«Αισθάνομαι ότι έχω τόσα πολλά πράγματα να πω που καλύτερα να μην είμαι πολύ καλλιεργημένος. Πρέπει να διατηρήσω ένα είδος βαρβαρότητας, πρέπει να παραμείνω βάρβαρος». Αυτή τη φράση του αλγερινού συγγραφέα Κατέμπ Γιασίν χρησιμοποιεί ως εισαγωγική αναφορά η αλγερινής καταγωγής και γαλλικής υπηκοότητας συγγραφέας Λουίζα Γιουσφί, στο βιβλίο της «Rester Barbare» που κυκλοφόρησε το 2022 από τις εκδόσεις La fabrique και πρόσφατα μεταφράστηκε στα αγγλικά από τις εκδόσεις Verso. Σημειώνει μάλιστα πώς ο Κατέμπ Γιασίν συνειδητοποίησε αυτή τη διάσταση της αναγκαστικής βαρβαρότητας ως αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας: «Στη φυλακή, συνειδητοποιεί ότι ποτέ δεν βγήκε από τη ζώνη, ότι όλες οι προσπάθειές του να μιλήσει τη γλώσσα του εκπολιτιστή και να κυριαρχήσει στον κόσμο του είναι ανίσχυρες μπροστά σε αυτή την αλήθεια: είμαι βάρβαρος, παραμένω βάρβαρος».
Για τη Γιουσφί η εκβαρβάρωση είναι ταυτόχρονα το αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας, ο ίδιος ο τρόπος που τελικά το αποικιακό βλέμμα αντιμετωπίζει τους ιθαγενείς, όσο σκληρά και εάν προσπαθήσουν να «ενσωματωθούν», είτε αυτό αφορούσε τις πρώην αποικίες είτε σήμερα το έδαφος της ίδιας της Γαλλίας και το πώς αντιμετωπίζονται όσες και όσοι έχουν καταγωγή από τις αποικίες, όσο όμως και ένας τρόπος να αντισταθούν στη συνέχεια της αποικιοκρατίας με άλλα μέσα.
Τυπικά, η ίδια, με την παιδεία της, είναι παράδειγμα του τρόπου που προσφέρονται σήμερα στους ανθρώπους με καταγωγή από τις αποικίες δυνατότητες «ενσωμάτωσης»: μπορούν να σπουδάσουν και να σταδιοδρομήσουν. Ομως, την ίδια στιγμή αυτό που συναντούν είναι οι πραγματικές επιβιώσεις του ρατσισμού – τι άλλο δείχνει για παράδειγμα η άνοδος της Ακρας Δεξιάς; – ενώ αισθάνονται πως για να μπορέσουν να ενσωματωθούν θα πρέπει να απεμπολήσουν την ίδια την ταυτότητά τους ως «ιθαγενών». Κάτι που εξηγεί την απήχηση που έχει σε ανθρώπους όπως η Γιουσφί το ρεύμα του αποαποικιακού μαχητικού αντιρατσισμού (αυτό που στη Γαλλία έχει συκοφαντηθεί ως «ισλαμοαριστερισμός»).
Λογοτεχνία και ραπ
Τις αναφορές της η Γιουσφί τις αναζητά αρχικά στη λογοτεχνία. Στο μυθιστόρημα του αμερικανού συγγραφέα Τσέστερ Χάιμς «The End of the Primitive», μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν μαύρο και μία λευκή, που καταλήγει στο να τη δολοφονήσει, αυτή δηλαδή την αναπαραγωγή του στερεότυπου «μαύρος σκοτώνει λευκή», η Γιουσφί θεωρεί ότι ο Χάιμς πετυχαίνει κάτι σημαντικό. Δείχνει ότι ο ήρως τελικά αναπαράγει την ίδια τη βία της αποικιοκρατίας, αναλαμβάνοντας «το μεγάλο εκπολιτιστικό έγκλημα του λευκού ανθρώπου. Μπορεί έτσι να ισχυριστεί ότι είναι πολιτισμένος. Πουλάει την ψυχή του στην αυτοκρατορία και παραδίδεται σε αυτήν όπως παραδίδεται στην αστυνομία».
Στις φιγούρες του γαλλικού ραπ όπως τον Μπούμπα, με το «σώμα του σμιλεμένο σαν πανοπλία», που στα τραγούδια του γίνεται «κακοποιός, έμπορος ναρκωτικών, ζώο», όντας ουσιαστικά η «πραγματοποίηση των ρατσιστικών φαντασιώσεων», βλέπει ένα παράδειγμα μιας «στρατηγικής εκβαρβάρωσης», επισημαίνοντας ταυτόχρονα την ιστορία του ράπερ που ξεκίνησε και αυτός ως ένα παράδειγμα απόπειρας ενσωμάτωσης. Οπως λέει η Γιουσφί, «το ραπ έχει σφυρηλατήσει έναν μεγεθυντικό φακό. Μέσα από αυτόν ανακαλύπτουμε ξανά μια αλήθεια που μια ζωή ταπείνωσης θα ήταν αρκετή για να μας κάνει να ξεχάσουμε: τα πάντα μέσα μας είναι μέρος του κόσμου».
