
Η γραφική Λάστα Αρκαδίας, μέχρι τα μισά του περασμένου αιώνα μετρούσε 2.500 κατοίκους, ενώ σήμερα στο χωριό μένουν μόλις δύο άτομα λόγω της αστυφιλίας
Του Νικόλα Μπάρδη
Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν η αστικοποίηση έκανε την εμφάνισή της, πολλές περιοχές της ελληνικής επαρχίας ερήμωσαν, καθώς οι κάτοικοί τους αναζήτησαν ένα καλύτερο μέλλον στις μεγάλες πόλεις. Πήραν μαζί τους λίγα πράγματα, αποχαιρέτησαν τους δικούς τους και έγιναν εσωτερικοί μετανάστες, με τους περισσότερους από αυτούς να συγκεντρώνονται στην Αθήνα. Η εγκατάσταση στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν μονόδρομος, καθώς εκεί υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες για δουλειά, όμως αυτή η τάση είχε ως αποτέλεσμα πολλά χωριά που κάποτε έσφυζαν από ζωή, πλέον να κοντεύουν να «σβήσουν» από τον χάρτη. Ένα από αυτά είναι και η γραφική Λάστα Αρκαδίας, που μέχρι τα μισά του περασμένου αιώνα μετρούσε 2.500 κατοίκους, ενώ σήμερα στο χωριό μένουν μόλις δύο άτομα.
Τα παλιά χρόνια το χωριό είχε σχολείο, η εκκλησία του Άι Γιώργη γέμιζε πάντα τις Κυριακές, όλες οι καμινάδες από τα σπίτια κάπνιζαν, ενώ η βαβούρα στα καφενεία και στα στενά του χωριού δεν σταματούσε ποτέ. Πλέον, η ησυχία που επικρατεί εκεί είναι εκκωφαντική, σχεδόν απόκοσμη, και τίποτα δεν θυμίζει το άλλοτε ζωηρό ορεινό χωριό της Αρκαδίας. Η παραδοσιακή Λάστα είναι χτισμένη στα 1.060 μέτρα υψόμετρο στις πλαγιές του Μαίναλου, μέσα σ’ ένα πανέμορφο φυσικό τοπίο, και απέχει 60 χιλιόμετρα από την πόλη της Τρίπολης. Ανηφορίζοντας προς το χωριό θα απολαύσετε μία πανοραμική θέα στο υψίπεδο της Βυτίνας, ενώ, αν το επιτρέπει ο καιρός, το μάτι σας θα φτάνει μέχρι τον Χελμό και τον Ερύμανθο. Λίγο πριν φτάσετε στο χωριό, θα περάσετε και από τον λεγόμενο «Βράχο του Κολοκοτρώνη», με την ιδιαίτερη γεωλογική απόφυση.
Από πηγές μας είναι γνωστό πως το χωριό υπάρχει ήδη από το 1693, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και συμμετείχε ενεργά στον αγώνα για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Από εκεί βγήκαν και πολλοί καπεταναίοι της Επανάστασης, όπως ο Γεώργιος Παπαζαφειρόπουλος, στρατιωτικός ιερέας του Κολοκοτρώνη. Γι’ αυτόν τον λόγο μάλιστα, ο Αιγύπτιος Πασάς Ιμπραήμ έκαψε δύο φορές το χωριό το 1826, αφήνοντας όρθιο μόνο ένα σπίτι. Από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα το χωριό άρχισε σιγά σιγά να ερημώνει, καθώς οι κάτοικοί του έφευγαν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας μας, αλλά και στο εξωτερικό. Ποτέ, φυσικά, δεν ξέχασαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και επέστρεφαν στις γιορτές, αλλά το χωριό δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο…
Πηγαίνοντας σήμερα εκεί δεν θα δείτε κάποιο τουριστικά αξιοποιημένο χωριό με ταβέρνες, καφενεία και ξενοδοχεία. Λειτουργεί μόνο ένας ξενώνας της κοινότητας, για όσους επιθυμούν να διανυκτερεύσουν, όμως οι περισσότεροι πάνε απλά για μία βόλτα, να περπατήσουν στα γραφικά στενά του χωριού, να προσκυνήσουν στον ιστορικό Άι Γιώργη και να θαυμάσουν το φυσικό τοπίο, καθώς το χωριό είναι περιτριγυρισμένο από ένα πυκνό δάσος με πεύκα, έλατα, καστανιές και τρεχούμενα νερά. Στη μικρή πλατεία του χωριού υπάρχει και ένα παραδοσιακό καφενείο, που όμως είναι self service. Εκεί ο επισκέπτης μπορεί να ψήσει μόνος τον καφέ του, και αν επιθυμεί να αφήσει τον οβολό του στον κουμπαρά του μαγαζιού. Μοναδική υποχρέωση όλων είναι να σεβαστούν το μέρος και να διατηρήσουν τον χώρο καθαρό για τους επόμενους. Πρόκειται για ένα ιστορικό κτίριο, καθώς εκεί είχε διαμείνει και ο Ιμπραήμ Πασάς κατά την Επανάσταση του 1821, ενώ σήμερα στο εσωτερικό του θα δείτε κρεμασμένα κάδρα με αγωνιστές του ’21, παλιές και σπάνιες φωτογραφίες του χωριού και πολλούς χάρτες. Λίγα λεπτά εκεί αρκούν για να «ταξιδέψετε» πίσω στον χρόνο και να πάρετε μία γερή δόση από την ομορφιά της ελληνικής επαρχίας.
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.