
Με τον βαρύγδουπο τίτλο «Η εποχή των επανεξοπλισμών» χαρακτήρισε το μεγαλόπνοο σχέδιό της «Rearm Europe Plan» για την εκτόξευση των κοινών αμυντικών ευρωπαϊκών δαπανών η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στην επιστολή που απέστειλε στους ηγέτες των κρατών – μελών για να εξηγήσει το σχέδιο και την κοστολόγησή του.
Και, βέβαια, κατ’ ουσίαν, για να ζητήσει το πράσινο φως προκειμένου η Ευρώπη να πάρει στα χέρια της την ασφάλειά της περίπου σε βάθος πενταετίας, αναλύοντας το πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί με βάση την αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών – μελών κατά 1,5% του ΑΕΠ τους.
Η πρόεδρος της Επιτροπής, που έχει διατελέσει υπουργός Αμυνας της Γερμανίας, γνωρίζει φυσικά ότι το σχέδιό της είναι απλώς και μόνον ευχολόγιο.
Επίσης γνωρίζει ότι ακόμα και αν γινόταν πραγματικότητα, κάτι που είναι περίπου αδύνατον να συμβεί καθώς απαιτεί να συμφωνήσουν τα κράτη – μέλη που ούτε θέλουν να πληρώσουν, ούτε, κυρίως, μοιράζονται όλα τις ίδιες αντιλήψεις επί του θέματος, τα 800 δισ. ευρώ, όσο εντυπωσιακά κι αν ακούγονται, κάθε άλλο παρά επαρκούν για τον σκοπό που καλούνται να εκπληρώσουν, ιδίως όταν η ΕΕ βρίσκεται έτη φωτός πίσω σε τεχνολογίες που μπορούν να την καταστήσουν πραγματικά υπερδύναμη ικανή να εισέλθει στο κλαμπ των δύο μεγάλων.
Τέλος, γνωρίζει κάτι ακόμα: ότι κι αν όλα αυτά μπορούσαν να προσπεραστούν, το μέγα ερώτημα παραμένει: ποιος θα είναι ο πραγματικός αρχηγός αυτής της πολεμικής μηχανής;
Ερώτημα που δεν έχει απάντηση: γιατί κάθε άλλο παρά υφίσταται μία πραγματική ενιαία ευρωπαϊκή βούληση και ένας αντίστοιχος μηχανισμός στον οποίο τα κράτη – μέλη, ιδίως τα ισχυρά, υπάρχει η ελάχιστη πιθανότητα να εναποθέσουν τέτοια ισχύ, που αυτομάτως θα απολέσουν τα ίδια.
Πάντως, για να ικανοποιηθεί και η περιέργεια όσων πιστεύουν στα θαύματα, ας υποθέσει κανείς ότι, τελικά, με κάποιο… μεταφυσικό τρόπο, όλα αυτά γίνονται πραγματικότητα – και μάλιστα έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Τότε, εγείρεται το τελικό ερώτημα – αν και δεν θα φτάσουμε ως εκεί: ποια θα είναι η δουλειά αυτής της στρατιωτικής ευρωπαϊκής μηχανής που όμοιά της δεν έχει δει η ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου;
Η προφανής απάντηση είναι φυσικά απόρροια της αιτίας για την οποία επιχειρείται η δημιουργία της: η προστασία της Ευρώπης από τη Ρωσία.
Ομως, πέραν αυτού; Τι θα συμβεί λ.χ. με το ζήτημα που καίει περισσότερο από κάθε τι την Ελλάδα, δηλαδή με τον τουρκικό επεκτατισμό;
Θα μπορεί η χώρα που θα είναι τμήμα αυτού του μηχανισμού να βασιστεί σε αυτόν προκειμένου να είναι ασφαλή τα σύνορά της;
Η απάντηση είναι, δυστυχώς, ήδη εξίσου προφανής: ασφαλώς όχι.
Τέτοιο ζήτημα όχι απλώς δεν τίθεται, αλλά, αντίθετα, η Τουρκία είναι αυτή τη στιγμή ήδη πιο προνομιακός συνομιλητής όλης αυτής της υπόθεσης απ’ ό,τι η
Ελλάδα.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κόστα έσπευσε ήδη να δηλώσει ότι «Η Τουρκία είναι στρατηγικός εταίρος, υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ χώρα και σύμμαχος στο ΝΑΤΟ.
Ανυπομονούμε να συνεχίσουμε να ενισχύουμε τη σχέση μας.
Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, εκτιμούμε τον ρόλο της Τουρκίας ως σημαντικού παγκόσμιου και περιφερειακού παράγοντα…».
Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή ασφάλεια «αδιανόητη» χωρίς τη συμμετοχή της χώρας του και ήδη θεωρεί αυτονόητη τη συμμετοχή της. Παράλληλα, η Αγκυρα καλείται στις διαβουλεύσεις του Λονδίνου με τις κύριες ευρωπαϊκές χώρες για την Ουκρανία, με την Ελλάδα να αγνοείται ξανά παντελώς, ενώ η Τουρκία διαδραματίζει και ρόλο στη διευκόλυνση των αμερικανορωσικών διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία.
Πλέον, ακόμα και η Γαλλία βλέπει ανοιχτά την Τουρκία ως σκέλος αυτής της υπόθεσης, και αυτή σε πολλά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της εξοπλιστικής αγοράς.
Διά ταύτα: ας μην αρχίσουν πάλι ανόητες, πικρές αυταπάτες.