Το έχει πει ένας βρετανός πρωθυπουργός, ο Χάρολντ ΜακΜίλαν. «Τα γεγονότα, παιδί μου, τα γεγονότα», είχε απαντήσει σε κάποιον δημοσιογράφο που τον είχε ρωτήσει ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση της πρωθυπουργίας του. Το είχε πει νωρίτερα άλλος ένας, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. «Η μόνη αντιπολίτευση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε», αγόρευε το 1919, «είναι η αντιπολίτευση των γεγονότων». Το έχουν επαναλάβει έκτοτε δεκάδες πολιτικοί στον κόσμο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει πια να συγκαταλέγεται ανάμεσά τους. Θα μπορούσε, μάλιστα, να προσθέσει μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή του διάσημου ρητού. Πως καμιά φορά τα πεισματάρικα γεγονότα – όπως τα φίδια μπορεί να γυρίσουν να σε δαγκώσουν αφού τα έχεις σκοτώσει – μπορεί κι αυτά να επιστρέψουν θανατηφόρα, όταν πια νομίζεις ότι έχεις ξεμπερδέψει μαζί τους.
Τα Τέμπη επιστρέφουν. Οι φωνές των ανθρώπων, που είχαν επιζήσει της σύγκρουσης και πνίγηκαν στους καπνούς της πυρκαγιάς, αφύπνισαν το εν υπνώσει ρήγμα. Το φορτίο εκρηκτικής συναισθηματικής ύλης, που συνοδεύει την υπόθεση εξαρχής, ενεργοποιήθηκε ξανά. Και ενεργοποίησε με τη σειρά του μια πολιτική δυναμική εντελώς διαφορετική από εκείνη που είχε, σε πρώτο χρόνο, καταγραφεί.
Στις πρώτες δημοσκοπήσεις, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2023, σε υψηλά ποσοστά της τάξης του 94% (METRON, Μάρτιος 2023), οι πολίτες θεωρούσαν πως για την τραγωδία υπάρχουν πολιτικές ευθύνες. Αλλά στην κατανομή αυτής της ευθύνης, ένα 78% την καταλόγιζε σε όλες τις κυβερνήσεις διαχρονικά και μόνον ένα 22% ειδικά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δύο μήνες μετά την τραγωδία, η δημοσκοπική εικόνα είχε πάρει οριστική μορφή. Τα ποσοστά της ΝΔ σε άνοδο και του ΣΥΡΙΖΑ σε πτώση. Το φονικό στα Τέμπη, σε πρώτο χρόνο, είχε προκαλέσει περισσότερο φόβο παρά οργή, μεγαλύτερη ανάγκη για σταθερότητα, ασφάλεια, προστασία, παρά για τιμωρία. Και, εν τέλει, η τραγωδία κόστισε πολιτικά στην αμήχανη αντιπολίτευση περισσότερο από ό,τι στην πολυμήχανη κυβέρνηση. Και αυτό αποτυπώθηκε και στο αποτέλεσμα των εκλογών.
Με κάποιο παράδοξο τρόπο, η νίκη της ΝΔ και η καταστροφική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, που έγιναν τρεις μόλις μήνες μετά τα Τέμπη, εξηγούνται (και) από την πολιτική διαχείριση εκείνου του σοκ. Η ΝΔ κέρδισε όχι μόνο επειδή έπεισε ότι η ευθύνη διαχέεται στον χρόνο. Μα προπάντων επειδή κατάφερε να πείσει ότι εκείνη μπορεί, περισσότερο από τον εξουδετερωμένο ανταγωνιστή της, να γιατρέψει το τραύμα, να κάνει κάτι για τις φοβερές, διαχρονικές αμαρτίες που η τραγωδία των Τεμπών έφερνε στο φως, την εγκατάλειψη του σιδηροδρομικού δικτύου στην κακοδιοίκηση, το ρουσφέτι και τη διαφθορά, αλλά και, γενικότερα, για το συνολικό πρόβλημα της λειτουργίας ενός κράτους που τόσο εύκολα μπορεί να γλιστρήσει από τον ρόλο του φύλακα και εγγυητή στον ρόλο του φονιά. Μα ό,τι ήταν τότε, σε πρώτο χρόνο, πολιτικά σωτήριο γίνεται τώρα, σε δεύτερο χρόνο, εξαιρετικά ζημιογόνο.
