Τέλος δεκαετίας του 1960. Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μάρμπουργκ αναθέτει στον Αναστάσιο Γιαννουλάτο τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, ενώ oλοκληρώνει το διδακτορικό του. Ομως τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές, στην αρχή με τρένο και κατόπιν με ένα μεταχειρισμένο Simca, πηγαίνει σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας, που δεν έχουν εφημέριο – σε εργοστάσια όπου δουλεύουν πολλοί έλληνες μετανάστες. Εχοντας σε ένα βαλιτσάκι τα απαραίτητα για τις ιεροτελεστίες, στήνει ένα τραπεζάκι δίπλα στις γραμμές παραγωγής και τελεί θεία λειτουργία για τους εργάτες.
Αυτό μοιάζει με σκηνή από ταινία του Αγγελόπουλου, του είχα πει όταν αφηγήθηκε την ιστορία. «Με τον Θεόδωρο ήμασταν φίλοι και συμφοιτητές, σκεφτόταν να κάνει κάτι στην Αλβανία για τα όσα περάσαμε και όσα έχουμε φτιάξει εκεί» είχε απαντήσει. «Αλλά δεν πρόλαβε». Δεν πρόλαβε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Οταν το έργο είναι τόσο μεγάλο, ίσως τελικά δεν προλαβαίνει ποτέ κανείς.
«Mε νοιάζει ο άνθρωπος»
Η πρώτη συνάντησή μας με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο έγινε το 2000. Βρέθηκα στα Τίρανα για μια συνέντευξη μαζί του, καθίσαμε στο γραφείο του στον πάνω όροφο του λιτού κτιρίου της Αρχιεπισκοπής, όπου βρίσκονταν ακόμα σφηνωμένες στα τζάμια κάποιες από τις σφαίρες που είχαν ρίξει εναντίον του, στις ταραγμένες χρονιές που είχαν προηγηθεί. Πριν αρχίσουμε του εκμυστηρεύθηκα ότι δεν είμαι σίγουρη πώς είναι η πίστη, εάν και πόσο πιστεύω – ήθελα να είμαι ειλικρινής μαζί του. Χαμογέλασε μειλίχια και μου είπε γλυκά: «Μα με εσένα θέλω να μιλήσω. Με τους άλλους μπορώ να μοιραστώ τη σιωπή της πίστης».
Αυτή την πλήρη έλλειψη μισαλλοδοξίας θα τη διαπίστωνα επανειλημμένα στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, στη διάρκεια των οποίων διατηρήσαμε επαφή. Θα τη μάθαινε όλος ο πλανήτης τη δεκαετία του 1990, όταν άνοιξε τις δομές της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τους χιλιάδες, κυρίως μουσουλμάνους, πρόσφυγες από το Κόσοβο που έφθασαν στην Αλβανία – «με νοιάζει ο άνθρωπος» έλεγε ξανά και ξανά και θυμόταν με συγκίνηση τα γράμματα που του έστειλαν αργότερα κάποια από τα παιδιά και τις μανάδες που είχε βοηθήσει τότε. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που είχε προταθεί για Νομπέλ Ειρήνης το 2000.
Τα θυμηθήκαμε όλα αυτά με λεπτομέρειες όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε τη βιογραφία του το 2018. Mίλησε για τον μικρό Τασούλη που μεγάλωνε στην Κυψέλη, για το περίφημο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων στην Αχαρνών όπου πήγε σχολείο, την είσοδό του στη Θεολογική και για την επιλογή του να υπηρετήσει την Εκκλησία.
Να προσφέρουμε τον εαυτό μας
Οταν έπρεπε να πάρει κάποια σημαντική απόφαση θυμόταν πάντα τη φράση του Ιησού προ του πάθους: «Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη – εάν δεν αποθάνη πολύ καρπόν φέρει». Σε ελεύθερη μετάφραση: εάν ο κόκκος του σιταριού δεν πέσει στη γη για να πεθάνει, μένει μόνος του. Εάν όμως πεθάνει ελεύθερα, σε μια ελεύθερη αποδοχή της θυσίας, θα φέρει πολύ καρπό. «Είμαι πεπεισμένος» τόνιζε «πως για να βρούμε τον εαυτό μας ολόκληρο, πρέπει να τον προσφέρουμε. Οσοι κλείνονται στο εγώ τους στερούν τον εαυτό τους από τη δυνατότητα να αναπτυχθούν οι υπέροχες δυνάμεις που μας έδωσε ο Θεός, δηλαδή η αγάπη και η δημιουργία».
Πάνω σε αυτό στήριξε την πορεία του. Οπως την παραμονή του στην Αφρική τη δεκαετία του 1980 ως Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Ανατολικής Αφρικής – αφήνοντας πίσω του ένα έργο με σχολεία, νηπιαγωγεία, ναούς και κλινικές. Θυμόταν με χαμόγελο τον γέροντα της φυλής Κικούγιου όταν έμαθε ότι τον κάλεσαν για μια άλλη αποστολή να του λέει: «Ξέρω γιατί σας διάλεξαν. Διότι είστε άνθρωπος που κτίζει».
