Η φιλελεύθερη οικονομική θεωρία λέει ότι η αύξηση δασμών και η ανόρθωση εμποδίων στο εμπόριο επιδρούν αρνητικά στη συνολική κοινωνική ευημερία και αποτελούν εφαλτήριο οικονομικών αναταραχών που αποσταθεροποιούν περαιτέρω την οικονομία. Σίγουρα, βραχυπρόθεσμα οφέλη μπορεί να υπάρξουν, ειδικά για τη χώρα που εκκινεί τη διαδικασία και ιδίως σε περίπτωση αιφνίδιας ανόρθωσης ενός τέτοιου προστατευτικού τείχους, αλλά η προσμονή ότι τα οφέλη αυτά θα έχουν μια μακροπρόθεσμη προοπτική στηρίζεται στην υπόθεση εργασίας ότι οι εμπορικοί εταίροι δεν θα αντιδράσουν υιοθετώντας αντίστοιχες πρακτικές. Από την άλλη μεριά, βέβαια, οι θιασώτες τέτοιων επιλογών (νεο)προστατευτισμού υπερθεματίζουν της επιβολής δασμών, εστιάζοντας στα δυνητικά οφέλη για τους «χαμένους» της παγκοσμιοποίησης και τις αρνητικές επιπτώσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού στη μερική ευημερία μεμονωμένων κοινωνικών ομάδων και κρατών. Απορρίπτουν την ολιστική θεώρηση της ευημερίας σε παγκόσμιο επίπεδο, κυρίως διότι τους φέρνει σε σύγκρουση με ένα μέρος από το πολιτικό τους ακροατήριο.
Αρκετά με την οικονομική ανάλυση! Για την Ευρώπη, ειδικά, ο οικονομικός φιλελευθερισμός και το ελεύθερο εμπόριο είναι κάτι πολύ περισσότερο από καμπύλες ευημερίας και εμπορικά ισοζύγια. Η οικονομική αλληλεξάρτηση αποτέλεσε έναν βασικό μηχανισμό υπερκέρασης του βαθιά ριζωμένου εθνικισμού που οδήγησε σε αλλεπάλληλες εκατόμβες και «χαμένες γενιές» τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Πρόκειται για ένα εργαλείο που έδωσε την ευκαιρία σε κράτη που ανταγωνίζονταν γεωπολιτικά και γεωοικονομικά το ένα το άλλο να συνεργαστούν προς αμοιβαίο όφελος – σίγουρα όχι ίσα κατανεμημένο, αλλά παρ’ όλα αυτά βελτιώνοντας τη συνολική κοινωνική ευημερία. Αδυνατώντας να γίνει η άμεση υπέρβαση της κρατικής κυριαρχίας με την εγκαθίδρυση μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ένωσης ομοσπονδιακού τύπου μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης στηρίχτηκε στην οικονομική αλληλεξάρτηση και το σταδιακό άνοιγμα των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αυτά τα δύο, άλλωστε, ήταν και προϋπόθεση συμμετοχής στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς του συστήματος του Bretton Woods αλλά και βασικός όρος για την ένταξη μιας χώρας στο αμερικανικό Σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης (και την αποφυγή της επέκτασης της κομμουνιστικής επιρροής, για να μην ξεχνιόμαστε).
Ετσι, λοιπόν, ξεκίνησε η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ένα ταξίδι που τα τελευταία εβδομήντα πέντε χρόνια έχει εξασφαλίσει μια πρωτοφανή περίοδο ειρήνης στο μεγαλύτερο (για να μην ξεχνάμε τα Βαλκάνια και την Ουκρανία) μέρος της Ευρώπης και έχει αποτελέσει πόλο έλξης για τόσα κράτη που εντάχθηκαν ή φιλοδοξούν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχουν «κερδισμένοι» και «χαμένοι» από τη διαδικασία της οικονομικής απελευθέρωσης, τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και στις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, ειδικά τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ωστόσο, αυτό που οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας είναι ότι η αμφισβήτηση του οικονομικού φιλελευθερισμού ως κυρίαρχου παραδείγματος σκέψης και οργάνωσης των διεθνών οικονομικών διαδράσεων και πολιτικών θέτει ένα υπαρξιακό δίλημμα στην ΕΕ.
Από τη μια μεριά, ναι, μπορεί να έχει έρθει η ώρα μεταρρύθμισης του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας και η αποπαγκοσμιοποίηση, με τη μορφή περιφερειοποίησης ή ακόμα και εθνικής περιχαράκωσης, να παρουσιάζονται ως ο επόμενος σταθμός στην αναζήτηση λύσεων και προτάσεων στις οικονομικές προκλήσεις των καιρών. Το γκρέμισμα των εμποδίων ήταν αποδοτικό και συμφέρον, όσο η Ευρώπη (και η Δύση γενικότερα) είχαν το πάνω χέρι από πλευράς παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Στη φάση αποκαθήλωσης της πρωτοκαθεδρίας αυτή, ριζικές αναθεωρήσεις όπως ίσως ο (νεο)προστατευτισμός να είναι η σανίδα σωτηρίας για τη χειμαζόμενη ευρωπαϊκή οικονομία ή τουλάχιστον για την εξασφάλιση επαρκούς χρόνου για τις αναγκαίες αλλαγές. Αλλά με τι τίμημα; Είναι γεγονός ότι η βασική θέση του Norman Angell, στο έργο του «Η μεγάλη ψευδαίσθηση», τo 1909, ότι η αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών έχει καταστήσει έναν μεγάλο πόλεμο αδιανόητο, διαψεύστηκε παταγωδώς λίγα χρόνια αργότερα. Από την άλλη μεριά, όμως, η Ευρώπη έχει στηρίξει την πιο ειρηνική φάση της ιστορίας της στην αλληλεξάρτηση αυτή. Εχουμε την πολυτέλεια να το ρισκάρουμε;
Ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αριάν Κοντέλλη στο Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
Source link