
Την ανάγκη να προχωρήσει η Ευρώπη ταχέως στην ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας πανευρωπαϊκών εμβληματικών έργων και κοινών αμυντικών πρότζεκτ αναδεικνύει ως μονόδρομο για να ξεπεράσει την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ η επονομαζόμενη «Λευκή Βίβλος για το Μέλλον της Αμυνας», που θα παρουσιάσει η Κομισιόν την Τετάρτη.
Παράλληλα, δίνεται προτεραιότητα στην αγορά οπλικών συστημάτων ευρωπαϊκής παραγωγής, ενώ τονίζεται η «ενισχυμένη συνεργασία» με «ομοϊδεάτισσες» τρίτες χώρες, στις οποίες περιλαμβάνεται η Τουρκία.
«Η ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής άμυνας απαιτεί τεράστιες επενδύσεις για μια παρατεταμένη περίοδο» τονίζεται στο προσχέδιο των 20 σελίδων, το οποίο έχουν στη διάθεσή τους «ΤΑ ΝΕΑ».
Ξεκαθαρίζεται επίσης εξαρχής ότι «δεν μπορεί πλέον να αποκλείεται ο κίνδυνος επίθεσης κατά ενός κράτους – μέλους της ΕΕ.
Η Ευρώπη θα πρέπει να είναι έτοιμη για όλα τα σενάρια, ακόμη και τα πιο ακραία ενδεχόμενα δεν μπορεί να αποκλειστούν».
Εκτιμάται δε ότι «η ανάγκη αποτροπής από τη ρωσική ένοπλη επιθετικότητα θα παραμείνει ακόμη και έπειτα από μια δίκαιη και διαρκή ειρηνευτική συμφωνία με την Ουκρανία», ενώ τονίζεται ότι υπάρχει κίνδυνος οι ΗΠΑ «να περιορίσουν ή και να σταματήσουν» την παροχή οπλικών συστημάτων στην ΕΕ.
Παράλληλα, σημειώνεται ότι «επίθεση εναντίον ενός κράτους – μέλους είναι επίθεση σε όλους τους άλλους».
«Ο μόνος τρόπος να ξεπεράσει η ΕΕ την εξάρτηση από τις ΗΠΑ είναι να αναπτύξει τις απαραίτητες ικανότητες μέσω κοινών ευρωπαϊκών πρότζεκτ».
Η ανάπτυξη και η προμήθειά τους «δεν μπορεί να γίνει πλέον σε επίπεδο κρατών – μελών μεμονωμένα», αλλά χρειάζεται «ενισχυμένη συνεργασία», αναφέρεται στο προσχέδιο, το οποίο τελεί ακόμη υπό επεξεργασία.
Βραχυπρόθεσμα, προκειμένου τα κράτη – μέλη να επανεξοπλιστούν επειγόντως, και μακροπρόθεσμα, για να καλυφθούν τα κενά σε κρίσιμες ικανότητες που έχουν εντοπιστεί από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Στο έγγραφο ξεκαθαρίζεται, άλλωστε, ότι «το ΝΑΤΟ παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της συλλογικής άμυνας στην Ευρώπη», ενώ καταγράφονται επτά βασικοί τομείς για επενδύσεις ως προτεραιότητα.
Αυτοί καλύπτουν αεράμυνα και πυραυλική άμυνα, συστήματα πυροβολικού, πυρομαχικά και πυραύλους, drones και συστήματα αναχαίτισής τους, στρατιωτική κινητικότητα, τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ), κβαντική τεχνολογία, κυβερνοχώρο και ηλεκτρονικό πόλεμο, καθώς και στρατηγικούς enablers, μαχητικές ικανότητες και προστασία ζωτικής σημασίας υποδομών.
Για να κλείσουν τα κενά στις αμυντικές ικανότητες της ΕΕ «απαιτείται επίσης η ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας πανευρωπαϊκών εμβληματικών έργων», τα οποία θα μπορούσαν να στηριχθούν από όλο το εύρος των οικονομικών εργαλείων της ΕΕ, ενώ για να μπουν σε τροχιά υλοποίησης η Κομισιόν καλεί τα κράτη – μέλη να «συμφωνήσουν ταχέως» στα πιο κρίσιμα.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται, επίσης, στην ανάγκη για συλλογικές προμήθειες και η Κομισιόν καλεί τους «27» «να εντείνουν ταχέως τις συνεργατικές αμυντικές προμήθειες σύμφωνα με τον συμφωνημένο στόχο τουλάχιστον 35%».
Οπως αναφέρεται στο έγγραφο, «η Επιτροπή θα επανεξετάσει την οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις άμυνας και ασφάλειας για να εισαγάγει την αρχή της ευρωπαϊκής προτίμησης και να παράσχει μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις».
Συνιστάται ξεκάθαρα ότι θα πρέπει για την αγορά αμυντικών συστημάτων να αναζητείται λύση εντός της ΕΕ, να γίνεται διαπραγμάτευση με ευρωπαίους προμηθευτές, πιθανώς και με την υποστήριξη της ΕΕ, και αν δεν υπάρξει διαθέσιμη λύση εντός των απαιτούμενων τιμών, καθυστερήσεων και επιδόσεων, τα κράτη – μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο αγοράς από εταιρείες «ομοϊδεατισσών» τρίτων χωρών.
