ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Uncategorized

Εννιά κόκκινα γαρίφαλα για τον Μιχάλη

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Κι ήταν εκείνο το απομεσήμερο που την είδα. Κόκκινα μαλλιά, κόκκινο μαντήλι κι ο ήλιος γυρτός ώχρα ζεστή πάνω στο χοντροκόκκινο των τοίχων των σπιτιών της Ρώμης. Κόκκινη πόλη. Κόκκινοι οι καημοί εντός μου. Και αυτή η κόκκινη Ερι. Εριφύλη τη λέγαν. Μα οι compagni τη λέγαν Ερι, Eri Rossa ή και Greca rossa.

Σήκωσε τους ώμους.

«Με επιτάξαν. Θα μεταφράζω».

«Δεν χρειάζεται» της είπα.

Ολοι οι άλλοι απ’ την ομάδα εκτός από μένα ξέραν καλά τα ιταλικά. Εγώ τα κουτσομιλούσα.

«Δεν πειράζει – μου είπε – στην πραγματικότητα οι σύντροφοι θέλουν να ακούω όταν θα μιλάτε στα ελληνικά μεταξύ σας». Εβαλε τα γέλια. Μου άπλωσε το χέρι. «Εριφύλη».

«Νίκος». Της είπα το όνομα κάλυψη που χρησιμοποιούσαμε στην ομάδα. Το κατάλαβε. Δεν σχολίασε.

Είχα έρθει από νωρίς στο ραντεβού. Είχα σκοτούρες κι ήθελα να ξεδιαλύνω σκέψεις κι αποφάσεις από το μπερδεμένο κουβάρι μυαλό μου. Το περπάτημα με βοηθούσε. Θα βρισκόμασταν, οι δικοί μου σύντροφοι τους περίμενα, εδώ στο λαϊκό φοιτητικό μαγειρείο-ταβέρνα «Προλετάριος».

Πήρα νωρίς τον δρόμο από το Μόντε Σάκρο που μέναμε. Μας φιλοξενούσαν ο Νίκος Μπανιάς με την Ξανθίππη Μίχα σπίτι τους.

Το περπάτημα σε αυτές εδώ τις γειτονιές της «Μάμα Ρόμα», χωρίς τη φασαρία του κέντρου και το πλήθος των τουριστών, με ηρέμησε. Εβλεπα απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και στα μικρομάγαζα τους ανθρώπους να κινούνται στους ρυθμούς μιας καθημερινής επανάληψης κι ένιωσα σαν να τους γνώριζα από χρόνια αυτούς και τους καημούς τους. Ρουτίνα οικεία κι απ’ τη δική μου γειτονιά. Τον Κολωνό. Γειτονιά έξω από τα τείχη.

Περπάτησα κοντά μια ώρα. Ξελαμπικάρησε το μυαλό. Είχαν συλλάβει στην Αθήνα ξανά τη μάνα μου. Την εκτοπίζαν στην Αστυπάλαια. Μου το ‘φερε το μαντάτο ο Μίμης. Τον ενημερώναν από την επιτροπή. Φίλος και σύντροφος. Εμείς σαν ομάδα είχαμε αποσπαστεί  από τα επίσημα. Κόκκινα σύννεφα με παντελόνια. Οταν μου το είπε, είπα από μέσα μου: «Καλύτερα από το να τη στέλναν στη φυλακή».

Η αδελφή μου έλειπε στον αδελφό του πατέρα μας στην Αργεντινή και ο πατέρας, αέρας. Ενα διαρκές ταξίδι ο βίος του. Η μάνα μόνη, μόνο εμένα είχε. Κι εγώ έλειπα. Η τελευταία καρτ – ποστάλ του πατέρα ήταν από το Πούντα Αρένας με γκαζάδικο να φορτώσουν πετρέλαιο για Βαλπαραΐσο. Πρώτος μηχανικός. Βρωμολαδάς τον πείραζε η μάνα. Μπορούσε να μείνει σε καλή δουλειά στην Αθήνα μα ήταν φιαγμένος από θάλασσα. Ατέλειωτη όσο και σκληρή η αγάπη του για το ταξίδι. Σκληρή γιατί η μάνα έμενε πολλά χρόνια μόνη. Αγαπιούνταν μα ο πατέρας, αν έμενε μαράζωνε. Δεν μπορούσε να σταθεί στη στεριά. Κι η μάνα τον έδιωχνε, του ετοίμαζε τον ναυτικό του σάκο όταν τον έβλεπε να χάνεται στο ουίσκι. Πήγαινε του έλεγε. Δεν σε θέλω ζόμπι δίπλα μου. Εφευγε. Μπαρκάριζε. Και πώς να στεριώσει έτσι η αγάπη;

«Τις αγάπες μου – έτσι μας έλεγε – σας κουβαλάω μαζί μου».

