Να προσπαθήσω να το πω με τον πιο απλό τρόπο, με ένα παράδειγμα. Ας πούμε ότι πιάσαμε κάποιον να κλέβει. Τον πιάσαμε μάλιστα επ’ αυτοφώρω, δηλαδή η ενοχή του είναι σχεδόν αυταπόδεικτη. Αν τον κατηγορήσουμε όμως για κάτι πολύ περισσότερο από το αποδεδειγμένο, λ.χ., αν τον κατηγορήσουμε ότι, όχι μόνο έκλεψε, αλλά και βίασε και σκότωσε από πάνω, ενώ τέτοιες κατηγορίες δεν αποδεικνύονται εις βάρος του, τότε υπονομεύουμε τη δική μας αξιοπιστία.
Ετσι ακριβώς αντιλαμβάνομαι το λάθος της αντιπολίτευσης, στη γιούργια που έχει εξαπολύσει σύσσωμη τις τελευταίες εβδομάδες κατά της κυβέρνησης. Ενώ θα μπορούσαν να τη χτυπούσαν κάτω σαν χταπόδι, αν έμεναν στις αποδεδειγμένες παραλείψεις, αυτές που παραδέχτηκε ο Πρωθυπουργός στην περίφημη συνέντευξή του και οι οποίες συνιστούν αποδείξεις κυβερνητικής αδιαφορίας, εκείνοι υπερακοντίζουν με κατηγορίες υπερβολικές, οι οποίες δεν αντέχουν στην εξέταση της λογικής. Ποιος πιστεύει, ας πούμε, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προσωπικό συμφέρον από μια λαθραία μεταφορά (θρυλούμενη, επί του παρόντος) ξυλόλιου αξίας δύο ή το πολύ τριών χιλιάδων ευρώ; Αν τον χτυπούσαν ανελέητα για αυτά που παραδέχτηκε, για την απουσία κεντρικού συντονισμού στην έρευνα, που ισοδυναμεί με αδιαφορία, δύσκολα θα είχε κάτι να απαντήσει. Οταν τον κατηγορούν ότι συγκαλύπτει λόγω οικονομικού συμφέροντος, του δίνουν την ευκαιρία να περάσει στην αντεπίθεση. Με την τερατολογία, δηλαδή, του προσφέρουν σανίδα σωτηρίας.
Αναρωτιέμαι γιατί χαραμίζουν τέτοια ευκαιρία – γιατί η κυβερνητική ανεπάρκεια στην υπόθεση της διερεύνησης των Τεμπών, επί δύο χρόνια μάλιστα, αποτελεί την πρώτη αληθινή ευκαιρία της αντιπολίτευσης. Γιατί λοιπόν τη χειρίζονται με τέτοια επιπολαιότητα; Είναι όμως κάτι πολύ περισσότερο και πολύ χειρότερο από κοινή επιπολαιότητα: είναι η λογική της αρπαχτής στην εφαρμοσμένη πολιτική. Αυτό συμβαίνει τώρα στην αντιπολίτευση. Αντί να εξασφαλίσει τη νίκη σε μια μάχη, η οποία ίσως αποδειχθεί καθοριστική στην τελική έκβαση του πολέμου, ρίχνει μια απεγνωσμένη γιούργια, με την ελπίδα ότι θα κερδίσει μεμιάς τον πόλεμο. Αυτή είναι η λογική της αρπαχτής και, όπως φαίνεται, έχει διαβρώσει τη νοοτροπία της Αριστεράς.
Με αφορμή την ανάδειξη της αρπαχτής σε πολιτική στρατηγική, να παραδεχτώ ότι, όσο περνούν τα χρόνια, αναγνωρίζω ότι η δεκαετία του 1980 και τα ήθη που καθιέρωσε μεταμόρφωσαν την Ελλάδα σε έκταση και βάθος, που ακόμα δεν μπορούμε να συλλάβουμε πλήρως. Είναι φυσικό όμως, γατί θυμίζω τι απάντησε ο Τσου Εν Λάι, όταν τον ρώτησαν αν δικαιώθηκε ιστορικά η Γαλλική Επανάσταση: «Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να μπορούμε να πούμε».
ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ
Τελικά, η εξυπνότερη όλων των συριζαίων είναι η Ολγα Γεροβασίλη. Για τους πασόκους δεν συζητώ, τον Νίκο Ανδρουλάκη τον πουλάει και τον αγοράζει. Η κυρία Γεροβασίλη έκανε το εξής σατανικό: εν παρόδω σε συζήτηση με δημοσιογράφους στη Βουλή, κάρφωσε το ΠΑΣΟΚ για την ολιγωρία του στο θέμα της δικογραφίας. Επιβεβαίωσε, δηλαδή, ότι αν το ΠΑΣΟΚ είχε φροντίσει να ενημερωθεί, όπως είχαν φροντίσει να κάνουν άλλοι, θα γνώριζε από το καλοκαίρι τα συμπληρωματικά στοιχεία, που μόλις ανακάλυψε. Από εκεί και πέρα, η κυρία Γεροβασίλη δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα περισσότερο, το ΠΑΣΟΚ τα κατάφερε μόνο του να γίνει ρεζίλι. Ακουσα, λ.χ., τον συνήθως εριστικό εκπρόσωπο Τύπου, τον κ. Τσουκαλά, να δικαιολογείται ότι λόγω των εσωκομματικών εκλογών τους δεν ενημερώθηκαν για τα νέα στοιχεία.
Βέβαια, στον ΣΥΡΙΖΑ το πήραν στραβά και την επανέφεραν στη γραμμή. Τη δουλειά της όμως την είχε κάνει η κυρία Γεροβασίλη και το ΠΑΣΟΚ είχε εκτεθεί ανεπανόρθωτα για την προχειρότητά του. Διότι, πείτε μου, ποιος είναι ο σκοπός για τον οποίο γίνεται ο ξεσηκωμός της αντιπολίτευσης για τα Τέμπη; Να πέσει η κυβέρνηση είναι αδύνατον. Γίνεται, προκειμένου να αναδειχθεί το κόμμα με τη δυναμική της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτός είναι ο πραγματικός σκοπός του παιχνιδιού. Η κυρία Γεροβασίλη το έπιασε και, γι’ αυτό έβαλε την τρικλοποδιά στο ΠΑΣΟΚ. Νομίζω ότι, μετά την περίοδο Γιωργάκη, το ΠΑΣΟΚ ουδέποτε συνήλθε…