Τονίζεται, επίσης, ότι η «ενισχυμένη συνεργασία» της ΕΕ με «ομοϊδεάτες» εταίρους είναι καίριας σημασίας για την ευρωπαϊκή άμυνα, ενώ γίνονται συγκεκριμένες αναφορές σε έξι χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεγάλη Βρετανία, Νορβηγία, Τουρκία, Ινδία) και σε τρεις της περιοχής του Ινδοειρηνικού (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία).
Για τις ΗΠΑ, τονίζεται ότι «ένας ισχυρός διατλαντικός δεσμός παραμένει κρίσιμος για την άμυνα της Ευρώπης», ενώ δίνεται έμφαση σε υφιστάμενες ή μελλοντικές «Εταιρικές Σχέσεις Ασφάλειας και Αμυνας» με Καναδά, Μεγάλη Βρετανία, Νορβηγία. Ειδικά για τη Νορβηγία προτείνεται να συμμετέχει στα εμβληματικά έργα της ευρωπαϊκής άμυνας.
Για την Τουρκία, η οποία χαρακτηρίζεται «μακροχρόνιος εταίρος στον τομέα της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας», αναφέρεται ότι «η ΕΕ θα συνεχίσει να δεσμεύεται εποικοδομητικά για την ανάπτυξη μιας αμοιβαία επωφελούς εταιρικής σχέσης σε όλους τους τομείς κοινού ενδιαφέροντος με βάση την ισότιμη δέσμευση από την πλευρά της Τουρκίας να προχωρήσει σε μια πορεία συνεργασίας».
Τονίζεται, μάλιστα, ότι η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο «θα πρέπει να παρέχει την ευκαιρία να συνεργαστούμε με τους εταίρους μας» στις πιο κρίσιμες περιοχές αμυντικών ικανοτήτων, ενώ σημειώνεται ότι η συμμετοχή τους στα πρότζεκτ της PESCO «μπορεί να ενθαρρυνθεί κατά περίπτωση».
Σημαντική θεωρείται και η ανάγκη εμβάθυνσης της ενιαίας αγοράς για την άμυνα.
Αναφέρεται ότι η Επιτροπή θα προτείνει, έως τον Ιούνιο του 2025, κανονισμό για την απλούστευση του αμυντικού συστήματος, στρατηγική για την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς αμυντικών προϊόντων και υπηρεσιών, και στρατηγική για τον μετασχηματισμό της άμυνας μέσω ΤΝ και κβαντικών υπολογιστών.
Οσον αφορά τις επιλογές χρηματοδότησης, η «Λευκή Βίβλος» αναφέρεται στις επιλογές που παρουσιάστηκαν στο σχέδιο ReArm Europe, στο νέο εργαλείο δανείων των 150 δισ. ευρώ, στην κινητοποίηση 650 δισ. ευρώ μέσω της εθνικής ρήτρας διαφυγής – προτείνεται μάλιστα να ενεργοποιηθεί μέχρι τον επόμενο Απρίλιο.
Αναφέρεται επίσης ότι η Επιτροπή θα παρουσιάσει στην ενδιάμεση αναθεώρηση της πολιτικής συνοχής επιλογές για να κατευθύνουν περισσότερα κονδύλια προς την άμυνα.
Ως επιλογές αναφέρονται ακόμη η ΕΤΕπ και η κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων, ενώ τονίζεται ότι το επόμενο ΠΔΠ θα πρέπει να παρέχει ένα ολοκληρωμένο και ισχυρό πλαίσιο υποστήριξης της άμυνας της ΕΕ μέσω και της κλιμάκωσης των αμυντικών βιομηχανικών προγραμμάτων.
Επίσης η Επιτροπή θα εργαστεί, κατά προτεραιότητα, για να εξαλείψει ή να χαλαρώσει τους περιορισμούς για τις μεγάλες επιχειρήσεις στον αμυντικό τομέα.
Το έγγραφο παρουσιάζει, τέλος, μια σειρά από βασικά μέτρα στήριξης της Ουκρανίας, που περιλαμβάνουν παροχή 1,5 εκατ. βλημάτων πυροβολικού, συστήματα αεράμυνας, συνέχιση της εκπαίδευσης ουκρανικών στρατευμάτων, απευθείας παραγγελίες από την αμυντική βιομηχανία της Ουκρανίας, στενότερη διασύνδεση της Ουκρανίας με τα στρατιωτικά προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΕ και επέκταση των στρατιωτικών διαδρόμων κινητικότητας της Ενωσης και διαστημικών προγραμμάτων για να την περιλάβουν.
Προτείνεται, μάλιστα, η δημιουργία task force, ενώ σημειώνεται ότι η Ευρώπη «θα πρέπει να ενσωματώσει την ουκρανική αμυντική βιομηχανία σε αυτή της ΕΕ».