Τρεις οι αγάπες του. Η μάνα, εμείς τα παιδιά του, η αδελφή μου κι εγώ. Και το κόκκινο. Σε όλες του τις μεταμορφώσεις. Ηταν φίλοι και συνδικαλιστές με τον Αμπατιέλο.

Μεσημέρι της Κυριακής, όποτε ξέμενε ξέμπαρκος, μετά τη μακαρονάδα καβάλα  εγώ και η αδελφή μου στην κόκκινη μοτοσυκλέτα του και στρέιτ για την άλλη μεγάλη του κόκκινη αγάπη. Τον Ολυμπιακό. Να δούμε την κόκκινη αρμάδα στο Καραϊσκάκη. Του πατέρα του ‘χε μείνει και το ΄λεγε «Ποδηλατοδρόμιο». Πέρασε και σε μένα και την αδελφή μου την αγάπη του για το κόκκινο. Ακόμη θυμάμαι εκείνο τον επεισοδιακό αγώνα που μας πήγε ο πατέρας, σε ουδέτερο και για τους δύο γήπεδο με τους Πράσινους, στη Φιλαδέλφεια, που τράβηξε, διακοπή στη διακοπή, φασαρία στη φασαρία και στο τέλος δεν τελείωσε. Μας πήρε το βράδυ. Ιούνης του 1962 ήταν. Θυμάμαι και τους παίκτες Τσανακτσής, Πλέσσας, Στεφανάκος, Σηµαντήρης, Πολυχρονίου, Σάββας Παπάζογλου, Μπέµπης, Κώστας Παπάζογλου, Υφαντής, Αριστείδης Παπάζογλου, Ψύχος, τους ονομάτιζε ο πατέρας και η αδελφή μου σημείωνε. Ηθελε να γίνει συγγραφέας και πάντα κουβαλούσε μολύβι κι ένα μπλοκάκι με κόκκινο δέρμα επένδυση που της είχε φέρει δώρο ο πατέρας από το Μπουένος Αϊρες. Κόκκινη κι η μάνα μου. Στις μάχες στα Δεκεμβριανά τα ταιριάξαν.

Ηρθαν οι compagni της Εριφύλης, οι αυτόνομοι και της potere. Ηρθαν και οι δικοί μου. Το Κογιότ, ο Πέτρος, η Στέλλα και οι τρεις που μόλις τους είχαμε βγάλει παράνομα από την Ελλάδα. Δική τους η πρόταση. Για διαμαρτυρία έξω απο την  Ελληνική Πρεσβεία της Ρώμης. Το Κογιότ το άνοιξε παραπάνω. «Γιατί όχι και μια μικρής διάρκειας συμβολική κατάληψη». Κι ανέλαβε ο ίδιος να κάνει τις επαφές με τους αυτόνομους και αυτοί με την Potere να μας συνδράμουν. Τα συμφωνήσαμε να βρεθούμε στον «Προλετάριο». Να  βάλουμε τα πώς και το πόσοι. Δεν τα βρήκαμε. Σε μένα οφείλοταν που χάλασε. Εμείς κουβαλούσαμε μια παράδοση αντάρτικου του «Χτύπα και Φεύγα» αυτοί μέναν μόνο στο χτύπα. Εγώ ήθελα σχέδιο διαφυγής. Κι όταν είπα του Βιτόριο «αν πυροβολήσουν οι καραμπινιέροι τι κάνουμε» μου απάντησε «Magari I karabinieri sparare» (μακάρι να πυροβολήσουν οι καραμπινιέροι). Δεν συμφώνησα. Ο Βιτόριο και οι δικοί του είχαν πάθος. Γιούργια κι ό,τι γίνει. Εγώ όχι. Ηθελα   μάχη, όχι μάρτυρες. Αυτοί δοσμένοι παθιασμένοι θέλαν τη θυσία. Εμείς δεν περίσσευε κανείς μας κι ο δρόμος ήταν μακρύς.

Εφυγαν. Το Κογιότ μου τα ‘χωσε. «Επρεπε να μην είσαι τόσο απόλυτος» μου είπε.

Θα το ξανασυζητούσε μαζί τους. Εφυγαν κι οι δικοί μου. Εμεινα, είχε ακόμη κρασί στο μπουκάλι και το ποτήρι μισογεμάτο. Εμεινε και η Εριφύλη. Το σπίτι της ήταν ένα τετράγωνο πιο πάνω.

«Ας πιούμε» μου είπε.

Ηπιαμε το πρώτο ποτήρι. Μου άπλωσε το χέρι.

