Σε όλες ανεξαιρέτως τις βραβεύσεις, ο συναισθηματισμός που πηγάζει από τους περισσότερους βραβευμένους είναι δεδομένος και πολύ συχνά, δυσάρεστα αμήχανος παρότι απολύτως κατανοητός.
Το σκηνικό στις βραβεύσεις των 82ων Χρυσών Σφαιρών της περασμένης Κυριακής δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, όμως η πιο ουσιαστική συναισθηματική στιγμή της τελετής, ήταν όταν η βραζιλιάνα ηθοποιός Φερνάντα Τόρες μίλησε έχοντας παραλάβει το βραβείο της ως καλύτερη ηθοποιός σε δραματική ταινία, την «Είμαι ακόμα εδώ» (Ainda Estou Aqui) του συμπατριώτη της Βάλτερ Σάλες.
Και λέμε ουσιαστική, διότι στον ευχαριστήριο λόγο της, η Τόρες συνδύαζε δύο πράγματα. Πρώτον, το περιεχόμενο της ταινίας, η οποία πραγματεύεται ένα μελανό κεφάλαιο της βραζιλιάνικης ιστορίας στον 20ό αιώνα, την περίοδο της δικτατορίας στη δεκαετία του 1970. Και δεύτερον, το γεγονός ότι πριν από 26 ακριβώς χρόνια, η μητέρα της Τόρες, η Φερνάντα Μοντενέγκρο, ένας θρύλος των τεχνών της Νοτίου Αμερικής, ήταν υποψήφια για το ίδιο βραβείο, στην ίδια κατηγορία, για ταινία του ιδίου σκηνοθέτη, τον «Κεντρικό σταθμό».
Λίγο αργότερα, πάντα για τον «Κεντρικό σταθμό», η Μοντενέγκρο που επίσης παίζει στην ταινία την «Είμαι ακόμα εδώ» (υποδύεται την ηρωίδα της Τόρες σε μεγαλύτερη ηλικία) θα γινόταν η πρώτη ηθοποιός στην ιστορία της Βραζιλίας που θα διεκδικούσε το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου και μάλιστα για ταινία βραζιλιάνικη, γυρισμένη στα πορτογαλικά. Και τώρα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ίδιο θα συμβεί με την κόρη της, κάτι που θα ξέρουμε σίγουρα την Κυριακή 19 Ιανουαρίου όταν θα ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες των προσεχών Οσκαρ που θα απονεμηθούν στην τελετή που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 2 Μαρτίου στο Λος Αντζελες.
Οι χυμοί της τέχνης κυλούσαν από πολύ νωρίς στις φλέβες της Φερνάντα Τόρες που του χρόνου γίνεται 60 ετών (γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο στις 15 Σεπτεμβρίου 1965). Πέρα από τη διάσημη μητέρα της, ο πατέρας της, Φερνάντο Τόρες (που πέθανε το 2008), ήταν επίσης μια κορυφαία μορφή του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης στη Βραζιλία· ηθοποιός σε κλασικές ταινίες όπως «Το φιλί της γυναίκας αράχνης» και «Το όστρακο και ο άνεμος» αλλά και σκηνοθέτης του θεάτρου και της τηλεόρασης με μεγάλες επιτυχίες τοπικής όμως κατανάλωσης. Επίσης, ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός της Φερνάντα Τόρες, ο Κλάουντιο Τόρες, είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης, πολύ γνωστός στην πατρίδα τους.
Κατά συνέπεια και όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η καριέρα της Φ. Τόρες άρχισε από πολύ νωρίς. Στα 16 της έπαιξε στην ταινία «Innocence» (1983) του Βάλτερ Λίμα Ζούνιορ και έκτοτε έχει συνεργαστεί με εξαιρετικούς βραζιλιάνους σκηνοθέτες όπως ο Μπρούνο Μπαρέτο στο υποψήφιο για Οσκαρ «Τέσσερις μέρες τον Σεπτέμβριο» (1997), τον Αντρούτσα Γουάντινγκτον (τον οποίο παντρεύτηκε αποκτώντας μαζί του δύο παιδιά) στο «House of Sand» (2005) και τον Αρνάλντο Ζάμπορ στο «Love me Forever or Never» (1986) για το οποίο, πολύ νωρίς, μόλις 20 ετών, η Τόρες κέρδισε μια τεράστια διάκριση: το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών, εξ ημισείας με την Μπάρμπαρα Σούκοβα για τη «Ρόζα Λούξενμπουργκ» της Μαργκαρέτε Φον Τρότα. Μια ακόμη πρωτιά για τη Βραζιλία καθώς καμία βραζιλιάνα ηθοποιός δεν είχε κερδίσει ως τότε αυτό το βραβείο.
Ακούγοντας την Τόρες να μιλάει μαζί με τον Βάλτερ Σάλες για το «Είμαι ακόμα εδώ» στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας όπου έγινε η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας, αντιλαμβανόσουν ότι ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης είχε πάντα μια εκλεκτή θέση στη ζωή και καριέρα της. Το «Είμαι ακόμα εδώ» είναι η τρίτη από τις ταινίες που έχουν γυρίσει μαζί μετά τις «Foreign Land» (1994) και «The First Day» (1996). Η πορεία του «Είμαι ακόμη εδώ» είναι καταπληκτική από τότε που έφυγε από το Φεστιβάλ Βενετίας έχοντας κερδίσει το βραβείο σεναρίου (Χέιτορ Λορέγκα, Μουρίλο Χάουζερ). Ακολούθησαν το Τορόντο, το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη και το Σαν Σεμπαστιάν στο οποίο η Τόρες κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού στα βραβεία Critics Choice Latino Celebration of Cinema and TV.
Ακόμα και το γονίδιο της γραφής, η Φερνάντα Τόρες φαίνεται να το έχει κληρονομήσει από τη μητέρα της που ξεκίνησε την καριέρα της ως μεταφράστρια θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο στα τέλη της δεκαετίας του 1940 (να πούμε εδώ ότι η δημοτικότητα της Μοντενέγκρο οφείλεται και στην αφοσίωσή της απέναντι στην Τέχνη της, διότι στα μέσα της δεκαετίας του 1980 αρνήθηκε μια πρόσκληση του προέδρου της Βραζιλίας για να γίνει υπουργός Πολιτισμού απαντώντας ότι θα ήταν πιο χρήσιμη για τη χώρα της μόνο ως ενεργή ηθοποιός. Και κάτι ήξερε γιατί έτσι προέκυψε η υποψηφιότητά της για το Οσκαρ). Η Φερνάντα Τόρες είναι και συγγραφέας, κάτι που ξεκίνησε να κάνει στα 40 της. Το μυθιστόρημά της «End» μεταφράστηκε σε επτά γλώσσες και μόνο στη Βραζιλία πούλησε περισσότερα από 200.000 αντίτυπα. Αργότερα έγινε η βάση ενός σεναρίου για μίνι σειρά της streaming πλατφόρμας GloboPlay (από τις πολύ ισχυρές βραζιλιάνικες), σε σενάριο της ιδίας και σκηνοθεσία του συζύγου της Αντρούτσα Γουάντινγκτον. Αλλο της μυθιστόρημα είναι το «Glory and Litany of Horrors» που επίσης είχε ικανοποιητική κυκλοφορία και κυκλοφόρησε και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τέλος, από το 2010, η Τόρες είναι τακτική αρθρογράφος της έγκριτης βραζιλιάνικης εφημερίδας «Folha de S. Paulo».
Source link