Οι μεγάλες δυσκολίες
Κάτι που επιβεβαιώθηκε αμέσως μετά με την αποστολή του για την αναστήλωση της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή για τα Βαλκάνια. Η ευρυμάθειά του, ο σεβασμός που ενέπνεε και η ικανότητά του να κατανοεί μέσα από την πίστη και την αγάπη του για τον άνθρωπο τις πιο λεπτές αποχρώσεις της πολιτικής που υπηρετεί την ειρήνη, έπαιξαν ένα σημαντικά σταθεροποιητικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, που η Ιστορία δεν έχει ακόμα αναγνωρίσει επαρκώς. Αν δεν ήταν ο Αναστάσιος, μπορεί τα πράγματα να είχαν παρεκτραπεί.
Οι δυσκολίες μεγάλες – το μόνο που βρήκε όταν πήγε στην Αλβανία ήταν μισογκρεμισμένοι ναοί και εχθρότητα. Στο γραφείο του είχε κρεμασμένη την εικόνα από την εκκλησία του Αγίου Βλασίου στο Δυρράχιο – τρεις τοίχοι όρθιοι κι αυτοί όχι ολόκληροι, χωρίς σκεπή, με χορταριασμένο δάπεδο. Εκεί έκανε μια από τις πρώτες λειτουργίες, σε μια χώρα που δεν είχε καν ιερείς.
Εκεί, στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν, δημιούργησε. Δεν έφτιαξε μόνο δεκάδες σχολεία, κλινικές, εργαστήρια, ορφανοτροφεία, ακόμα και πανεπιστήμιο αλλά και βαθείς δεσμούς με τους ανθρώπους και τη χώρα. Μέσα όμως από αλλεπάλληλες δυσκολίες που αντιμετώπιζε από μια μερίδα του πολιτικού κόσμου της Αλβανίας που ήθελε να τον εκδιώξει.
Κάθε Κυριακή, μα κάθε Κυριακή, ο ναός της Αναστάσεως στο κέντρο των Τιράνων γέμιζε ασφυκτικά. Και όταν τελείωνε η λειτουργία έβλεπες μια ουρά να σχηματίζεται από τη μια πλευρά. Οσοι ήθελαν, περίμεναν να μιλήσουν με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, να πουν τα προβλήματά τους, να ζητήσουν συμβουλές, βοήθεια, να ακούσουν τον ιαματικό παρηγορητικό λόγο του. Κι εκείνος, παρά το βάρος των ετών και την κούραση, καθόταν με υπομονή και αγάπη να τους ακούσει και να προσφέρει βοήθεια όπου μπορούσε.
«Παράδοση στον Θεό»
Επί πανδημίας, όταν περνούσαμε πολλές ώρες στο τηλέφωνο, ετοιμάζοντας τη βιογραφία του, αφηγείτο πολλές ιστορίες – από το αυτοκινητικό δυστύχημα στην Ουγκάντα που ήταν αφορμή για να ξεκινήσουν τα προβλήματα στην όραση που τον ταλάνιζαν μέχρι το τέλος, τις νύχτες που περνούσε με προσευχή και «παράδοση στον Θεό», για τους φοιτητές του όταν δίδασκε Ιστορία των Θρησκειών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για το καμπαναριό του ναού της Αναστάσεως που μοιάζει με κερί και το σχεδίασε μόνος, για τις προσπάθειες να φτιάξει νεκροταφείο για εκείνους που έπεσαν στο αλβανικό μέτωπο στον πόλεμο του ’40, για τις ανησυχίες του για την επόμενη ημέρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας όταν εκείνος θα φύγει. Του ανέφερα κάποια που είχα μάθει: για τους φοιτητές που βοήθησε στην κατάληψη της Νομικής το 1973, ένας από τους λίγους ιερείς που το έκαναν σε εκείνη τη σκοτεινή σελίδα της σύγχρονης ιστορίας μας. Και για το πώς όταν περπατούσε στο Αργυρόκαστρο, στην Κλεισούρα και την Κορυτσά, έψελνε σιγανά τη νεκρώσιμη ακολουθία για όσους είχαν φύγει σε εκείνα τα χώματα και έδωσε μια πολύχρονη μάχη για να συγκεντρώσει τα οστά τους στο κοιμητήριο στις Βουλιαράτες. Εδωσε και μια άλλη μεγάλη μάχη για την επιβίωση της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας: να επενδύσει σε υδροηλεκτρικά φράγματα ώστε να μπορέσει να εξασφαλίσει την οικονομική της ανεξαρτησία και τη συνέχιση του έργου τόσων ιδρυμάτων με εκατοντάδες εργαζομένους.
Τα κουρασμένα μάτια του έλαμπαν με εφηβική περιέργεια κάθε φορά που συζητούσαμε κάποια νέα τάση στην κοινωνία. Χρησιμοποιούσε τον στίχο του T.Σ. Ελιοτ από τα Τέσσερα Κουαρτέτα: «Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε πως θα αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης. Η ταπεινοφροσύνη δεν έχει τέλος».
Μακαριότατε, έχετε κάνει μεγάλο έργο, έχετε αλλάξει τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων, του είπα κάποια στιγμή. Πώς είναι αυτή η αίσθηση; Χαμογέλασε με τον γνωστό του τρόπο: «Ολα αυτά είναι ένας ψίθυρος αγάπης και ευχαριστίας μέσα στην αιωνιότητα για τον Αιώνιο».
Το βιβλίο «Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος πορευόμενος. Συνομιλίες με την Νατάσα Μπαστέα και τον Μάκη Προβατά» κυκλοφορεί
από τις εκδόσεις Πατάκη
Source link