«Ας ξανασυστηθούμε – μου είπε. Είσαι εντάξει. Τώρα πες μου το πραγματικό σου όνομα».

Απλωσα κι εγώ το χέρι.

«Γιάννης Μπέλος» της είπα πάλι ψέματα.

Σφίξαμε τις παλάμες.

«Εριφύλη Αναματερού» μου είπε.

Τινάχτηκα. Ο πατέρας είχε σε καδράκι μια φωτογραφία από το «Ποδηλατοδρόμιο» με παίκτη του Ολυμπιακού, τον Μιχάλη Αναματερό. Ηταν φίλοι κι ο πατέρας – γιος εμπόρου είχε από τότε μοτοσυκλέτα – κατέβαζε τον Αναματερό στο Ποδηλατοδρόμιο για τον αγώνα. «Ο Μιχάλης», μας έλεγε με καμάρι ο πατέρας, «Αλεπού και λύκος μαζί. Κόκκινος. Οχι μόνο στη φανέλα».

Η μάνα κοιτούσε, κάτι ήθελε να πει μα δεν έλεγε.

Μα ένα πρωί της ξέφυγε. Είχαμε πάει στην πλατεία Λαυρίου να μου πάρει φανελάκια και μπλε σορτς για τις γυμναστικές επιδείξεις. Και κατεβαίνοντας την Καρόλου, στη γωνία που έβρισκε τη Σατωβριάνδου, μου έδειξε.

Για εννέα ημέρες και μέσα στις μάχες του Δεκέμβρη κάποιος ή κάποια – ποτέ δεν μάθαμε – άφηνε από ένα κόκκινο γαρίφαλο εκεί!

Μόνο του τον βρήκαν και άοπλο οι παρακρατικοί τον Μιχάλη, εκεί τον σκότωσαν. Τέσσερις αυτοί, με τόμσον ο ένας τους κι ο Μιχάλης μόνος. Κατέβαινε προς τη ΒΙΟ να βοηθήσει στη μεταφορά των πολεμοφοδίων στον Λόφο Σκουζέ που εκεί είχε μετακινηθεί το αρχηγείο του ΕΛΑΣ με το ολμοβόλο. Κανείς μας από το εφεδρικό ποτέ δεν κουβαλούσε όπλο. Είχαμε κανόνα, μόνο στις μάχες να το κρατάμε. Μετρημένα τα όπλα, βάζαμε υπογραφή όταν τα παίρναμε.  Ηταν και δικός μου φίλος. Σύντροφος. Ημασταν δίπλα – δίπλα κι ο πατέρας σου μαζί στη μάχη στο Μεταξουργείο, που κρατήσαμε για δύο μέρες και νύχτες τα τανκς των Εγγλέζων μακριά από τη γειτονιά. Και μετά στο δεύτερο σημείο αναχαίτισης που υποχωρήσαμε στου Κίκιζα πάλι οι τρεις μας. Ο πατέρας σου, εγώ κι ο Μιχάλης οι τελευταίοι που εγκαταλείψαμε. Εκείνο τον σκοτεινό Δεκέμβρη. Τόσα χρόνια κι ακόμη το τραύμα μέσα μου. Πληγή ο φόνος του Μιχάλη. Για εννιά ημέρες όμως το κόκκινο γαρίφαλο κάθε πρωί εκεί. Λυσσάγαν οι Πανωλιασκαίοι και οι χωροφύλακες. Στήναν καρτέρι. Μα το γαρίφαλο πάντα εκεί. Οι Εγγλέζοι εχθροί, μα το σέβονταν. Μετά τη Βάρκιζα ο κόσμος θυμούνταν το γαρίφαλο και λέγαν να εκεί το Μνήμα του Αναματερού.

«Ελα σπίτι. Να σου δείξω» μου είπε η Εριφύλη. Θα ήταν κι η μάνα της. Καθηγήτρια της αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Η μάνα κρατούσε από τους Αναματερούς. «Δεύτερα ξαδέλφια ο πατέρας της με τον Μιχάλη» μου είπε. «Μα η μάνα από τη ρίζα των πετυχημένων οικονομικά Αναματερών. Ναξιώτες, η καταγωγή τους από την Απείρανθο. Ο Μιχάλης εργάτης σε βιοτεχνία που φτιάχναν πουκάμισα. Υπάρχει και φωτογραφία του με τον βιοτέχνη. Τον κύριο Παναγιώτη Δούμα, πρόεδρο και του Ολυμπιακού Πετραλώνων που έπαιζαν μπάλα μαζί με άλλους εργάτες πουκαμισάδες ο Μιχάλης και από κει τον πήρε μαζί με τα αδέλφια Μαλεύρη ο μεγάλος Ολυμπιακός. Τον αγαπούσε ο παππούς. Τον είχε βοηθήσει να ανοίξει καφενείο στη γειτονιά σου. Πίσω από τον σταθμό Πελοποννήσου. Το καφενείον Ολύμπια ή Ολυμπιακός. Δεν είναι ξεκαθαρισμένο».

