
Εγκαταλείπει έπειτα από δεκαετίες τη συνετή δημοσιονομική της στάση
Πιθανώς η σημαντικότερη αλλαγή που θα μπορούσε να προκαλέσει στην Ευρώπη η δεύτερη θητεία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έγινε ήδη: η Γερμανία έκανε το πρώτο βήμα για να εγκαταλείψει την ανέκαθεν συνετή δημοσιονομική της στάση και άνοιξε την κάνουλα για στρατιωτικές δαπάνες και επενδύσεις στις υποδομές. Σε μια εσπευσμένη συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο αυτή την εβδομάδα, ο Φρίντριχ Μερτς, κατά πάσα πιθανότητα ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, ανακοίνωσε στροφή στη στάση που κρατούσε η χώρα του επί δεκαετίες. Εφεξής, οι περίφημοι αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες δεν θα εφαρμόζονται για τις στρατιωτικές δαπάνες, ανοίγοντας τον δρόμο για έναν ταχύ επανεξοπλισμό της χώρας. Η νέα κυβέρνηση θα προχωρήσει επίσης στη δημιουργία ενός επενδυτικού ταμείου ύψους 500 δισ. ευρώ, με στόχο να αναβαθμιστούν οι υποδομές μεταφοράς, ενέργειας και ψηφιακού δικτύου.
«Λαμβάνοντας υπόψη τις απειλές εναντίον της ελευθερίας και της ειρήνης της ηπείρου μας, οφείλουμε να κάνουμε ό,τι χρειαστεί», τόνισε ο Μερτς. Η Γερμανία οφείλει να επανεξοπλιστεί, συμπλήρωσε, και προκειμένου να συμβεί αυτό πρέπει να ξαναχτίσει την οικονομική της ισχύ.
Αν κοιτάξει κανείς το μέγεθος και το εύρος των επενδύσεων, πρόκειται για εγκατάλειψη μιας δημοσιονομικής φιλοσοφίας που είχε υιοθετήσει πριν από δεκαετίες. Με τον υπερπληθωρισμό της δεκαετίας του 1920, την ύφεση της δεκαετίας του 1930 και την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, οι Γερμανοί ηγέτες των τελευταίων γενεών τόνιζαν τη σημασία της άριστης δημοσιονομικής κατάστασης και οικονομικής σταθερότητας μέσω φειδωλών κινήσεων. Συνεπώς, οι ανακοινώσεις του Μερτς σηματοδοτούν τη μεγαλύτερη προσπάθεια που έχει κάνει ποτέ η Γερμανία για να επανεφεύρει το οικονομικό της μοντέλο –το οποίο βασίζεται στις εξαγωγές και εμφανίζει σημάδια εξασθένησης– ενισχύοντας την εγχώρια ζήτηση, προκειμένου να αντισταθμίσει τις προκλήσεις στο διεθνές εμπόριο και τη χαμηλή διεθνή ζήτηση για γερμανικά προϊόντα.
Αν εγκριθεί, αυτή η δημοσιονομική στροφή θα μπορούσε να δώσει ώθηση και στις γειτονικές χώρες της Γερμανίας να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες, όπως άλλωστε επιμένει και ο Τραμπ. Θα μπορούσε επίσης να τονώσει την οικονομία του μπλοκ και να ευνοήσει τις επιχειρήσεις του.
«Η Γερμανία και οι Ευρωπαίοι εταίροι της αναγνωρίζουν ότι αυτό δεν είναι πείραμα», δήλωσε η Σούχα Ντέιβιντ Βιλπ, αντιπρόεδρος εξωτερικών σχέσεων στο think tank German Marshall Fund of the United States. «Η κίνηση του Μερτς θα θεωρούνταν ριζοσπαστική ακόμη και πριν από έξι μήνες, τώρα όμως είναι αναμενόμενη και αναγκαία», τόνισε, σύμφωνα με τη Wall Street Journal. Εξακολουθούν βέβαια να εκκρεμούν πολλά και μεγάλα ερωτήματα. Κατ’ αρχάς, η εξαίρεση των στρατιωτικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς κανόνες και το ταμείο υποδομών απαιτεί συνταγματική αναθεώρηση και δεν είναι σίγουρο ότι θα εξασφαλίσει τα απαιτούμενα δύο τρίτα του κοινοβουλίου. Ο Μερτς και η μελλοντική κυβέρνηση συνασπισμού θα πρέπει επίσης να αποφασίσουν πόσο θέλουν να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες.
Η μεγαλύτερη κερδισμένη θα είναι κατά πάσα πιθανότητα η Γερμανία. Επειτα από χρόνια φειδωλών κινήσεων έχει ένα από τα χαμηλότερα χρέη στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ωστόσο, η χρόνια υποεπένδυση οδήγησε σε ένα αναξιόπιστο σιδηροδρομικό δίκτυο, ένα προβληματικό δίκτυο τηλεπικοινωνιών, ένα παλιό ηλεκτρικό δίκτυο και μια δημόσια διοίκηση που βαρύνεται από τη γραφειοκρατία. Αρκετοί αναλυτές ανέβασαν ήδη τις αναπτυξιακές προβλέψεις τους για τη χώρα. Ενδεικτικά, η Morgan Stanley εκτίμησε ότι τα πακέτα άμυνας και επενδύσεων μπορεί να ξεπεράσουν το 1 τρισ. ευρώ. Η ανάπτυξη της οικονομίας μπορεί να επιταχυνθεί μεταξύ 1,5% και 2% από το 2027, έναντι προηγουμένων προβλέψεων της Bank of America, που ανέμενε στασιμότητα.
Υπάρχουν βέβαια και ρίσκα. Η γερμανική οικονομία έχει σχετικά χαμηλή ανεργία και έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων, δήλωσε στη Wall Street Journal ο Γιοργκ Κράμερ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Commerzbank στη Φρανκφούρτη. «Σε ό,τι αφορά τις υποδομές, θα είναι δύσκολο να βρει κανείς τεχνίτες», υποστήριξε. Οι περισσότεροι πάντως συμφωνούν ότι η τολμηρή κίνηση του Μερτς έχει περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους, ιδίως εάν τονώσει την οικονομική εμπιστοσύνη σε μια περίοδο υψηλής γεωπολιτικής αβεβαιότητας, μέσω της ενθάρρυνσης των επενδύσεων και της κατανάλωσης. «Υπάρχει μια επενδυτική υπόθεση ότι οι στρατιωτικές δαπάνες κάνουν την Ευρώπη πιο ασφαλή», δήλωσε ο Γιάκομπ Κίρκεγκαρντ του Peterson Institute for International Economics, «απελευθερώνοντάς μας από το έλεος των όλο και πιο απρόβλεπτων Αμερικανών προέδρων».
Πηγή: Pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο