Η πιο λάθος ώρα για το Κυπριακό – Ο κίνδυνος βρεθούν Αθήνα και Λευκωσία με το πιστόλι στον κρόταφο

Τους δύο τελευταίους μήνες έχουν έρθει διεθνώς τα πάνω κάτω και άπαντες αναπροσδιορίζουν τις θέσεις τους στη χαοτική νέα πραγματικότητα.
Υπάρχουν όμως κάποιοι αμετακίνητοι και μάλιστα σε θέσεις ήδη από πριν εξαιρετικά δυσερμήνευτες: η Ελλάδα και η Κύπρος.
Η πρώτη επιμένει στον ακατανόητο διάλογο με την Τουρκία, ενώ η δεύτερη, με την πλήρη στήριξη της πρώτης, διατυμπανίζει ότι είναι πανέτοιμη για την έναρξη συνομιλιών για το Κυπριακό στην πενταμερή διάσκεψη που αναμένεται να ξεκινήσει τη Δευτέρα στη Γενεύη.
Συνεπώς, το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: γιατί; Πάνω σε ποιες σταθερές, δυναμικές και ισορροπίες; Ειδικά όταν η «πενταμερής» θα είναι τέτοια μόνον τυπικά, ενώ τρίτα μέρη θα διαδραματίσουν κύριο παρασκηνιακό ρόλο.
Η Τουρκία πρόσφατα έλαβε εύσημα του αμερικανού προέδρου Τραμπ για τις… «επιτυχίες» της στη Συρία.
Αυτό σημαίνει (και) πλήρη ενθάρρυνση του αναθεωρητισμού, όπως άλλωστε και στην Ουκρανία, υπέρ της Ρωσίας. Παράλληλα, επιχειρεί να κρύψει τον ξεκάθαρο ρόλο της στον αφανισμό των χριστιανών της χώρας, ενώ η Δύση κάνει ακόμα ότι δεν βλέπει το μαζικό αυτό έγκλημα.
Τέλος, η Αγκυρα εξελίσσεται και σε παράγοντα στον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, ενώ διευκολύνει και τις αμερικανορωσικές διαπραγματεύσεις: είναι, δηλαδή, παντού μέσα.
Επιπλέον, στις διεργασίες για τον λεγόμενο «ευρωστρατό» διαθέτει ήδη μεγαλύτερο βάρος και από την Ελλάδα και από την Κύπρο σε πολλά επίπεδα.
Δυστυχώς, Αθήνα και Λευκωσία είναι κατ’ ουσίαν θεατές σε αυτή την υπόθεση, ενώ η Αγκυρα έχει ήδη γίνει μήλον της Εριδος μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών και η θέση του Ερντογάν ότι ευρωπαϊκή ασφάλεια χωρίς αυτήν είναι αδύνατη, δείχνει να επικρατεί.
Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Χριστοδουλίδης αφενός βλέπει τη στενή στρατηγική συνεργασία της Τουρκίας με την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ, αφετέρου, δηλώνει ότι οι άτυπες σύνοδοι της ΕΕ για το θέμα δεν συμβάλλουν στην ενότητά της, πιστοποιώντας την περιθωριοποίηση της χώρας, όπως και άλλων, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης.
Και οι δύο χώρες όμως τάσσονται υπέρ της δημιουργίας του, πλην ουδείς θέλει να αντιληφθεί το αυτονόητο: ότι ακόμα και αν υπάρξει, ουδεμία προστασία πρόκειται να παράσχει στην ακεραιότητα τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου – η Τουρκία μετράει μακράν περισσότερο…
Βέβαια, ο κύπριος πρόεδρος έχει δύο χαρτιά στα χέρια του, που η αξία τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια: πρώτον, την πρόοδο των ενεργειακών συμφωνιών.
Ως προς αυτό, αποτελεί μείζον ερώτημα αν θα αποδειχθούν «ασπίδα» για τη χώρα σε περίπτωση που η αμερικανική πολιτική κλείνει τελικά προς την Αγκυρα.
Το δεύτερο, είναι συνδεδεμένο με την αναπάντεχη, σπάνια επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο επί Μπάιντεν, όπου είναι βέβαιο ότι το περιεχόμενό της είχε μεγαλύτερο βάθος ακόμα και από όσα έγιναν γνωστά ιδίως στη στρατηγική – στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ. Ομως εδώ εγείρεται πάλι το πρωτεύον ζήτημα: τι από όσα είπαν στο Οβάλ Γραφείο ισχύει σήμερα;
Και απάντηση σε αυτό, ουδείς μπορεί να δώσει. Ισως θεωρεί ότι έχει και ένα τρίτο: τις θέσεις Γκουτέρες. Αν ναι, θα έπρεπε από πείρα να γνωρίζει ότι δεν έχουν την παραμικρή σημασία.
Μπορεί να επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις σε κατεύθυνση διαφορετική από αυτή που τα δεδομένα δείχνουν; Την τελευταία φορά στο Κραν Μοντανά μπόρεσε να στηρίξει τουλάχιστον το ατελέσφορο της διαδικασίας. Τώρα η απάντηση είναι αρνητική: η Ελλάδα σήμερα δεν βρίσκεται στο κάδρο όχι των Αμερικανών, που έχουν… ξεχάσει ότι υπάρχει, αλλά ούτε καν των Ευρωπαίων.
Αντίθετα, η Τουρκία διαθέτει σήμερα ισχυρότερα πλεονεκτήματα από ποτέ στο παρελθόν.
Ετσι, η πλέον πιθανή έκβαση μιας τέτοιας διάσκεψης είναι να βρεθούν Κύπρος και Ελλάδα με πολλά μεγάλα πιστόλια στον κρόταφο για τα «δύο κράτη» επίσης όπως ποτέ πριν.
Και, πια, χωρίς περιθώρια διαφυγής. Και να το έχουν προκαλέσει μόνες τους.