Uncategorized

Γιόζεφ Ροτ: «Με τα μάτια του ξένου αντικρίζω τον κόσμο» – ΤΑ ΝΕΑ

yyy

Η μικρή σε πληθυσμό πόλη Μπρόντι στη Δυτική Ουκρανία σήμερα και σύνορο της Αυστροουγγαρίας με τη Ρωσία και την Πολωνία ως τις απαρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν εμπορικό κέντρο και επονομαζόταν «Ιερουσαλήμ της Αυστρίας», φέροντας έτσι τη σφραγίδα μιας ακμάζουσας οικονομικά και πολιτιστικά εβραϊκής πλειοψηφίας, που απλωνόταν στην τότε επαρχία της Γαλικίας της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Στο Μπρόντι γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1984 ο Γιόζεφ Ροτ, δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του Ναούμ κλεισμένο σε άσυλο, εκεί ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στη γερμανική γλώσσα, από εκεί έφτασε στη Βιέννη το 1913 και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει γερμανική φιλολογία. Πέντε εξάμηνα αργότερα, κατατάχθηκε εθελοντής στον αυστριακό στρατό, έφυγε για το ανατολικό μέτωπο και υπηρέτησε στο Γραφείο Τύπου.

Το 1919 άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της Βιέννης, του Βερολίνου και της Πράγας, γράφοντας επιφυλλίδες, ταξιδιωτικά άρθρα, κριτικές βιβλίων και δοκίμια. Σύντομα αναγνωρίστηκε για το δημοσιογραφικό του ταλέντο, φτάνοντας να αμείβεται με ένα μάρκο την αράδα από τη «Frankfurter Zeitung» στα τέλη του 1920 με ειδικές ανταποκρίσεις στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ενωση. Εξίσου σύντομα αναγνωρίστηκε για το συγγραφικό του ταλέντο, μετακινούμενος από τη Βιέννη στο Βερολίνο και στο Παρίσι, κουβαλώντας τα πράγματά του σε τρεις βαλίτσες, προτιμώντας να γράφει ασταμάτητα επί οκτώ και δέκα ώρες σε καφενεία όπου σύχναζαν φίλοι του. Με τέτοιο τρόπο ζωής δεν μπορούσε να συμβιβαστεί η σύζυγός του Φριντλ Ράιχλερ (παντρεύτηκαν το 1922), κόρη μιας ταπεινής εβραϊκής οικογένειας της Βιέννης. Ο αγαπημένος της Γιόζεφ προτιμούσε να μένει σε ξενοδοχείο, δεν ήθελε να έχει σπιτικό, οι απουσίες του ήταν συχνές. Σύντομα λοιπόν η Φριντλ κατέρρευσε και διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια. Πιστεύοντας ο Γιόζεφ πως εκείνος ήταν υπεύθυνος αυτής της κατάστασης, πέρασε τρία χρόνια ξοδεύοντας αλόγιστα για τη θεραπεία της και παραδόθηκε απελπισμένος στον αλκοολισμό. Αμέσως μετά την εκλογή του Χίτλερ στην καγκελαρία τον Ιανουάριο του 1933, εγκατέλειψε για πάντα τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Τα βιβλία και τα άρθρα του δημοσιεύονταν πια σε ολλανδικές εφημερίδες, είχαν περιορισμένο κοινό και πολύ περιορισμένα οικονομικά οφέλη. Πέθανε αλκοολικός σε ένα νοσοκομείο φτωχών στο Παρίσι το 1939, δεμένος στο κρεβάτι του, φωνάζοντας «πρέπει να φύγω από εδώ μέσα!», λίγο πριν από την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αφήνοντας πίσω του δεκαπέντε μυθιστορήματα και δεκαεπτά νουβέλες (τρεις από τις οποίες ολοκληρώθηκαν σε εννιά μήνες) σε μία εικοσαετή δημιουργική έκρηξη. Οι εκδόσεις Αγρα οικοδομούν σταθερά μια «βιβλιοθήκη Ροτ»: δεκαεπτά τίτλοι κυκλοφορούν, ανάμεσά τους το αριστούργημα Εμβατήριο του Ραντέτσκι (έκδοση 2013).

