
Αρχές της δεκαετίας του 1990.
Πολύ πιο εύκολα και γρήγορα από ό,τι περίμενα, φοιτητής ακόμη της Νομικής Αθηνών, έχω ραντεβού αργά το απόγευμα στο γραφείο του ήδη γνωστού ποινικολόγου Αλέξη Κούγια, αναζητώντας εργασία, έστω και αμισθί, στο γραφείο του στη Σταδίου.
Η γραμματέας του η Ερμινέ, με ενημερώνει ότι δικάζει ακόμη στην Ευελπίδων, όπου και μεταβαίνω με στόχο να τον συναντήσω και τον βλέπω για πρώτη φορά να δικηγορεί.
Η παρουσία του, ο λόγος του και η πειστικότητα των επιχειρημάτων του ήταν πραγματικά εντυπωσιακή, σε σημείο που στο συνήθως αφηρημένο, ενίοτε πολύβουο «ακροατήριο», επικρατούσε πλήρης σιγή και άπαντες πρόσεχαν τα λεγόμενα του 40άρη Αλέξη Κούγια.
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας και η αποχώρησή του από την αίθουσα του δικαστηρίου θα ήταν η ευκαιρία μου να τον συναντήσω.
Το σχέδιό μου ανετράπη διότι την ίδια ευκαιρία αναζήτησε μεγάλο μέρος του ακροατηρίου, άλλοι για να του εκφράσουν τον θαυμασμό τους για τις ικανότητές του, άλλοι για να δεχτεί να αναλάβει την υπόθεσή τους.
Κάπου γύρω τους και εγώ, κατάφερα δε να του μιλήσω αφού είχε βγει από την Ευελπίδων.
Με συστολή του συστήθηκα και του θύμισα το ραντεβού μας.
Τόσο διαχυτικό και άμεσο άνθρωπο δεν περίμενα να συναντήσω, μου πρότεινε να τον συνοδεύσω σε ένα εστιατόριο απέναντι από τα Δικαστήρια για να φάμε, γιατί όταν θα έφτανε στο γραφείο θα έπρεπε να δει τους πελάτες του που τον περίμεναν. Την επόμενη μέρα και για τα επόμενα 13 χρόνια, θα έπρεπε να ήμουν στα Δικαστήρια…
Δίπλα σε ένα ιδιοφυή ποινικολόγο, ο οποίος συμμετείχε στις μεγαλύτερες δίκες της σύγχρονων ποινικών χρονικών της χώρας, ο οποίος είχε ένα μοναδικό χάρισμα το οποίο καλλιέργησε με αφάνταστη δουλειά και κατάφερε να δημιουργήσει έναν μοναδικό τρόπο υπερασπίσεως των εντολέων του.
Το πέρασμα των χρόνων μου έδωσε την ευκαιρία να διαπιστώσω τη μοναδικότητά του στον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων, την ευστροφία του στο να αντιλαμβάνεται και να εκμεταλλεύεται προς όφελος των εντολέων τις ανατροπές μίας ποινικής δίκης, που είχε ως αφετηρία το moto: Ποτέ αδιάβαστος στο δικαστήριο.
Οσο μεγάλη και πολύπλοκη να ήταν μία δικογραφία, την είχε μελετήσει και είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την οιαδήποτε, έστω και μικρή, αντίφαση του μάρτυρα κατηγορίας, να «αλιεύσει» το έγγραφο που τον διαψεύδει, να σπείρει την αμφιβολία, να θερίσει την αίσια έκβαση.
Είναι έως αδύνατο να διαχωρίσει κανείς από τη χαρισματική προσωπικότητα του Αλέξη, την επαγγελματική του ιδιότητα, αφού η καθημερινότητά του ήταν ταυτισμένη με τη δικηγορία.
Το τηλέφωνό του δεν σταματούσε να βουίζει ούτε τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες, από πελάτες που διαρκώς τον καλούσαν.
