Ιμπέρ Βεντρίν: «Η Τουρκία πρέπει να εμπλακεί σε όλες τις επιχειρήσεις στην Ουκρανία»

Ο Ιμπέρ Βεντρίν ήταν ο επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας επί των ημερών της κυβέρνησης των Σοσιαλιστών υπό τον Λιονέλ Ζοσπέν από το 1997 έως το 2002, όταν σημειωνόταν η «συγκατοίκηση» με τον πρόεδρο Ζακ Σιράκ. Ο πεπειραμένος διπλωμάτης που υπήρξε εκτός των άλλων σύμβουλος του πρώην προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν και είναι εκείνος που επινόησε τον διάσημο όρο hyperpuissance (hyperpower, υπερδύναμη) για να περιγράψει τις ΗΠΑ, μιλά στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο».
Δεν υπερασπίζομαι τη ρεάλπολιτικ ως θεωρία, αλλά έχω ζήσει στη γεωπολιτική πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες. Και από αυτή την άποψη, ναι, νομίζω ότι οι καλοί Ευρωπαίοι έχουν αυταπατηθεί. Αυτές οι συμπαθείς ελπίδες διαψεύστηκαν τα τελευταία χρόνια από πολλά σοβαρά γεγονότα και πλέον αντικρούονται πλήρως από τη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία κι ακόμη περισσότερο από την εγκατάλειψη των αξιών των ΗΠΑ του 20ού αιώνα από τον Τραμπ. Στην Ευρώπη βρισκόμαστε σε μια στιγμή που δεν έχει προηγούμενο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Τουρκία είναι ένας δύσκολος γείτονας. Οι Ελληνες το γνωρίζουν αυτό καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ από τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της πολιτικής ανάσχεσης σε σχέση με την ΕΣΣΔ. Ακόμη και αν ο Τραμπ δημιουργεί γενική σύγχυση, δεν νομίζω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αλλάξει γνώμη. Εξάλλου, αν η Ευρώπη άλλαζε το DNA της και άρχιζε να σκέφτεται σαν δύναμη, είναι πολύ πιθανό ότι θα σκεφτόταν με τον ίδιο τρόπο. Η Τουρκία προσκαλείται αυτή την περίοδο σε συναντήσεις για την ασφάλεια στην Ευρώπη. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας. Συνεπώς, δεν νομίζω ότι οι Ελληνες θα πρέπει να περιμένουν ότι η Τουρκία θα μείνει εκτός αυτών των συνόλων. Πρέπει να εργαστούμε ρεαλιστικά και να έχουμε τις δυνατόν καλύτερες σχέσεις γειτνίασης, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου αμυντικού οργανισμού για την Ευρώπη, που βρίσκεται σε διαδικασία επανεφεύρεσης, προς το παρόν σε σύγχυση, αλλά θα καταστεί τελικά σαφής. Και σε αυτό το πλαίσιο, όντως, πρέπει να σκεφτούμε τι θα γίνει η Τουρκία μετά τον Ερντογάν, μετά το 2028. Είναι μακροπρόθεσμο, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να προετοιμαστούμε σχετικά.
Ναι, δεν έχουμε επιλογή. Προς το παρόν η έξοδος από τον πόλεμο στην Ουκρανία γίνεται χωρίς τους Ευρωπαίους, μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας και λίγο της Ουκρανίας. Επειγόντως, οι Ευρωπαίοι συνεδριάζουν καθημερινά για να εξετάσουν ποιες αξιόπιστες εγγυήσεις θα μπορούσαν να παράσχουν για την εφαρμογή μιας κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία (αν υπάρξει συμφωνία Τραμπ – Πούτιν σε αυτό το σημείο) και, επιπλέον, για να καταστήσουν την Ευρώπη απρόσβλητη από τη Ρωσία ή οποιαδήποτε άλλη δύναμη αύριο. Δεν ξέρω ποια στάση θα τηρήσει η Τουρκία εκείνη τη στιγμή, αλλά σε ό,τι αφορά το άμεσο μέλλον συνδέεται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τη διαχείριση της περιόδου μετά την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία, έστω και μόνο λόγω της Μαύρης Θάλασσας.
Ο πρόεδρος Τραμπ θέλει τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Θα καταφέρει να κάνει τον Πούτιν να σεβαστεί την κατάπαυση του πυρός απειλώντας τον ή με την προοπτική τερματισμού των κυρώσεων; Αυτή είναι η μάχη των εγγυήσεων. Θα το μάθουμε μέσα στις επόμενες εβδομάδες ή μήνες. Ακολούθως, το περίπλοκο ζήτημα για τους Ευρωπαίους θα είναι να μην αφήσουν τον Τραμπ να διαπραγματευτεί μόνος του με τον Πούτιν το μέλλον της ασφάλειας στην Ευρώπη.
Υπάρχει ήδη ένας πόλεμος στην Ουκρανία που πρόκειται να τερματιστεί. Προφανώς υπάρχει ένας κίνδυνος με τη Ρωσία, που είναι πάντα απειλητική και πολλά δυτικά λάθη στη 15ετία μετά το τέλος της ΕΣΣΔ συνέβαλαν στο να μετατραπεί σε λυσσασμένο ζώο. Ομως τίποτα δεν είναι μοιραίο. Και δεν βλέπω τους μηχανισμούς που θα οδηγούσαν σε έναν γενικευμένο πόλεμο.
Καμία δύναμη στον κόσμο, ακόμη και η αμερικανική υπερδύναμη, δεν μπορεί να κάνει εντελώς ό,τι θέλει, και αυτό θα το δούμε αρκετά σύντομα με τον Τραμπ. Μένει να φανεί αν η Ευρώπη του αύριο θα γίνει αρκετά απρόσβλητη, ώστε να αποθαρρύνει τον Πούτιν ή οποιονδήποτε άλλο ρώσο ηγέτη. Οσον αφορά την Κίνα, είναι σαφές ότι θα εκμεταλλευτεί την πολιτική του Τραμπ για να αναπτύξει την επιρροή της σε όλους τους πολυμερείς φορείς και να προσπαθήσει να ηγηθεί της οικολογικής μετάβασης, η οποία πρέπει απαραιτήτως να συνεχιστεί.