Ενα Παγκόσμιο που μοίρασε πόνο και αίμα
Ηταν 1950 και η έγχρωμη τηλεόραση γεννιόταν, οι υπολογιστές έκαναν χίλιες πράξεις στο δευτερόλεπτο, η Μέριλιν Μονρόε έφτανε στο Χόλιγουντ. Στις Κάννες είχε θριαμβεύσει μια ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ, «Los Olvidados». Το αυτοκίνητο του Φάντζιο θριάμβευε στη Γαλλία. Ο Μπέρτραντ Ράσελ κέρδιζε το Βραβείο Νομπέλ. Ο Νερούδα δημοσίευε το «Canto general», ενώ εκδίδονταν τα βιβλία «Η σύντομη ζωή του Ονέτι» και «Ο λαβύρινθος της μοναξιάς» του Οκτάβιο Πας. Ο Αλμπίσου Κάμπος, που είχε αγωνιστεί πολλά χρόνια για την ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο, είχε καταδικαστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες σε εβδομήντα εννέα χρόνια φυλάκιση. Κάποιος κατέδιδε τον Σαλβατόρε Τζουλιάνο, θρυλικό ληστή της Νότιας Ιταλίας, που έπεφτε γαζωμένος από τις σφαίρες της αστυνομίας. Στην Κίνα, η κυβέρνηση του Μάο έκανε τα πρώτα της βήματα, απαγορεύοντας την πολυγαμία και το εμπόριο των παιδιών. Οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις έμπαιναν διά πυρός και σιδήρου στην Κορέα, υπό τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών, ενώ οι ποδοσφαιριστές προσγειώνονταν στο Ρίο ντε Ζανέιρο για το 4ο Παγκόσμιο Κύπελλο, μετά τη μακρά παρένθεση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο Μουντιάλ της Βραζιλίας του 1950 συμμετείχαν επτά αμερικανικές χώρες και έξι ευρωπαϊκές, που μόλις είχαν ανασυρθεί από τα ερείπια. Η FIFA απαγόρευσε στη Γερμανία να παίξει. Για πρώτη φορά εμφανίστηκε η Αγγλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Μέχρι τότε οι Αγγλοι περιφρονούσαν παρόμοιες αψιμαχίες. Η αγγλική ομάδα έχασε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, και το γκολ της νίκης δεν το έβαλε ο στρατηγός Τζορτζ Ουάσιγκτον αλλά ένας μαύρος μετανάστης από την Αϊτή, ο μέσος Λάρι Γκέιτζενς. Στον τελικό, στο Μαρακανά, έπαιξαν η Βραζιλία εναντίον της Ουρουγουάης. Οι αμφιτρύωνες εγκαινίαζαν το μεγαλύτερο στάδιο του κόσμου. Η Βραζιλία ήταν βέβαιη για τη νίκη της, ο τελικός θα ήταν μια γιορτή. Οι βραζιλιάνοι παίκτες, που, αγώνα τον αγώνα, είχαν συντρίψει όλους τους αντιπάλους τους, έλαβαν δώρο την παραμονή του τελικού χρυσά ρολόγια, με την επιγραφή στο πίσω μέρος: «Για τους παγκόσμιους πρωταθλητές». Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είχαν ήδη τυπωθεί, το τεράστιο άρμα του καρναβαλιού ήταν έτοιμο να μπει επικεφαλής των εορταστικών εκδηλώσεων, και είχαν ήδη πουληθεί μισό εκατομμύριο μπλουζάκια με μεγάλα λογότυπα, σχετικά με την αναπόφευκτη νίκη.
Οταν ο Βραζιλιάνος Φριάσα πέτυχε το πρώτο γκολ, μια ομοβροντία από διακόσιες χιλιάδες κραυγές συγκλόνισε το τεράστιο στάδιο. Ομως στη συνέχεια ο Σκιαφίνο πέτυχε το γκολ της ισοφάρισης, και με το διαγώνιο σουτ του Γκίτζια η Ουρουγουάη νίκησε με 2-1. Οταν μπήκε το γκολ του Γκίτζια, μια εκκωφαντική σιγή απλώθηκε στο Μαρακανά, η τρομερότερη σιγή στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ο Αρι Μπαρόζο, ο συνθέτης του «Aquarela do Brasil», που αναμετέδιδε τον αγώνα σε όλη τη χώρα, αποφάσισε να εγκαταλείψει για πάντα τη θέση του εκφωνητή. Με το σφύριγμα της λήξης οι Βραζιλιάνοι σχολιαστές χαρακτήρισαν την ήττα ως τη «χειρότερη τραγωδία στην ιστορία της Βραζιλίας».
