
Καθώς γιορτάζαμε πέρυσι, από συνέδριο σε συνέδριο, τα 50χρονα της δημοκρατίας, οι συζητήσεις φαινόταν να συμπίπτουν σε μια κοινή και αισιόδοξη παραδοχή, πως υπάρχουν δύο μεγάλα «κεκτημένα της μεταπολίτευσης». Η αντοχή των δημοκρατικών θεσμών, πρωτοφανής στη νεότερη ιστορία μας, το ένα. Η ευρύτατη, και εξίσου πρωτοφανής, συναίνεση γύρω από τα μεγάλα της εξωτερικής πολιτικής, το δεύτερο. Μα πριν ο απόηχος των συζητήσεων σβήσει, να που βρισκόμαστε τώρα σε μια κατάσταση όπου τα «κεκτημένα» τίθενται εν αμφιβόλω ξανά.
Η Ελλάδα είχε πληρώσει την οικονομική κρίση – στην οποία παραδόθηκε ανοχύρωτη και απροετοίμαστη, με βαριά ευθύνη του πολιτικού κόσμου – πιο ακριβά και για περισσότερο χρόνο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο σε καιρό ειρήνης. Αλλά η δημοκρατία της είχε αντέξει. Και έμοιαζε να βγαίνει από την περιπέτειά της με ισχυρότερη νομιμοποίηση. Η αξιοπιστία της ενισχύθηκε μάλιστα καθώς η διαχείριση, μετά την οικονομική, και της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης, φαινόταν να επιβεβαιώνει την ικανότητά της να διαχειρίζεται αποτελεσματικά μεγάλα προβλήματα.
Πώς βρεθήκαμε, λοιπόν, εμπρός σε μια τόσο βαθιά και εμπεδωμένη κρίση εμπιστοσύνης, όχι μόνον απέναντι στην κυβέρνηση αλλά – αν οι δημοσκοπήσεις λένε την αλήθεια – και έναντι όλων των «συστημικών» (δηλαδή όσων έχουν διαχειριστεί κυβερνητική εξουσία) κομμάτων; Και πώς έφτασε αυτή η κρίση να αγγίζει τον πυρήνα των θεσμών της δημοκρατίας, τη δικαιοσύνη προπάντων; Ποιος και πώς μπορεί να ανατάξει τη βλάβη πριν αυτή καταστεί ανήκεστος;
Σε αυτήν την πρώτη έκπληξη προστίθεται μία δεύτερη. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης έδειχνε να έχει αφήσει πίσω της τον ταυτοτικό διχασμό – Ανατολή ή Δύση; – που εκ γενετής τη συνοδεύει. Η χώρα είχε ζήσει έναν εθνικό διχασμό πρώτα, έναν εμφύλιο κατόπιν, με ανοιχτό και τις δύο φορές το διακύβευμα με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε σε έναν ταραγμένο, εμπόλεμο κόσμο. Και φαινόταν να έχει πια κατακτήσει, ιδίως μετά την περιπέτεια του 2015, μια ευρύτατη συναίνεση, πολιτικά και κοινωνικά, ως προς τον στρατηγικό της προσανατολισμό. Ως προς το ανήκειν στο δυτικό, ευρωπαϊκό πλαίσιο. Μα τώρα που το πλαίσιο αυτό τρίζει και αποσυντίθεται, τώρα που οι γραμμές θολώνουν και το ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός έχει πάψει να είναι δεδομένο, τώρα που όλες οι σταθερές των τελευταίων δεκαετιών πάνω στις οποίες στηριζόταν μια στρατηγική εθνικής ασφάλειας κλονίζονται, πώς και με ποιους θα οικοδομηθεί μια νέα στρατηγική; Μια νέα συναίνεση;
Το κακό είναι ότι αυτές οι μεγάλες ανατροπές και τα νέα μεγάλα διλήμματα έρχονται να μας βρουν σε μια στιγμή πολιτικής αδυναμίας. Με μια κυβέρνηση που φαίνεται να έχει εξαντλήσει την προωθητική της δύναμη, τη μεταρρυθμιστική διάθεση και την αποτελεσματικότητά της και μαζί την ικανότητά της να συνομιλεί με ένα κρίσιμο τμήμα του κοινωνικού ακροατηρίου. Με μια αντιπολίτευση που δεν καταφέρνει ακόμη να συγκροτηθεί σε πειστική και ώριμη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Και με εκείνη η πολυσυζητημένη «ανισορροπία» του πολιτικού συστήματος να παίρνει νέα χαρακτηριστικά. Δεν είναι πια μια ανισορροπία ανάμεσα σε μια κυρίαρχη πολιτική δύναμη που κυβερνά και μια διάσπαρτη και αδύναμη αντιπολίτευση απέναντί της. Μα ανάμεσα σε μια αποκαρδιωμένη κυβερνητική πλειοψηφία και μια αντιπολίτευση σε ατελή ανασυγκρότηση, από τη μια. Και μια διάχυτη, έκκεντρη «αντισυστημικότητα», που προσπαθεί να αξιοποιήσει τον τραμπικό άνεμο στα πανιά της και ψάχνει πολιτική κοίτη και εκφραστή, από την άλλη.