Κοινό στοιχείο αυτού του έργου είναι το τραύμα της απουσίας και κατ’ επέκταση της απώλειας. Απουσία του πατέρα που δεν επέστρεψε ποτέ από το άσυλο, απώλεια των παραδόσεων και των προοπτικών της κοινωνίας και της γης όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια, απουσία της Αυστροουγγαρίας με παράλληλη απώλεια της αμοιβαίας ανεκτικότητας και αλληλεξάρτησης μοναρχίας και υπηκόων, κατάρρευση και κατακερματισμός της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων και δημιουργία νέων συνόρων και νέων αποκλεισμών, ανάδυση και κυριαρχία ιδεολογιών και θεσμών καλλιέργειας της βαρβαρότητας και της καταστροφής. Διόλου παράξενο για τον Ροτ ότι τα μελλούμενα ήταν ήδη παρόντα στην περίοδο του Μεσοπολέμου σε μια Ευρώπη κομματιασμένη και εξαντλημένη, έτοιμη να επιλέξει μεταξύ «αμερικανοποίησης» και «μπολσεβικοποίησης». Πολιτικός συγγραφέας ο Ροτ; Οχι βέβαια. Συγγραφέας της υπαρξιακής ανατριχίλας ως την αποδοχή της προσωπικής ματαιότητας και αχρηστίας, πολύ περισσότερο όταν η Ιστορία παραλογίζεται.

Η Φυγή δίχως τέλος το επιβεβαιώνει. Ο Φραντς Τούντα, αξιωματικός του αυστριακού στρατού, πιάνεται αιχμάλωτος στο ανατολικό μέτωπο από τους Ρώσους το 1916. Είχε αφήσει πίσω του την αρραβωνιαστικιά του Ιρένε, κόρη βιομηχάνου παραγωγής μολυβιών. Ηταν δηλαδή ένας άνθρωπος της εποχής του ως το τέλος της, βραδυκίνητης και προδιαγεγραμμένης. Πετυχαίνοντας να αποδράσει, ζει στην τάιγκα της Σιβηρίας, στους χώρους και στις επιλογές ενός κυνηγού, ερωτεύεται μια φλογερή επαναστάτρια, λαβαίνει μέρος με τον πιο αιματηρό τρόπο στην επανάσταση των μπολσεβίκων, την οποία και υπηρετεί μέχρις απογοήτευσης, φτάνει στον Καύκασο και παντρεύεται μια αφελή αλλά αφοσιωμένη αγρότισσα, που εγκαταλείπει για να επιστρέψει στη Βιέννη, έχοντας περάσει στο μεταξύ από το Μπακού, όπου γνωρίζει και απολαμβάνει για μία νύχτα μια περίεργη Γαλλίδα (κατάσκοπο ίσως), για να καταλήξει στον αδελφό του Γκέοργκ, διευθυντή ορχήστρας, στο πλούσιο σπίτι του οποίου φιλοξενείται για μεγάλο διάστημα, άεργος και ανήσυχος, μάρτυρας και συμμέτοχος στις κοινωνικές εκδηλώσεις και στις συντροφιές της επιλογής του αδελφού του, στις οποίες δεν επιδιώκει ούτε αρέσκεται να ενταχθεί. Οταν ο αδελφός του τού ζητάει να φύγει, ο Τούντα αναχωρεί για το Παρίσι. «Ηταν 27 Αυγούστου του 1926, ώρα τέσσερις το απόγευμα, τα μαγαζιά γεμάτα κόσμο, στα εμπορικά στριμώχνονταν οι γυναίκες… στις φάμπρικες τροχαλίες και γρανάζια γύριζαν ασταμάτητα… Αυτή την ώρα περίπου, ο φίλος μου ο Τούντα, τριάντα δύο χρονών, γερός και δυνατός με πολλά και διάφορα ταλέντα… δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν είχε επάγγελμα, δεν είχε αγάπη, δεν είχε επιθυμία, ελπίδα ή φιλοδοξία καμία. Δεν είχε καν εγωισμό. Αλλος περιττός σαν αυτόν δεν υπήρχε στον κόσμο» (σελ. 212). Και το χειρότερο: η Ιρένε της νιότης του, παντρεμένη στο Παρίσι, έτυχε να περάσει από δίπλα του και δεν τον αναγνώρισε.