Ο Ζιλ Ριµέ περιφερόταν στο γήπεδο, σαν χαμένος, με το Κύπελλο, που έφερε το όνομά του, παραμάσχαλα: «Βρέθηκα μόνος, με το Κύπελλο στα χέρια, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Τελικά κατάφερα να βρω τον αρχηγό της Ουρουγουάης, τον Ομπντούλιο Βαρέλα, και του παρέδωσα το Κύπελλο, σχεδόν στα κρυφά. Του έσφιξα το χέρι χωρίς να πω λέξη». Ο Ριμέ είχε στην τσέπη τον λόγο που είχε γράψει προς τιμήν της πρωταθλήτριας Βραζιλίας. Η Ουρουγουάη είχε κερδίσει καθαρά. Οι παίκτες της έκαναν έντεκα φάουλ, ενώ οι παίκτες της Βραζιλίας είκοσι ένα. Την τρίτη θέση κατέλαβε η Σουηδία. Την τέταρτη, η Ισπανία. Ο Βραζιλιάνος Αντεμίρ ανακηρύχθηκε πρώτος σκόρερ με εννέα γκολ, ακολουθούμενος από τον Ουρουγουανό Σκιαφίνο με έξι, και τον Ισπανό Θάρα με πέντε.
Ο Μπαρμπόζα
Οταν ήταν να επιλέξουν τον καλύτερο τερματοφύλακα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950, οι δημοσιογράφοι ψήφισαν ομόφωνα τον Βραζιλιάνο Μοασίρ Μπαρμπόζα. Ο Μπαρμπόζα ήταν αναμφίβολα και o καλύτερος τερματοφύλακας της χώρας του. Είχε πόδια ελατήρια, ήταν νηφάλιος, σίγουρος για τον εαυτό του, κι ενέπνεε εμπιστοσύνη στην ομάδα. Συνέχισε να είναι ο καλύτερος τερματοφύλακας μέχρι που αποσύρθηκε, αρκετά χρόνια αργότερα, περασμένα τα σαράντα. Ολα αυτά τα χρόνια απέτρεψε πολλά γκολ, άγνωστο πόσα, χωρίς ποτέ να τραυματίσει αντίπαλο. Ομως στον τελικό του 1950 ο ουρουγουανός επιθετικός Γκίτζια τον αιφνιδίασε με ένα σουτ στη δεξιά του γωνία. Ο Μπαρμπόζα, που είχε βγει από την εστία του, εκτινάχτηκε προς τα πίσω, ακούμπησε την μπάλα κι έπεσε.
Οταν σηκώθηκε, σίγουρος ότι είχε αλλάξει την πορεία της μπάλας, την είδε να αναπαύεται στα δίχτυα του. Εκείνο ήταν το γκολ που άφησε σύξυλο το Μαρακανά, και χάρισε το Κύπελλο στην Ουρουγουάη. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά τον Μπαρμπόζα δεν τον συγχώρεσαν ποτέ. Το 1993, στους προκριματικούς για το Μουντιάλ των Ηνωμένων Πολιτειών, θέλησε να εμψυχώσει τους παίκτες της βραζιλιάνικης ομάδας. Πήγε στη συγκέντρωσή τους, αλλά η ηγεσία τού απαγόρευσε την είσοδο. Εκείνη την εποχή ζούσε φιλοξενούμενος στο σπίτι της κουνιάδας του, με μοναδικό εισόδημα μια σύνταξη πείνας. Ο Μπαρμπόζα σχολίασε: «Στη Βραζιλία, η μεγαλύτερη ποινή για ένα έγκλημα είναι τριάντα χρόνια. Εγώ τιμωρούμαι σαράντα τρία χρόνια για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα».
