώ ταυτόχρονα υψώνεται πάνω από όλους. Αλλά και έτσι, παρά την υπερφυσική υπερβατικότητά του, έστω και εντός του γήινου περιβάλλοντος, ο θεός του Καζαντζάκη αποτελεί προϊόν της ανθρώπινης φαντασίας. Ειδικά στην Οδύσ(σ)εια, ο επικός ήρωας διακηρύσσει ακατάπαυστα ότι η πίστη στον θεό δεν είναι παρά ανθρώπινη επινόηση, και οι αναγνώστες συναντούν πολλές σκηνές στις οποίες η θεότητα ξεσκεπάζεται και εξοντώνεται».
Ξεστρατίσματα και κάποιες ελλείψεις. Μια αδυναμία του βιβλίου είναι η τάση του συγγραφέα να ξεστρατίζει ενίοτε από το κυρίως θέμα του. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 5.4, που αφορά θέματα των δύο φύλων, είναι ορατή η προσπάθεια του συγγραφέα να παρουσιάσει σφαιρικά τη θέση του άνδρα και της γυναίκας στο έργο και στη ζωή του Ν.Κ., στην Κρήτη, στην κοινωνία, στην εποχή και στις επιδράσεις που δέχτηκε ο συγγραφέας. Ως προς τη θέση της γυναίκας εντοπίζει διχασμό του Ν.Κ., ειδικά ανάμεσα στα μυθιστορήματα και την τάση του στη ζωή να συναναστρέφεται ανεξάρτητες και δυναμικές γυναίκες (βλ. το παράρτημα 9). Είναι όμως δύσκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί ο συγγραφέας περιέλαβε σχόλια για το ποια θα ήταν η στάση του Ν.Κ. έναντι της κατηγοριοποίησης των φύλων στην εποχή μας, για τις σεξουαλικές τάσεις στην αρχαιότητα και στην εποχή του Δάντη, όπου αναφέρει παρεμπιπτόντως και την αντίθεση του Αποστόλου Παύλου στην ομοφυλοφιλία, και αρκετά άλλα. Αντίστροφα, αφιερώνει δυσανάλογα μικρή έκταση στη θέση του άνδρα και της γυναίκας στην Καινή Διαθήκη και στην ορθόδοξη παράδοση, ενώ η Ορθοδοξία είναι κύριο θέμα του βιβλίου. Εντύπωση προκαλεί ακόμη ότι η σχετική ανασκόπηση αναφέρεται στην Παναγία σε μόνο δύο στίχους, και μάλιστα χωρίς καμιά αναφορά στο αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, τον «Ακάθιστο Υμνο», όπου εγκωμιάζεται με τρόπο μοναδικό η θεότητα ως γυναίκα και μητέρα.
Θα ήταν επίσης χρήσιμο να σχολιάσει κανείς την παρακάτω αναφορά του Ν.Κ. στον «Ακάθιστο Υμνο»: «πώς θα υψωθεί πάλι αύριο και μεθαύριο και την άλλη νύχτα στο Αγιο Βήμα με τις βυσσινιές κουρτίνες […] ο Ακάθιστος ύμνος της παναγίας Ηδονής!» (Σπασμένες Ψυχές, 2007, 86). Στο παραπάνω χωρίο «ο Ακάθιστος ύμνος» και οι εκκλησιαστικές αναφορές που τον συνοδεύουν γίνονται μεταφορές με αισθησιακό – σεξουαλικό περιεχόμενα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι διάχυτες στο έργο του Ν.Κ., όπου δηλαδή στοιχεία της ορθόδοξης και της εκκλησιαστικής παράδοσης ακυρώνονται από τα συμφραζόμενα.
Ας δούμε ακόμη την περίπτωση όπου ο παπα-Φώτης κάνει τον καθιερωμένο αγιασμό κατά την εγκατάσταση των ταλαιπωρημένων και πεινασμένων προσφύγων στην κακοτράχαλη Σαρακήνα. Ψάλλουν όλοι μαζί το απολυτίκιο της Υψωσης του Τιμίου Σταυρού, παραλείποντας όμως τις φράσεις που έχω τοποθετήσει σε ορθογώνιες αγκύλες: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας [τοις βασιλεύσι] κατά βαρβάρων δωρούμενος [και το σον φυλάττων διά του Σταυρού Σου πολίτευμα]. Ο Χρουν διατυπώνει την εξής απορία: «Το ερώτημα για το αν ο Ν.Κ. το έκανε σκόπιμα ή αν δεν θυμόταν [he no longer knew] το κείμενο από στήθους πρέπει να παραμείνει αναπάντητο προς το παρόν» (280-181). Φαντάζομαι ότι δεν θα υπήρχε Ελληνας στην εποχή του Ν.Κ. που «να μην θυμόταν» τους εν λόγω στίχους, αφού τους είχε ακούσει από παιδί τόσες φορές στη ζωή του. Η παράλειψη είναι προφανέστατα σκόπιμη, και θα ήταν ειρωνικό οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες να παρακαλούσαν για «νίκες στους βασιλείς» στα χρόνια του Διχασμού και σε μια τουρκοκρατούμενη περιοχή. Αλλωστε, ο αφηγητής χαρακτηρίζει το απολυτίκιο «θριαμβευτικό ύμνο μιας βουλιαγμένης αυτοκρατορίας». Δεν ξέρω πώς ερμήνευσε ο Ν.Κ. τη φράση «και το σον φυλάττων διά του Σταυρού Σου πολίτευμα», αν δηλαδή την απέδωσε στην Εκκλησία ή στο χριστιανικό κράτος, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι θεώρησε αταίριαστη αυτή τη δέηση υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Αντίστοιχα, στον αγιασμό που κάνει ο ηγούμενος της μονής του Αφέντη Χριστού λίγο πριν από τον ξεσηκωμό των καπεταναίων κατά των Τούρκων ακούγεται μόνο το «νίκας κατά βαρβάρων». Απολύτως λογικό, όπως λογικό ήταν οι πρόσφυγες με τη φράση «νίκας κατά βαρβάρων» να σκέφτονταν όλους τους διώκτες τους, Ελληνες και Τούρκους.
Συμπέρασμα. Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν αναιρούν την αξία της μονογραφίας, όπως την παρουσίασα στην εισαγωγή. Λαμβάνοντας υπόψη την έκτασή της και ότι οι απόψεις για το θέμα «Καζαντζάκης και Ορθοδοξία» μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετες, ήταν μάλλον περιορισμένες. Εξάλλου, η θεολογική και η φιλολογική αποτίμηση του έργου του Ν.Κ. παρουσιάζουν συχνά αγεφύρωτες διαφορές και ειδικά, όσον αφορά τη μυθοπλασία, προσωπικά αντιμετωπίζω τη θεολογία ως ancilla Philologiae. Είναι πάντοτε κρίσιμο και χρήσιμο να έχουμε υπόψη μας αυτή τη διαφορά όταν διαβάζουμε βιβλία όπως η μελέτη του Basilius J. Groen.