Δομικό στοιχείο της μεταπολεμικής πραγματικότητας, η πολυκατοικία είναι και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ο αφανής πρωταγωνιστής της, το κέλυφος μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις των δεκαετιών που ακολούθησαν τη λήξη του Εμφυλίου. Η σημασία της πολυκατοικίας μόλις πρόσφατα άρχισε να γίνεται αντιληπτή, κάτι που συνέπεσε με την άρση της απαξίωσης που για χρόνια την ακολουθούσε: «τσιμεντένια κουτιά» ή και «φυλακές» τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών υποδείχθηκαν συστηματικά ως η «κατάρα» της Αθήνας, μια μετωνυμία των πλείστων παθογενειών της. Είναι όμως έτσι;
Η πολυκατοικία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα την περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν και ο πληθυσμός της Αθήνας άρχισε να αυξάνεται γοργά λόγω της έλευσης προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Εντούτοις οι πολυκατοικίες της Αθήνας, λίγες στην αρχή και εντοπισμένες στο κέντρο της πόλης, υπήρξαν μια ιδιαίτερη ιστορία. Προορισμένες να στεγάσουν οικογένειες από τα ανώτερα οικονομικά στρώματα της αθηναϊκής ελίτ, κουβαλούσαν την αίγλη και τον δυναμισμό μιας εποχής που λάτρεψε τον μοντερνισμό. Οι πρώτες αυτές πολυκατοικίες ήταν πολυτελείς, είχαν εντυπωσιακές εισόδους στολισμένες με πεντελικό μάρμαρο, υλικά αξίας, ενώ έφερναν ως υπόσχεση μιας εποχής τεχνολογικού θριάμβου που βρισκόταν επί θύραις, καινοτομίες που μεταμόρφωναν τη ζωή των ενοίκων τους: κεντρική θέρμανση, ανελκυστήρα, άνετους και ευάερους χώρους, δωμάτια υπηρεσίας. Ετσι κι αλλιώς, οι κατασκευές του Μεσοπολέμου δεν απευθύνονταν στις «μάζες» αλλά σε όσους διέθεταν το οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο για να τις εκτιμήσουν και βεβαίως να τις αποκτήσουν. Οι άρτι αφιχθέντες προσφυγικοί πληθυσμοί όπως καλά γνωρίζουμε εγκαταστάθηκαν πέριξ της πόλης σε νέους οικισμούς στους οποίους ως λύση για τη στέγασή τους προκρίθηκε από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων η κατασκευή μικρών μονώροφων ή διώροφων κατοικιών ή (πιο συχνά) η αυτοστέγαση σε παράγκες που παρά το προσωρινό τους στέγασαν οικογένειες για αρκετές δεκαετίες.
Η χρυσή ωστόσο εποχή της πολυκατοικίας είναι η εποχή της Ανοικοδόμησης. Ηδη από το τέλος του πολέμου στην Αθήνα συρρέουν μαζικά αγροτικοί πληθυσμοί που για διάφορους λόγους εγκαταλείπουν την ύπαιθρο. Τα χωριά ερημώνουν, η Αθήνα (κυρίως, αλλά και η Θεσσαλονίκη σε μικρότερο βαθμό) μετατρέπεται σε μια μεγαλούπολη, οι επαρχιακές πόλεις αναπτύσσονται κατ’ εικόνα της ελληνικής πρωτεύουσας. Η εσωτερική μετανάστευση αλλάζει ολοκληρωτικά την ελληνική κοινωνία και πυροδοτεί τη μεταμόρφωσή της. Στη συνθήκη αυτή, η πολυκατοικία καλείται να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο παρέχοντας μια ικανοποιητική στέγη στη μέση ελληνική οικογένεια και εκπληρώνοντας το όνειρο της ιδιοκατοίκησης. Τη δεκαετία του 1950 η πολυκατοικία μπαίνει σε μια καινούργια φάση, μετατρέπεται σε φετίχ καθώς παρέχει στους ενοίκους της ό,τι η παλιά αθηναϊκή οικία ή τα κτίσματα του χωριού αδυνατούσαν να προσφέρουν: ηλεκτρικό ρεύμα, μπάνιο, κουζίνα, θέρμανση, αποχέτευση αλλά κυρίως ιδιωτικότητα. Το διαμέρισμα επελαύνει και καθώς συνοικίες ολόκληρες και όχι απλώς γειτονιές κατεδαφίζονται σταδιακά για να ανεγερθούν σύγχρονες πολυκατοικίες, η αγορά του αποτελεί το σύμβολο της νέας εποχής. Εδώ όμως πρόκειται για μια διαφορετική κατηγορία πολυκατοικίας. Δίπλα στις πολυτελείς που εξακολουθούν να ανεγείρονται στο αθηναϊκό κέντρο, συχνά φτιαγμένες από επώνυμους αρχιτέκτονες (Στάικος, Χολέβας, Βουρέκας κ.λπ.), ένας νέος τύπος ξεπηδά και κατακτά το αθηναϊκό τοπίο: η πολυκατοικία της αντιπαροχής. Φτηνότερη στην κατασκευή της, με λιγότερους χώρους και χωρίς αρχιτεκτονική φροντίδα, η πολυκατοικία της αντιπαροχής γρήγορα μετατράπηκε σε κανόνα της μεταπολεμικής ανάπτυξης, καθώς μάλιστα γύρω από αυτήν αρθρώθηκαν πλείστα επαγγέλματα που στήριξαν το οικονομικό θαύμα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Κυρίως όμως, μαζί με τα κτίσματά της που ξεπήδησαν από τη διαδικασία της αυτοστέγασης, τα περίφημα «αυθαίρετα» δηλαδή, δημιούργησε μία ιδιότυπη ελληνική πατέντα που απάντησε με ευέλικτο και κυρίως αποτελεσματικό τρόπο στις επείγουσες εκκλήσεις για επίλυση του τεράστιου προβλήματος στέγασης που δημιούργησε η καταστροφή του πολέμου και οι μετακινήσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Πράγματι, ενώ το 1950 οι πολυκατοικίες της Αθήνας δεν ήταν παραπάνω από χίλιες, το 1980 αριθμούσαν περίπου τις τριάντα πέντε χιλιάδες, έχοντας σφραγίσει ανεξίτηλα το τοπίο και τη ζωή της πόλης.