Το γκολ του Θάρα
Ηταν στο Μουντιάλ του 1950. Η Ισπανία είχε κλείσει καλά την Αγγλία, που απειλούσε μόνο με μακρινά σουτ. Ο εξτρέμ Γκαΐνθα σάρωσε το γήπεδο από τα αριστερά, αχρήστευσε τη μισή άμυνα και προώθησε την μπάλα προς την αγγλική εστία. Ο αμυντικός Ράμσεϊ, με στραμμένη την πλάτη, εκτός ισορροπίας, κατάφερε να τη φτάσει, όμως τότε μπήκε στη μέση o Θάρα, κι εκσφενδόνισε την μπάλα στην αριστερή πλευρά της εστίας. Ο Τέλμο Θάρα, πρώτος σκόρερ της Ισπανίας σε έξι πρωταθλήματα, διάδοχος του ταυρομάχου Μανολέτε, ως λαϊκό είδωλο, έπαιζε με τρία πόδια. Το τρίτο πόδι ήταν το τρομερό του κεφάλι. Τα καλύτερα γκολ του τα έβαλε με κεφαλιές. Ο Θάρα δεν σημείωσε εκείνο το νικητήριο γκολ με κεφαλιά, όμως το πανηγύρισε σφίγγοντας στα χέρια το μενταγιόν της Παναγίας που είχε κρεμασμένο στο στήθος του.
O διοικητικός ηγέτης του ισπανικού ποδοσφαίρου, o Αρμάντο Μουνιόθ Καλέρο, που είχε πάρει μέρος στην εισβολή των Ναζί στα ρωσικά εδάφη, έστειλε με ασύρματο το ακόλουθο μήνυμα στον στρατηγό Φράνκο: «Εξοχότατε, νικήσαμε την επίβουλη Αλβιώνα». Ηταν η εκδίκηση για την καταστροφή της Αήττητης Αρμάδας, η οποία είχε κατατροπωθεί στα Στενά της Μάγχης το 1588. Ο Μουνιόθ Καλέρο αφιέρωσε τον αγώνα εκείνο στον «καλύτερο ηγέτη του κόσμου», αλλά δεν αφιέρωσε σε κανέναν τον επόμενο αγώνα, όταν η Ισπανία αντιμετώπισε τη Βραζιλία κι έφαγε έξι γκολ.
Το γκολ του Ζιζίνιο
Ξανά στο Μουντιάλ του 1950. Στον αγώνα εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, ο βραζιλιάνος μέσος Ζιζίνιο πέτυχε ένα γκολ εις διπλούν. Εκείνος o μαέστρος του ποδοσφαίρου είχε πετύχει ένα καθαρό γκολ, αλλά ο διαιτητής το ακύρωσε άδικα. Τότε εκείνος το επανέλαβε επακριβώς, βήμα βήμα. Ο Ζιζίνιο μπήκε στην περιοχή από το ίδιο σημείο, απέφυγε τον ίδιο γιουγκοσλάβο αμυντικό, με την ίδια χάρη, ξεφεύγοντας προς τα αριστερά, όπως είχε κάνει και πριν, κι έστειλε την μπάλα στην ίδια ακριβώς γωνία του τέρματος. Στη συνέχεια την κλώτσησε οργισμένα πολλές φορές πάνω στα δίχτυα. Ο διαιτητής κατάλαβε ότι ο Ζιζίνιο ήταν ικανός να επαναλάβει το ίδιο γκολ ακόμα δέκα φορές, κι αναγκάστηκε να το επικυρώσει.
Οι διασκεδαστές
«Ενας από τους ουρουγουανούς παγκόσμιους πρωταθλητές του 1950, ο Χούλιο Πέρες» θυμάται ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, «με διασκέδαζε όταν ήμουν παιδί. Τον αποκαλούσαν το Τρελό Πόδι, γιατί το κορμί του ξεβιδωνόταν στον αέρα, και οι αντίπαλοι έτριβαν τα μάτια τους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αλλού πετούσαν τα πόδια, κι αλλού, πέρα μακριά, το υπόλοιπο σώμα του. Αφού ξέφευγε με τα τρελά του οχτάρια, o Χούλιο γυρνούσε πίσω για να ξανακάνει τα κόλπα του. Ολοι οι ποδοσφαιρόφιλοι λατρεύαμε εκείνον τον γλεντζέ των γηπέδων, που για χάρη του λυνόμαστε στα γέλια, όπως λυνόταν κάθε κόμπος μέσα μας. Λίγα χρόνια αργότερα είχα την τύχη να δω τον Βραζιλιάνο Γκαρίντσα, o οποίος επίσης έκανε καλαμπούρια με τα πόδια του, μερικές φορές μάλιστα, όταν ήταν πολύ κοντά στην κορύφωση, έκανε πίσω, για να κρατήσει λίγο ακόμη η απόλαυση».
Source link