Ο νεοφιλελευθερισμός ως πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα εξαρχής συνδέθηκε με μια τοποθέτηση ενάντια στο κράτος που παρουσιάστηκε ως μια γραφειοκρατία που ταλαιπωρεί τους πολίτες και εμποδίζει την οικονομία να αναπτυχθεί. Τα κόμματα και οι κυβερνήσεις που εφάρμοσαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές υιοθέτησαν μια ρητορική «λιγότερου κράτους», ενώ βασικός σκοπός των «μεταρρυθμίσεων» που προώθησαν ήταν η καταπολέμηση της «γραφειοκρατίας». Αρκεί να θυμηθούμε πόσες φορές έχει διεκτραγωδηθεί στη δημόσια σφαίρα η απαίτηση για ένα μεγάλο αριθμό εγγράφων ή η αναμονή στα γκισέ δημόσιων υπηρεσιών για να διεκπεραιώσει ένας πολίτης μια υπόθεσή του, ιδίως όταν αυτή σχετίζεται με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Απέναντι στην ταύτιση του κράτους και του Δημοσίου με τη γραφειοκρατία, προβλήθηκε η ανάγκη υιοθέτησης πρότυπων διοίκησης από τον χώρο των επιχειρήσεων και της αγοράς. Αυτό στηριζόταν στην πεποίθηση ότι η αγορά είναι εξ ορισμού πιο ορθολογική, επομένως οι πρακτικές που σχετίζονται με τη διοίκηση επιχειρήσεων εξασφαλίζουν αποτελεσματικότητα και αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. Αυτό μεταφράστηκε στη συστηματική απόδοση τομέων ευθύνης του κράτους σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα μέσα από κύματα ιδιωτικοποιήσεων, συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και εκχώρησης λειτουργιών σε εργολάβους και την εισαγωγή προτύπων διεύθυνσης από τον χώρο των επιχειρήσεων στο πεδίο του κράτους και του Δημοσίου, μέσα από την εισαγωγή πρακτικών συνεχούς αξιολόγησης, μετρήσιμων στόχων και ευελιξίας, με αποκορύφωμα το New Public Management.
Αυτή η πολεμική απέναντι στο κράτος ερχόταν εν μέρει σε σύγκρουση με την επιμονή του Μαξ Βέμπερ στη σημασία της κρατικής γραφειοκρατίας για την προώθηση των διαδικασιών κοινωνικού εξορθολογισμού που συνόδευσαν την καπιταλιστική νεωτερικότητα. Αλλωστε, ως ένα βαθμό ήταν απέναντι στην ταύτιση γραφειοκρατίας και ορθολογικότητας, που η Σχολή της Φρανκφούρτης θα διατυπώσει τη δική της κριτική στη νεωτερική εργαλειακή ορθολογικότητα.
Δεν έχει μειωθεί
Ωστόσο, σε πείσμα αυτής της αντιγραφειοκρατικής ρητορικής του ηγεμονικού νεοφιλελευθερισμού σε πολλά πεδία η γραφειοκρατία δεν έχει μειωθεί. Από τη συμπλήρωση των «τεχνικών δελτίων» για τις δράσεις που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση και το εντυπωσιακό σύνολο των στοιχείων που απαιτούνται για μια «πιστοποίηση» μέχρι την απαίτηση αναλυτικής καταγραφής ενός πλήθους δεδομένων ώστε να διευκολύνεται η αναγκαία – στο πλαίσιο της νέας αντίληψης της διοίκησης – συνεχής αξιολόγηση των διαδικασιών, τα παραδείγματα γραφειοκρατικών πρακτικών είναι πολλά.
Αυτή η αντίφαση είναι η αφετηρία του βιβλίου της Μπεατρίς Ιμπού, «Η γραφειοκρατικοποίηση του κόσμου στη νεοφιλελεύθερη εποχή», που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πλήθος σε μετάφραση του Βασίλη Πατσαγιάννη και επιστημονική επιμέλεια και επίμετρο του Γιάννη Κτενά. Διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS), εργαζόμενη παράλληλα στο Πανεπιστήμιο Sciences Po στο Παρίσι, η Ιμπού έχει ως θεωρητικές αναφορές τον Βέμπερ και τον Φουκώ στην προσπάθειά της να αναλύσει τις μεταλλαγές των κρατικών και πολιτικών πρακτικών στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Στο βιβλίο περιγράφει αναλυτικά πώς η «διασφάλιση ποιότητας, ο υπολογισμός της απόδοσης, η ανάπτυξη της ελεγκτικής και του benchmarking» επιτείνουν τη γραφειοκρατικοποίηση διαφόρων τομέων από την κοινωνική εργασία και την ιατρική έως την επιστημονική έρευνα («ο ερευνητής – επιχειρηματίας και ο διδάσκων – μάνατζερ που προωθεί ο νεοφιλελευθερισμός είναι πρωτίστως γραφειοκράτες πανεπιστημιακοί»), με ανάλογες γραφειοκρατικές πρακτικές να αναπτύσσονται και στον ιδιωτικό οικονομικό κόσμο.
