
Ηταν απόγευμα Κυριακής, 19 Ιουλίου του 2020, όταν ένας άνδρας με στολή της FedEx χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι της Εστερ Σάλας, της πρώτης ισπανόφωνης που έχει διοριστεί ποτέ (προτάθηκε από τον Μπαράκ Ομπάμα το 2010) ως δικαστής στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Νιου Τζέρσεϊ. Μερικά λεπτά αργότερα, ο 20χρονος γιος της, ο Ντάνιελ Αντερλ, ήταν νεκρός και ο 63χρονος σύζυγός της, ο Μαρκ Αντερλ, σοβαρά τραυματισμένος. Ο άνδρας που τους είχε πυροβολήσει, προσποιούμενος τον διανομέα, βρέθηκε την επομένη νεκρός στην Κομητεία Σάλιβαν της Νέας Υόρκης, περίπου δύο ώρες μακριά με το αυτοκίνητο. Σύμφωνα με τις Αρχές, είχε βάλει ο ίδιος με το όπλο του τέλος στη ζωή του.
Οπως αποκαλύφθηκε, ονομαζόταν Ρόι Ντεν Χολάντερ και ήταν δικηγόρος – ένας δικηγόρος που αυτοπεριγραφόταν ως «αντι-φεμινιστής». Ο Χολάντερ είχε γίνει όσο ζούσε κάπως γνωστός επειδή είχε προσφύγει νομικά κατά των «γυναικείων βραδιών» στα μπαρ με ειδικές τιμές για τις επίτιμες προσκεκλημένες, υποστηρίζοντας πως συνιστούν διάκριση. Τη Σάλας τη γνώριζε εξαιτίας μιας άλλης, πολύχρονης υπόθεσης: ο ίδιος είχε αμφισβητήσει νομικά την άρνηση της αμερικανικής κυβέρνησης να ανοίξουν στις γυναίκες οι κατάλογοι της διεύθυνσης επιστράτευσης. Το πιθανότερο είναι πως ήταν εκείνη ο στόχος του. Αλλά δεν θα το μάθουμε ποτέ μετά βεβαιότητας. Ο σύζυγος της Σάλας επέζησε, μαζί έκλαψαν το παιδί τους και η ζωή συνεχίστηκε.
Στις 8 Απριλίου, ενώ ετοίμαζε την ομιλία που θα απηύθυνε την επομένη με αφορμή τα εγκαίνια μιας τράπεζας τροφίμων αφιερωμένης στον γιο της, η 56χρονη Εστερ Σάλας, που είναι πάντα δικαστής στο Νιου Τζέρσεϊ, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα. Ηταν ένας συνάδελφός της, ένας άλλος ομοσπονδιακός δικαστής, ο οποίος της είπε σοκαρισμένος πως είχε παραλάβει μία πίτσα με το όνομα, ακριβώς, του γιου της, του Ντάνιελ Αντερλ, στη θέση του αποστολέα. Οταν άρχισε να το ψάχνει, η Σάλας διαπίστωσε πως δεν ήταν μια μεμονωμένη υπόθεση.
Στην πραγματικότητα, από τον Φεβρουάριο μέχρι σήμερα, εκατοντάδες πίτσες έχουν φτάσει απρόσκλητες στα σπίτια δικαστών, ή και συγγενών δικαστών, σε τουλάχιστον επτά διαφορετικές πολιτείες. Δεν είχαν όλες το όνομα του δολοφονημένου Ντάνιελ στη θέση του αποστολέα, αυτό είναι καινούργιο φαινόμενο. Οπως είπε χαρακτηριστικά η Εστερ Σάλας στην «Washington Post», «ξεκίνησε από δικαστές που έπαιρναν πίτσες, στη συνέχεια παιδιά δικαστών που έπαιρναν πίτσες, και μετά δικαστές ή τα παιδιά τους που έπαιρναν πίτσες τις οποίες δεν είχαν παραγγείλει στο όνομα του δολοφονημένου γιου μου». Η Μισέλ Τσάιλντς, εφέτης στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Κολούμπια, έχει παραλάβει συνολικά επτά φορές πίτσα στο σπίτι της τους τελευταίους μήνες, όλες με άγνωστο αποστολέα, μέσω εφαρμογών. Α, μικρή λεπτομέρεια: οι περισσότεροι από τους δικαστές στους οποίους στέλνονται πίτσες εμπλέκονται σε αγωγές που έχουν κατατεθεί εναντίον πολιτικών της κυβέρνησης Τραμπ.