Είχε δοθεί έγκαιρα μια ισχυρή προειδοποίηση. Ενα χρόνο μετά τα Τέμπη, πέρυσι τον Μάρτιο, οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν μεγάλη κυβερνητική φθορά. Μεγάλες πλειοψηφίες θεωρούσαν πως η χώρα πηγαίνει σε λάθος κατεύθυνση. Η αλαζονεία, η πλήρης έλλειψη ενσυναίσθησης των εκπροσώπων της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τη διαβόητη σύμβαση 717 είχε σοκάρει. Και μια δημοσκόπηση της METRON, τον Μάρτιο του ’24, διαπίστωνε πως ένα 88% πίστευε ότι το πολιτικό και το δικαστικό σύστημα δεν έχουν κινηθεί αποτελεσματικά, επί δώδεκα μήνες, ώστε να αποδοθούν οι ευθύνες για το σιδηροδρομικό δυστύχημα. Η προειδοποίηση αγνοήθηκε, ακόμη κι όταν άφησε το αποτύπωμά της και στην κάλπη των ευρωεκλογών. Ο νικητής των εκλογών του 2023 έμοιαζε να μην έχει καταλάβει ότι η εμπιστοσύνη είχε δοθεί υπό αίρεση, με προϋποθέσεις.
Και τώρα, καθώς συμπληρώνονται σε λίγο δύο χρόνια από το αδιανόητο, το «γεγονός» επιστρέφει για να εκδικηθεί. Η κυβέρνηση πληρώνει μιαν υπόσχεση που δεν εκπλήρωσε, μια επιείκεια που δεν δικαίωσε. Και πληρώνει για αμαρτίες που σε πρώτο χρόνο της είχαν συγχωρεθεί. Την αγχωμένη προσπάθεια, πρώτα, να βγουν τα Τέμπη από το εκλογικό κάδρο κι έπειτα την υπερφίαλη βεβαιότητα ότι πάει, ξεχάστηκαν. Τη θριαμβευτική εκλογική επιβράβευση του υπουργού που είχε μόλις παραιτηθεί για να αναλάβει την ευθύνη της τραγωδίας. Την υπεροπτική συμπεριφορά απέναντι σε συγγενείς θυμάτων που αντιμετωπίζονταν ως πολιτικοί αντίπαλοι. Τα κομματικά νταϊλίκια στην εξεταστική. Και, φυσικά, τη βιαστική και αφοριστική διαβεβαίωση του Πρωθυπουργού πως «γνωρίζουμε ακριβώς τι μετέφερε το εμπορικό τρένο και δεν υπήρχε τίποτα εύφλεκτο».
Τα Τέμπη, λοιπόν, όπως το 2023 έτσι και το 2025, αποκτούν μια διάσταση ευρύτερη από εκείνη ενός δυστυχήματος που συγκινεί βαθιά και για το οποίο απαιτείται αλήθεια και δικαιοσύνη. Γίνονται ένα σύμβολο που συμπυκνώνει τη «σκοτεινή πλευρά της μεταπολίτευσης», αμαρτίες τις οποίες πληρώσαμε με μια επώδυνη χρεοκοπία και από τις οποίες θα έπρεπε να απαλλαγούμε. Κι αν τότε τότε, το ’23, λειτούργησαν ως ατού για εκείνον που υποσχόταν ότι μπορεί να αλλάξει το βαθύ ελληνικό κράτος, τώρα γίνονται η απόδειξη ότι η μεταρρυθμιστική υπόσχεση προδόθηκε. Ή, ακόμη χειρότερα, ότι τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει, ότι «αυτή είναι η Ελλάδα» και «αυτοί την κυβερνούν», οπότε δεν μένει παρά η απόσυρση στην αποχή ή η οργισμένη αντισυστημική καταγγελία.
Ο Πρωθυπουργός βρίσκεται μόνος απέναντι στην «αντιπολίτευση των γεγονότων». Με μια ευθύνη που δεν μοιράζεται με άλλους. Τα «γεγονότα» φθείρουν ταχύτερα και είναι πολύ δυσκολότερα διαχειρίσιμα από την κλασική αντιπολίτευση των πολιτικών αντιπάλων. Αυτή είναι η δύσκολη πρόκληση, στην οποία με μεγάλη καθυστέρηση και στη σκιά των κινητοποιήσεων της περασμένης Κυριακής, επιχείρησε να απαντήσει με μια τηλεοπτική συνέντευξη – «damage control» ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μα έχει και η αντιπολίτευση μια πρόκληση να αντιμετωπίσει. Να αποσπάσει τα πρωτεία από την «αντιπολίτευση των γεγονότων». Να βρει τρόπο να εκφράσει εκείνη πειστικά όχι απλώς το αίτημα της κάθαρσης μιας τραγωδίας, μα και το αίτημα της αλλαγής, της μεταρρύθμισης που η τραγωδία ενσωματώνει.
Source link