Δημιουργείται η υποψία πως ο Τούντα είναι εν πολλοίς ο Ροτ. Και αυτός γεννήθηκε το 1894, και αυτός υπηρέτησε το 1916 στο ανατολικό μέτωπο, και αυτός ήταν τριάντα δύο χρονών το 1926, και αυτός ήταν περιττός, χωρίς πατρίδα, όπως επέμενε, αναπολώντας την Αυστροουγγαρία. Στο «Προοίμιο» της Φυγής διαβάζουμε: «Στις επόμενες σελίδες αφηγούμαι την ιστορία του φίλου, συντρόφου και ομοϊδεάτη μου Φραντς Τούντα. Ακολούθησα εν μέρει τις σημειώσεις του και εν μέρει τις προφορικές διηγήσεις του. Δεν επινόησα τίποτα, δεν πρόσθεσα τίποτα» (σελ. 21). Απόδειξη, η υποτιθέμενη επιστολή του Τούντα στον Ροτ (κεφάλαιο 11, σελ. 86-93), όπου το δημιούργημα του συγγραφέα διατυπώνει τις θέσεις και απόψεις του στον δημιουργό του, ώστε να εξασφαλίζεται η ομοφωνία εκ μέρους αυτών των δύο «παλιών συντρόφων»: «Αυτός λοιπόν είναι ο κόσμος σας!.. Εγώ νιώθω ξένος εντός του. Και είναι η αντίστασή μου, η διαμαρτυρία μου εναντίον του. Με τα μάτια του ξένου αντικρίζω τους ανθρώπους, με τα αφτιά του ξένου τούς ακούω, προσπαθώ να τους καταλάβω… Και με το ζόρι καταλαβαίνω τι με ρωτάνε».

Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η απροσεξία να πέσει ο συγγραφέας στο αμάρτημα της μουρμούρας και απογοήτευσης δεν σπανίζει σε τέτοιες επεξεργασίες υποχώρησης και ταυτοτικής απώλειας. Ο Ροτ, κάνοντας χρήση της ευθυβολίας του λόγου, στα όρια του κυνισμού, στον χώρο της λεπτομέρειας, στην προβολή του στοιχειώδους της σκέψης και της ευθυγράμμισης των γεγονότων, παραδίδει ένα έργο που χώνει το δάχτυλο στο μάτι του αναγνώστη. Από κάθε άποψη, αν ο αναγνώστης εκτιμά τον Ροτ, δεν μπορεί να παραμελήσει αυτή τη Φυγή χωρίς τέλος. Βέβαια, η μετάφραση της Μαρίας και του Αγγελου Αγγελίδη είναι δείγμα επαγγελματισμού και η «Εισαγωγή» του Μάικλ Χόφμαν, γεννημένου στη Γερμανία από γερμανούς γονείς, κατοίκου Αγγλίας, πρώτου μεταφραστή των έργων του Ροτ στα αγγλικά, είναι δείγμα ενός εύλογου θαυμαστή ενός συγγραφέα που ανήκει στους κορυφαίους του προηγούμενου αιώνα.

Τελευταία Νέα

Source link

Related Articles

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to top button