Η Γιουσφί υπογραμμίζει τα όρια της προσπάθειας μη λευκών γυναικών όπως η ίδια να μην ταυτιστούν με τα στερεότυπα. «Προσπαθώντας τόσο σκληρά να αποφύγουμε τα κλισέ, επαναλαμβάνουμε το μαθητικό μας δράμα: γεμάτες καλές προθέσεις, παραδώσαμε ένα καλό αντίγραφο». Γι’ αυτό και εξηγεί τι είναι αυτό που κάνει γυναίκες σαν κι αυτή να ανακαλύπτουν στο ραπ μια φωνή που μιλάει υπέρ τους, ακόμη και όταν παραμένει ανδροκρατούμενο και γεμάτο σεξιστικά στερεότυπα: «Ηταν οι ράπερ που μίλησαν για μένα. Οχι για μένα, αλλά υπέρ μου. Η γλώσσα τους, η εξωφρενικότητά της, η ασέβειά της απέναντι στην καθιερωμένη γραμματική προσφέρουν στη γραφή μου, αυτή μιας ενσωματωμένης, την ευκαιρία να αναπνεύσει λίγο. Δεν είμαι πια μόνη με τα μουσεία μου, τις όμορφες φωτογραφίες μου και τα όμορφα μπιχλιμπίδια μου. Πώς μπορούν αυτοί οι βάρβαροι να μας εκφράζουν, εμάς τις γυναίκες με μεταναστευτικό υπόβαθρο; Η απάντηση βρίσκεται ακόμα στην ερώτηση. Παραμένοντας βάρβαροι, μιλούν για μένα, για εμάς».
«Οι άνθρωποι του φταιξίματος»
Γι’ αυτό σημειώνει ότι οι «οι ράπερ θυμίζουν ένα πνευματικό μονοπάτι στο μεσαιωνικό Ισλάμ, που έμεινε γνωστό ως οι μαλαματί, “οι άνθρωποι του φταιξίματος”. Στον βαθμό που το εγώ είναι η ρίζα όλων των ελαττωμάτων, οι μαλαματί επέλεγαν να είναι σκόπιμα επιλήψιμοι, ώστε το εγώ τους να μη διογκώνεται από την επιδεικτική ευσέβεια. Εξαιρετικά ευσεβείς, φρόντιζαν να μη φαίνονται έτσι: αγνοί στην καρδιά, ευτελείς στα μάτια των άλλων, στα μάτια των συμβάσεων και των νόμων. Συχνά πιστοί, οι ράπερ είναι οι μαλαματί της σύγχρονης εποχής. Βουτώντας στα βάθη της βρωμιάς, είναι η παράδοξη μαρτυρία μιας εμποδιζόμενης αγιότητας».
Ηθική και αισθητική
Ετσι καταλήγει στο τι σημαίνει γι’ αυτήν μια ηθική και αισθητική του «μένοντας βάρβαροι»: «Ως μη λευκές γυναίκες, δεν χρειάζεται να επιλέξουμε αν θα κρίνουμε ή θα δοξάσουμε. Θα μπορούσαμε αναμφίβολα να μάθουμε να λέμε τις ιστορίες μας με τη μεγαλύτερη δυνατή συμπόνια, και αυτό παρά την ενίοτε τραγική μας μοίρα. Αλλά για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με τον ρόλο που μας έχει ανατεθεί είτε της διαιτήτριας της δημοκρατίας ή της αρχιέρειας στην υπηρεσία των βιομηχανιών της ψυχαγωγίας. Θα πρέπει να βρούμε τον δικό μας δρόμο του φταιξίματος».
Μιλώντας στη «Libération» η Γιουσφί εξηγεί: «Ο βάρβαρος είναι ένας τρόπος να αφηγούμαστε την ιστορία μας, παραμένοντας αίνιγμα, ξεφεύγοντας από ένα βλέμμα που μας κάνει γη προς κατάκτηση. […] Η κοινωνία με βλέπει μέσα από αυτό το πρίσμα, την προκατάληψη: ότι είμαι μουσουλμάνα και Αραβίδα. Αυτό έχουμε καταφέρει όταν οι άνθρωποι λένε για εμάς: “είναι διαφορετικοί, είναι βάρβαροι”. Αλλά για μένα, αυτό είναι κάτι θετικό! Να παραμένουμε βάρβαροι είναι το μη αφομοιώσιμο μέσα μας».
Source link