Η σημασία της πολυκατοικίας μόλις πρόσφατα φαίνεται να αναγνωρίζεται στη δημόσια σφαίρα όπως προκύπτει (και) από την εκδοτική παραγωγή. Οι καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μιχάλης και Αγις Παπαδόπουλος στο βιβλίο τους «Η πολυκατοικία της αντιπαροχής και το στεγαστικό πρόβλημα» παρουσιάζουν με τρόπο εύληπτο και κατανοητό στο ευρύ κοινό την εξέλιξή της κατά διάρκεια του εικοστού αιώνα. Οι συγγραφείς εύστοχα τονίζουν την πλημμυρίδα των αλλαγών που επέφερε η πολυκατοικία, όχι μόνο στην πολεοδομία της πρωτεύουσας και το αρχιτεκτονικό της στίγμα, αλλά στις ανθρώπινες κοινωνικότητες που πλάθονται και αναπλάθονται μέσα σε αυτήν. Κάθε πολυκατοικία θα πρέπει να ιδωθεί ως μια ιδιαίτερη μικρή ιστορία με συνεχόμενα επεισόδια, η οποία ξεκινά από τη «μάχη των ποσοστών» που δίνεται ανάμεσα σε οικοπεδούχους και κατασκευαστές, συνεχίζεται με το πρότζεκτ της ανέγερσης και καταλήγει στους ενοίκους που ως ηθοποιοί μιας σαπουνόπερας που κρατάει χρόνια εναλλάσσονται, μετακομίζουν, δίνουν τη θέση τους σε άλλους.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια πολύ κατατοπιστική ματιά στη σημερινή κατάσταση του στεγαστικού προβλήματος η οποία καλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί πόσο πολύ το σήμερα έχει πλαστεί (και κατά κάποιον τρόπο είναι «αιχμάλωτο») από εξελίξεις που έλαβαν χώρα σε προηγούμενες, ακόμη και μακρινές, δεκαετίες. Ιδιαίτερη τροφή για σκέψη όπως αναφέραμε, είναι οι αναφορές στις κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται στο μικρό σύμπαν της πολυκατοικίας, κάθε ένα από τα οποία είναι ακριβώς γι’ αυτό μοναδικό και ιδιαίτερο. Αυτή η ανθρωπολογική ματιά υποδεικνύει ότι η πολυκατοικία ποτέ της δεν υπήρξε απλώς ένα σύνολο «τοίχων» και «χώρων» αλλά κάτι το σύνθετο όπου το υλικό εμπλέκεται με το άυλο (όνειρα, πάθη, αναμνήσεις, άνθρωποι, αντιπαλότητες), σμιλεμένα και τα δύο, ιδίως το δεύτερο, από τη βιωμένη εμπειρία.
Διαφορετικοί κάτοικοι, διαφορετικοί χρόνοι, διαφορετικές προσλαμβάνουσες, σήμερα πλέον διαφορετικές εθνότητες. Αν η παγκοσμιοποίηση συνοψίζεται στο ράφι ενός σουπερμάρκετ όπως εύστοχα έχει λεχθεί, η πολυπολιτισμικότητα της Αθήνας και οι ταξικές της διαστρωματώσεις που ακόμα καλά κρατούν, αποτυπώνονται ευκρινώς στους ορόφους και τα μυστικά της εν πολλοίς παρεξηγημένης πολυκατοικίας. Αυτής που ως κοινωνία λατρέψαμε να μισούμε. Τούτο και μόνο θα ήταν αρκετό για να μελετηθεί προσεκτικά και να ενταχθεί όπως της πρέπει στην κοινωνική ιστορία του τόπου μας.
Ο Κώστας Κατσάπης (kkats@panteion.gr) διδάσκει πολιτισμική ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και δημόσια ιστορία στο ΕΑΠ. Εχει συγγράψει και επιμεληθεί οκτώ βιβλία με τελευταίο από αυτά το υβριδικό: Αυστραλία.
Η επιστροφή (2024) από τις εκδόσεις Θεμέλιο.
Source link