O κύβος ερρίφθη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτίμησε τον Κωνσταντίνο Τασούλα, μια υποψηφιότητα από το κόμμα του, μια προσωπικότητα που δέσποσε στο Κοινοβούλιο, ως πρόεδρος από το 2019. Η επιβολή του και η ευρύτερη αποδοχή του δεν οφείλονται μόνο στη μετριοπάθειά του αλλά, επίσης, στην πνευματικότητα και στο χιούμορ του.
Προφανώς, στη συγκεκριμένη επιλογή μέτρησαν αρκετοί παράγοντες, εκτός της προσωπικότητας του προέδρου της Βουλής. Πιστεύω ότι ο σημαντικότερος λόγος για αμιγώς κομματικό Πρόεδρο δεν ήταν τόσο η εσωτερική πίεση της βαθιάς Δεξιάς (αυτή ο Μητσοτάκης την εξουδετέρωσε εξουδετερώνοντας τον Αντώνη Σαμαρά), όσο η κατάσταση στην Ευρώπη, η άνοδος και η απειλή μιας ριζοσπαστικής Ακροδεξιάς, η οποία στην Ελλάδα πρέπει να μείνει χωρίς επιχειρήματα και ερείσματα. Εχοντας παγιώσει μια σχέση με την Αριστερά (συμπεριλαμβάνω το ΠΑΣΟΚ), η οποία αδυνατεί να κατανοήσει τον εαυτό της ως δημιουργική δύναμη στο πλαίσιο της δημοκρατικής τάξης και επιμένει να αντιλαμβάνεται την πολιτική αποκλειστικά ως διαμαρτυρία, ο Πρωθυπουργός επέλεξε στρατηγικά να αφαιρέσει τη δυναμική της Ακροδεξιάς. Οι δεξιές ωσμώσεις σε μια ευνοϊκή συγκυρία θα μπορούσαν να αφαιρέσουν από τη ΝΔ δυνάμεις ή και να της προξενήσουν κρίση.
Ο Μητσοτάκης τις ακυρώνει, επέλεξε δηλαδή να συσπειρώσει το κόμμα του, να ενισχύσει την κομματική του βάση – κι ίσως αυτός είναι ο λόγος που δεν έδωσε το χρίσμα είτε εκ νέου στην Κατερίνα Σακελλαροπούλου είτε σε κάποια άλλη υποψηφιότητα κοντινή στο ΠΑΣΟΚ.
Αυτό, προφανώς, δεν έχει να κάνει με την κομματική ταυτότητα του Κωνσταντίνου Τασούλα ούτε με την πολιτική συγγένειά του με τον Ευάγγελο Αβέρωφ που πολλοί του προσάπτουν, θέλοντας να τονίσουν τα συντηρητικά χαρακτηριστικά της ιδεολογίας του – ξεχνούν, βέβαια, την πολιτική προσφορά του Αβέρωφ μέσα στον χρόνο και, ιδίως, τη συμβολή του στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και στην επιστροφή ως πρωθυπουργού το 1974 του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Επιπλέον, ο συντηρητισμός, που πολλοί προσάπτουν στον Κωνσταντίνο Τασούλα, δεν είναι μομφή για έναν συνεπή πολιτικό όταν είναι στάση ζωής – ενώ μομφή είναι με βεβαιότητα ο λαϊκισμός ως συγκίνηση, ως οργή, ως καθολική άρνηση και ως αντισυστημισμός, δεξιός κι αριστερός.
Ως πρόεδρος της Βουλής, ο Κωνσταντίνος Τασούλας κέρδισε κύρος και εμβέλεια πέραν του κόμματός του, επειδή υπηρέτησε το έργο του με συνέπεια και αφοσίωση, στο πλαίσιο των ορίων που θέτει το Σύνταγμα. Η στάση ζωής του απέναντι στα πράγματα τον έκανε συναινετικό και ευρύτερα αποδεκτό, όχι μόνο από πολιτικούς αντιπάλους του αλλά και από πολιτικά κόμματα. Και η στοχαστική στάση του στα πράγματα, του έδωσε τα χαρακτηριστικά ενός ενάρετου πολίτη, προσιτού αλλά και τόσο διαφορετικού, άξιου σεβασμού.
Το κύρος του, ως συνεπούς πολιτικού, που κατανοεί την εποχή και τις διαφορές τις οποίες παράγει, είναι βέβαιο ότι έπαιξε μεγάλο ρόλο στην επιλογή του από τον Πρωθυπουργό. Ο Μητσοτάκης επέλεξε τον Κωνσταντίνο Τασούλα για έναν επιπλέον λόγο: επειδή είναι βέβαιο ότι, όσο τηρούνται το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, δεν θα λειτουργήσει ως αντίπαλος πόλος εξουσίας στην κυβέρνηση. Ο Μητσοτάκης, δηλαδή, έπαιξε στα σίγουρα.
Αυτός είναι και ο λόγος της άμεσης αντίδρασης της αντιπολίτευσης. Η συναίνεση που η αντιπολίτευση υποσχόταν πρότεινε ή επιδίωκε υποψηφιότητες που στο παρελθόν είχαν επιλέξει στρατηγικές ρήξης. Υποσχόμενα συναινέσεις με τέτοια χαρακτηριστικά, τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης επένδυαν σε μια δυνάμει ανακατωσούρα στο μέλλον. Είναι προφανές ότι ο Μητσοτάκης κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να το ευνοήσει. Γι’ αυτό πήγε στα σίγουρα.
Source link