«Για την οικογενειοκρατία» μού έλεγε μια παλιά καραβάνα «δεν ευθύνονται τόσο τα τζάκια όσο οι ίδιοι οι πολίτες. Ψηφίζουν αβλεπί όποιον κουβαλάει ένα ιστορικό όνομα. Ο εγγονός του σημαντικότερου ηγέτη του 20ού αιώνα κατέβηκε κάποτε στις εκλογές, στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Δεν σκάμπαζε ο άνθρωπος από πολιτική, ίσως να μην ήξερε καν τόσο καλά ελληνικά. Μίλησε στο χωριό Κολυμπάρι και αποκάλεσε τους κατοίκους του «Κωλομπαριώτες». Εξελέγη παρά ταύτα θριαμβευτικά»!
«Η αριστοκρατική μου καταγωγή ξεκινάει από εμένα» είχε πει κάποτε ο Ναπολέων Βοναπάρτης. «Και σε εμένα τελειώνει…» θα έπρεπε να συμπληρώσει για να απαλλάξει τους γόνους του από το βάρος. Το βάρος που έφερε ακόμα και ο Νίκος Μπελογιάννης, ο γιος του ήρωα της Αριστεράς και της Ελλης Παππά, ένα εξαιρετικό – και εξαιρετικά ευαίσθητο – παιδί που το αντιμετώπιζαν σε όλη του τη ζωή σαν ζωντανό σύμβολο και το δυσκόλευαν αφάνταστα να βρει τον εαυτό του, να χαράξει τον δικό του δρόμο.
Αν έχει η Αριστερά ανάγκη από «πρίγκιπες», σκεφτείτε τι συμβαίνει στις δυο μεγάλες παρατάξεις, οι οποίες εναλλάσσονται στην εξουσία από το 1910, αν όχι και νωρίτερα. Εκεί μιλάμε για κανονικά φέουδα, για μυριάδες ψηφαλάκια που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά ή δίνονται ως προίκα σε όποιον παντρεύεται τη θυγατέρα του βουλευτή. Ο αείμνηστος Ιωάννης Μπούτος στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι ένας πρόγονός του είχε στη Μεσσηνία «κόμμα». Δεν εννοεί σύμπραξη πολιτών με ιδεολογία και όραμα για τον τόπο. Αλλά ανθρωποδίκτυο, χτισμένο με εξυπηρετήσεις, υποχρεώσεις, κουμπαριές που ακολουθεί –χειροκροτώντας τον – τον τοπικό αρχηγό στις επιλογές, ενίοτε και στους ακροβατισμούς του. Το 1952, ο Γεώργιος Παπανδρέου εντάχθηκε προσωρινά στη βαθιά Δεξιά του Παπάγου. Στην Πάτρα εξακολούθησαν να πίνουν νερό στο όνομά του.
Σε ένα από τα τρία μεγαλύτερα τζάκια της χώρας τού έλαχε να γεννηθεί ο Κώστας του Αχιλλέως. Για το όνομά του δεν ετέθη καν ερώτημα – πώς θα μπορούσε να μην τιμηθεί στο πρόσωπό του ο πατριάρχης; Είχε την τύχη κατά τα άλλα να αφεθεί αρκετά ελεύθερος, να κάνει τις προσωπικές και επαγγελματικές του επιλογές. Η οικογένεια είχε ποντάρει στα πρεσβύτερα εξαδέλφια του: στον Μιχάλη Λιάπη – τον φερόμενο ως αγαπημένο ανιψιό – και στον άλλο Κώστα, που αν μη τι άλλο είχε το χάρισμα να συνεπαίρνει τα πλήθη.
Επρεπε ο μεν εξάδελφος Μιχάλης να αυτοκαταστραφεί πολιτικά, κατά τον πιο γκροτέσκο μάλιστα τρόπο. Ο δε εξάδελφος Κώστας να αποσυρθεί ουσιαστικά το 2009, προσδοκώντας την κρίση της Ιστορίας. Για να ανατεθεί στον «Αχιλλέως» η συνέχιση της οικογένειας.
«Μη χάσει η Βενετιά βελόνι!» θα καγχάσετε ίσως. Οι Σέρρες είχαν άλλη γνώμη. Με το «καλημέρα σας!» έλαβε είκοσι χιλιάδες κουκιά, εάν ψήφιζες Νέα Δημοκρατία, ήταν προφανώς αυτονόητο ότι θα τον σταυρώσεις. Οπως επιβεβλημένο μάλλον θεωρήθηκε για τον Κυριάκο Μητσοτάκη να τον κάνει, από το 2019, υπουργό. Γαλάζια κυβέρνηση χωρίς Καραμανλή; Αυθάδεια, αν όχι και ύβρις.
Στη βάρδια του συνέβησαν τα Τέμπη. Πολιτική ευθύνη είχε προφανώς – κανείς προσώρας δεν του αποδίδει άμεση εμπλοκή. Εκρινε ότι την ανέλαβε παραιτούμενος από υπουργός. Να μην κατέβει ωστόσο στις επόμενες εκλογές; Να αποσυρθεί, προσωρινά έστω; Θα εκλαμβανόταν, του επεσήμαναν, σαν ομολογία ενοχής. Και να ήθελε, δεν είχε το δικαίωμα να αμαυρώσει έτσι το όνομά του. Οι Σέρρες άλλωστε τον δικαίωσαν. Τον ξανάβγαλαν πρώτο.
Τον είδα σε μια φωτογραφία, να κάθεται κατάμονος στα «ορεινά» της Βουλής. Δεν ξέρω εάν οι συνάδελφοί του τον θεωρούν αποδιοπομπαίο τράγο ή πορφυρογέννητο, ο οποίος – ό,τι και να συμβεί – θα πέσει στα μαλακά. Ξέρω πως το να ετεροπροσδιορίζεσαι, να ζεις στη σκιά του ονόματός σου, αποτελεί σχεδόν κατάρα. «Ο άντρας κάνει τη γενιά, όχι η γενιά τον άντρα!» έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Εφόσον θέλει. Και μπορεί.
Η Μάλια άλλαξε πρόσφατα επίθετο. Μακάρι να την αντιμετωπίζουν εφεξής ως σκηνοθέτη κινηματογράφου. Και όχι ως κόρη του Ομπάμα.
Source link