Αυτή η γραφειοκρατική λογική επεκτείνεται και στο πεδίο του πολιτικού καθώς οι πολιτικοί καλούνται να είναι πρωτίστως μάνατζερ και «problem solvers» που πρέπει να βρίσκουν τεχνικές λύσεις, την ώρα που η δημοκρατία μετασχηματίζεται στη συμβουλευτική και στην οικοδόμηση «συναίνεσης», έτσι ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται γρήγορα. Απλώνεται, επίσης, στον χώρο των ΜΚΟ και όλων των μη κρατικών φορέων που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς, την ώρα που έχει δημιουργηθεί «μια αγορά αξιολόγησης, ελεγκτικής και επαλήθευσης των λογαριασμών που έχουν συμβάλει, από εμπορική άποψη, στη διάχυση τεχνικών ελέγχου και “καλών” πρακτικών στο πλαίσιο των δημοσίων πολιτικών, όπως και σε εκείνο των μηχανισμών μάνατζμεντ».
Παραγωγή αδιαφορίας
Ολα αυτά επιτείνουν αυτό που η Ιμπού ορίζει ως η γραφειοκρατική παραγωγή αδιαφορίας που «δημιουργείται με τη σύζευξη της επιδίωξης αποτελεσματικότητας, της τεχνικότητας, του πρωτείου της εργαλειακής ορθολογικότητας και της κανονικότητας της καθημερινής εργασίας». Αυτή η αδιαφορία προκύπτει από την έμφαση στις αποπροσωποποιημένες διαδικασίες, τους δείκτες και τις νόρμες και απειλεί να «εξαλείψει την ευαισθησία απέναντι στις ιδιαίτερες περιπτώσεις και στη μεμονωμένη κατανόηση της καθεμιάς». Από την απρόσωπη φόνευση ανθρώπων μέσω drones στις σύγχρονες πολεμικές συγκρούσεις μέχρι την αντιμετώπιση διαδικασιών που κρίνουν τις ζωές ανθρώπων όπως αυτές που αφορούν τη μετανάστευση «με βάση μια ολόκληρη απογραφειοκρατικοποιημένη και απανθρωποποιημένη μηχανική με άξονα την ταυτότητα», η Ιμπού υπογραμμίζει τις επιπτώσεις από αυτή την παραγωγή της αδιαφορίας.
Η ατομική ευθύνη των φτωχών
Αυτό επηρεάζει την αντιμετώπιση της εξαθλίωσης και της ανισότητας, καθώς το ζητούμενο δεν είναι η κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών διαστάσεων, αλλά η εφαρμογή «προγραμμάτων» και «καλών» πρακτικών. Οπως σημειώνει η Ιμπού, «με την απόκρυψη των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών της φτώχειας, η αδιαφορία προκύπτει τελικά από μια οπτική που τη θεωρεί ως ένα υπολειμματικό φαινόμενο το οποίο επαφίεται στην ατομική ευθύνη των φτωχών».
Ενα πεδίο πολιτικό
Η Ιμπού επιμένει ότι τελικά η νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατικοποίηση δεν πρέπει να ιδωθεί πρωτίστως ως μια «μεγάλη οργουελιανή μηχανή». Χρειάζεται να δούμε και την αμφισημία και τον ανολοκλήρωτο, σχεσιακό και αντιφατικό χαρακτήρα της. Διαμορφώνει έτσι την εξουσία με όρους πιο σύνθετους από αυτούς μιας μηχανής υποταγής και ελέγχου. Πράγμα που σημαίνει ότι τελικά δεν ταυτίζεται με την πλήρη αποσάθρωση του πολιτικού.
Source link