Στο σπίτι έλειπε η μάνα της. Μα και οι δυο μας συγκλονισμένοι από τα τερτίπια της δαιμόνιας μηχανής που ορίζει την τραγωδία ή τη φάρσα της ζωής και κανόνισε το τακίμιασμα. Πήγαμε αμέσως στην αποθηκούλα που κρατούσε τακτοποιήμενα, πράγματα και αρχείο η μάνα της. Να βρούμε τα πάντα για τον Μιχάλη. Κοινός μας τόπος πια η ανάμνησή του. Ο παππούς τα ‘χε όλα μαζεμένα σε έναν φάκελο. Ακόμη και αποδείξεις του δανείου για το καφενείο.

Μείναμε ξάγρυπνοι να ξεσκαλίζουμε φωτογραφίες, έγγραφα κι εφημερίδες. Μηχανή του χρόνου η εφημερίδα. Μας ταξίδεψε στον μεγάλο Ολυμπιακό του 1936-38, όπου ο Μιχάλης δίπλα στον υπέροχο Βάζο ήταν κι αυτός μια μηχανή των γκόλ. Ατεχνος μα δυνατός. Αμπαλος μα παμπόνηρος. Δεν ήταν ο αγαπημένος της εξέδρας, ούτε των δημοσιογράφων, λίθινη σκληρή κοψιά που είχε. Μα ήταν ο αγαπημένος των προπονητών. Και του Τιμπόρ και του Κοψίβα  και του Λαντ που ήρθε μετά. Πήρε πρωταθλήματα κι έβαλε πολλά γκολ. Στις εκ των ενόντων ομάδες της κατοχής που δημιουργούνταν στο Ποδηλατοδρόμιο έπαιξαν μαζί και με τον Γόδα στα λίγα παχνίδια που γίνονταν κυρίως μετά το 1943 .

Βρήκαμε και τη φωτογραφία με το γαρίφαλο το αφημένο στο πεζοδρόμιο. Την είχε κάνει κάδρο ο παππούς κι είχε πληρώσει καλλιτέχνη φωτογράφο να την επιχρωματίσει με τα χρωματιστά μολύβια της Faber. Ομορφο κόκκινο της φωτιάς γαρίφαλο. Το αίμα από κάτω το ‘χε μουντώσει με σκούρο. Βρήκαμε την απόδειξη της παραγγελίας.

Χρόνια μετά, που ‘πεσε η χούντα, δικάστηκαν οι χουνταίοι και στερεώθηκε η Δημοκρατία, μου έστειλε γράμμα η Ερι πως θα ‘ρθει με τη μικρή της κόρη ταξίδι στην Ελλάδα. Να βρεθούμε. Βρεθήκαμε. Και Κυριακή, είχα ένα Ντε Σε Βο τότε, πήρα και την κόρη μου την Κατερίνα, οκτώ χρονώ που ήταν. Η Μικαέλα, η κόρη της Ερι, ήταν μήνες πιο μεγάλη και κατεβήκαμε και οι τέσσερις στο Καραϊσκάκη. Παίζαμε με τον Αθηναϊκό. Ηταν τα πέτρινα χρόνια. Μετά το παιχνίδι καθήσαμε έξω από το γήπεδο. Πήραμε λουκάνικα με μπόλικη μουστάρδα από τον Γιάννη που ‘χε τα καλύτερα και τη φουφού πάνω σε τρίτροχο ποδήλατο. Βρήκαμε κι ένα μπουκάλι απ’ τις  πρετ α μπουά τότε ρετσίνες – μπόμπες και καθήσαμε στο τοιχάκι στο τσιμέντο δίπλα από τις γραμμές του ηλεκτρικού και τρώγαμε, πίναμε και τα λέγαμε. Τα παιδιά ήταν πιο πέρα μαζί κι άλλα παιδιά και έπαιζαν ποδόσφαιρο με ένα τόπι.

Το παλιό Καραϊσκάκη. Τσιμεντένιο. Ορθιο. Ναός. Ο ήλιος κόκκινο πορτοκάλι είχε γείρει πίσω του. Αντηχούσαν οι φωνές των παιδιών πάνω του.

Θ.Σ – ΑΘΗΝΑ, 2/2025

(*Ο Θανάσης Σκρουμπέλος είναι συγγραφέας)

Τελευταία Νέα



Source link

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Back to top button