Αγνοώ πραγματικά αν τελικά έκανε τις διακοπές που πάντα έλεγε, τις οποίες δεν θα διέκοπτε για καμία δίκη-ανάκριση-πελάτη. Συνάμα όμως, με ένα επίσης μοναδικό τρόπο, κατάφερνε σε ένα εικοσιτετράωρο να «χωρέσει» δικαστήριο έως τις 15.00, διάβασμα για τα δικαστήρια της επόμενης ημέρας, ραντεβού με πελάτες, προπόνηση με τον Αρη Πετρούπολης (για πολλά χρόνια πρόεδρος αλλά και παίκτης), συναντήσεις με φίλους, ακόμα και διασκέδαση, χωρίς ποτέ να καπνίσει ή να πιει.
Θυμάμαι την αποστροφή του όταν μεσάνυχτα είχαμε επισκεφτεί ένα αστυνομικό τμήμα για να προετοιμάσουμε έναν πελάτη για την ανάκριση της επομένης και οι αστυνομικοί μας προσέφεραν «τσάι», όπως είχαν μετονομάσει το ουίσκι για ευνόητους λόγους.
Στον νεαρό τότε εαυτό μου, ο άνθρωπος αυτός είχε μετουσιώσει σε πράξη τα όνειρα κάθε φοιτητή της Νομικής.
Εξαιρετικά επιτυχηµένος, καθηµερινή κατά κυριολεξία αναγνώρισή του από τον επαγγελματικό του χώρο (δικαστές, δικηγόροι, γραμματείς, εντολείς), εξαιρετικά δημοφιλής, κοινωνικά συνδαιτυμόνας ανθρώπων του πνεύματος, της πολιτικής, των επιχειρηματιών, των καλλιτεχνών και συνάμα απλών ανθρώπων της γειτονιάς των παιδικών του χρόνων που ποτέ δεν ξέχασε αλλά και δεν τον ξέχασαν, τιμώντας τον με το 49,7% των ψήφων τους όταν αποφάσισε, ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος, να διεκδικήσει την ψήφο τους.
Ενας νέος άνθρωπος, που ποτέ δεν έπαψε να είναι ένας νέος άνθρωπος, που ποτέ δεν σταμάτησε να αγαπά τη δικηγορία αλλά και το ποδόσφαιρο με τη ματιά του νεαρού δικηγόρου και τον ρομαντισμό του παιδιού που παίζει μπάλα στην αλάνα.
Με την τόλμη του νέου ανθρώπου, που δεν διστάζει να τολμήσει, να πολεμήσει, να συγκρουστεί και να διεκδικήσει τη νίκη, χαρακτηριστικό του μέχρι την τελευταία μέρα του.
Ο ιδανικός εργένης, του οποίου όμως οι αξίες πρεσβεύουν θεσμούς οι οποίοι δυστυχώς εκπίπτουν στην κοινωνία μας.
Η δημιουργία της οικογένειάς του ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος ενός ανθρώπου που φάνταζε ότι είχε τα πάντα σε αυτή τη ζωή.
Τα παιδιά του ήταν η μόνιμη συζήτηση, όταν πλέον, μεγαλώνοντας και εγώ, ακολούθησα το δικό μου μονοπάτι στη δικηγορία και βρισκόμασταν στα δικαστήρια ή τα γύρω καφέ αναμένοντας τη συνέχιση της δίκης.
Με το ίδιο πάντα, από τη δεκαετία του 1990, σμήνος ανθρώπων να τον περιτριγυρίζει, να του σφίξει το χέρι, να ακούσει την ανάλυσή του για τις καινούργιες, αέναες, αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες, την πολιτική, το ποδόσφαιρο, με την ίδια πάντα νεότητα στο βλέμμα του, στις αναλύσεις του, με την ίδια αμεσότητα στην επικοινωνία και με το ίδιο γέλιο που σε παρασέρνει.
Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα τον είδα να δικάζει στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας.
Πάνω από τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη φορά, 56χρονος δικηγόρος πια, ένιωσα τον ίδιο θαυμασμό που είχε προκαλέσει στον νεαρό φοιτητή της νιότης μου, η καταλυτική και μοναδική του παρουσία, ο μοναδικός τρόπος που τόσα χρόνια σε χιλιάδες υποθέσεις, διακόνησε τη δικηγορία, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του, ένας χαρισματικός άνθρωπος, ένας ιδιοφυής ποινικολόγος.
Αλέξη σε ευχαριστώ.
Ο Δημήτρης Ν. Μπόλης είναι δικηγόρος.