Για την κατάσταση αυτή, η αντιπολίτευση έχει, βέβαια, την ευθύνη της αδυναμίας της. Μα η μεγάλη ευθύνη για την τόσο γρήγορη μετάβαση της χώρας στην επικράτεια της δυσπιστίας αναλογεί στην κυβέρνηση. Το κακό, όπως συμβαίνει συνήθως στις δεύτερες τετραετίες, άρχισε από την επομένη της εκλογικής νίκης το 2023. Μια πρώτη προειδοποίηση είχε δοθεί, λίγους μήνες αργότερα, στον δεύτερο γύρο των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, όταν μετά την αμετροεπή θριαμβολογία για τη «γαλάζια Ελλάδα» του πρώτου γύρου, οι κυβερνητικοί υποψήφιοι αποδοκιμάστηκαν σχεδόν παντού. Ηταν σαν το εκλογικό σώμα να έστελνε ένα μήνυμα στην κυβέρνηση: μη θεωρείτε το 41% λευκή επιταγή, μην το χρησιμοποιείτε ως άλλοθι, ακόμη λιγότερο ως σφουγγάρι που σβήνει λάθη και αμαρτίες, μην μας αντιμετωπίζετε με αλαζονεία. Το μήνυμα επανελήφθη, αυστηρότερο, στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου. Αγνοήθηκε ξανά. Και μια ελαφρά δημοσκοπική ανάκαμψη στα τέλη του 2024, θεωρήθηκε πως κλείνει τα παλιά βιβλία και ανοίγει ένα ήσυχο δρόμο ως τις επόμενες εκλογές.
Ισως γι’ αυτό, το ξάφνιασμα από τις πρώτες μεγάλες κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, στα τέλη Ιανουαρίου, ήταν τόσο μεγάλο. Ισως γι’ αυτό, η αντίδραση παραμένει αμήχανη και παραζαλισμένη, απέναντι σε μια αλλαγή κλίματος, που ήταν μεν ξαφνική και ραγδαία, αλλά δεν ήταν δίχως προειδοποίηση. Τίποτε από όσα έχουν συμβεί στη Βουλή, στη συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας (με την επιφύλαξη ότι αυτό το κείμενο γράφεται πριν η συζήτηση ολοκληρωθεί) δεν μαρτυρά ότι το μήνυμα ελήφθη και κάποια διόρθωση πορείας θα μπορούσε να προκύψει. Ούτε, όμως, πως και της αντιπολίτευσης η αδυναμία θα μπορούσε γρήγορα να θεραπευτεί.
Ολα δείχνουν ότι θα συνεχίσουμε να πλέουμε στο πέλαγος της νέας διεθνούς ανασφάλειας με ένα πολιτικό σκαρί ατελούς ισορροπίας. Αυτή η ανισορροπία θα ήταν επικίνδυνη σε κάθε περίπτωση. Πολύ περισσότερο τώρα, σε μια στιγμή μεγάλης αστάθειας και αβεβαιότητας στο ευρύτερο και το εγγύτατο διεθνές περιβάλλον, που επιβάλει να βρούμε τις νέες συντεταγμένες ασφάλειας για την Ελλάδα. Είναι μια συζήτηση που επείγει. Αλλά μοιάζει αδύνατο, στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον, να καρποφορήσει. Ούτε καν να ξεκινήσει.