Η δικαστής Τσάιλντς, για παράδειγμα, έλαβε την πρώτη ανεπιθύμητη πίτσα της λίγο αφότου απέρριψε, από κοινού με έναν άλλο συνάδελφό της, αίτηση δικηγόρων της κυβέρνησης που θα διευκόλυνε την απόλυση του Χάμπτον Ντέλινγκερ, πρώην επικεφαλής του Γραφείου Ειδικού Συμβούλου, μιας ανεξάρτητης υπηρεσίας που προστατεύει τους «whistleblowers», τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Οπως ξαναλέει λοιπόν χαρακτηριστικά η δικαστής Σάλας, «Ξέρουμε τι σημαίνουν όλα αυτά, έτσι δεν είναι; Ξέρουμε ότι το πρώτο είναι, “Ξέρω πού μένεις”. Το δεύτερο είναι, “Ξέρουμε πού ζουν τα παιδιά σου”. Και το τρίτο τώρα είναι, “Θέλετε να καταλήξετε σαν τη δικαστή Σάλας; Θέλεις να καταλήξεις σαν τον Ντάνιελ;”». Ξέρουμε επίσης τουλάχιστον έναν ηθικό αυτουργό, έτσι δεν είναι; Μισό λεπτό να θυμηθούμε πώς λέγεται αυτός ο επικίνδυνος τύπος που στηλίτευσε για πολλοστή φορά προχθές εκείνο που αποκάλεσε «ένα ριζοσπαστικοποιημένο και ανίκανο Δικαστικό Σύστημα» το οποίο, όπως είπε, στέκεται εμπόδιο στην εφαρμογή του σχεδίου του για μαζικές απελάσεις. Α, ναι.
Χάρις σε έναν από αυτούς τους θαρραλέους δικαστές που αντιστέκονται, και πιο συγκεκριμένα στον Ουίλιαμ Κ. Σέσιονς από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Βερμόντ, η 30χρονη Ρουμέισα Οζτούρκ, η τουρκάλα υποψήφια διδάκτορας στο πανεπιστήμιο Ταφτς της Μασαχουσέτης που είχε κυριολεκτικά απαχθεί στις 25 Μαρτίου ενώ περπατούσε στον δρόμο και κρατούνταν έκτοτε σε ένα κέντρο κράτησης μεταναστών της Λουιζιάνα, όλα αυτά επειδή συνυπέγραψε πέρυσι ένα φιλοπαλαιστινιακό άρθρο στην πανεπιστημιακή εφημερίδα, επέστρεψε το βράδυ του Σαββάτου στη Μασαχουσέτη, γεμάτη χαρά και ευγνωμοσύνη. Κινδυνεύει πάντα με απέλαση, αλλά διαβεβαίωσε πως «έχει πίστη στο αμερικανικό δικαστικό σύστημα», επέμεινε πως «η Αμερική είναι η σπουδαιότερη δημοκρατία στον κόσμο». Και είναι παρήγορο να το διαβάζει κανείς αυτό, όταν έχει μόλις δει στην «Guardian» το γράμμα που έγραψε μέσα από ένα (άλλο; το ίδιο;) κέντρο κράτησης της Λουζιάνα ο παλαιστίνιος ακτιβιστής, και επίσης απειλούμενος με απέλαση στο όνομα του αντισημιτισμού, Μαχμούντ Καλίλ, στον γιο που απέκτησε πριν από δύο εβδομάδες με την αμερικανίδα σύζυγό του – οι Αρχές δεν του έχουν επιτρέψει να τον δει.
Στις εποχές ακραίας σύγχυσης που ζούμε, καμιά φορά είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς αμέσως το σωστό από το λάθος, το δίκαιο από το άδικο. Αλλες φορές, πάλι, δεν χρειάζεται η παραμικρή προσπάθεια.