
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη χώρα: Ο «αντισυστημισμός». Αυτό θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς εάν παρατηρούσε σημαντικό μέρος της δημόσιας συζήτησης στη χώρα. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας στρέφεται προς «αντισυστημικές» επιλογές και πρακτικές, ωθούμενο από ένα κλίμα δυσαρέσκειας που σε αρκετές περιπτώσεις δεν στηρίζεται σε ορθολογική σκέψη, αλλά σε «θεωρίες συνωμοσίας» που τις εκμεταλλεύονται πολιτικοί που θέλουν να οδηγήσουν τη χώρα σε ένα νέο φαύλο κύκλο αποσταθεροποίησης.
Μάλιστα, ήδη έχουν αρχίσει και δημοσκοπήσεις να μετρούν τον αντισυστημισμό καταγράφοντας ότι ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος είναι έτοιμο να ακολουθήσει κόμματα που θα φαντάζουν αντισυστημικά ή αντισυμβατικά. Ωστόσο μικρή προσπάθεια γίνεται να εξεταστεί σε μεγαλύτερο βάθος ποια αιτήματα, ποιες ανάγκες, ποιες αγωνίες αντιπροσωπεύει αυτή η «αντισυστημική» στροφή. Αντιθέτως, οι περισσότεροι σπεύδουν να τοποθετηθούν και κατά βάση να προειδοποιήσουν για τους κινδύνους για την πολιτική σταθερότητα εξαιτίας αυτής της μεταστροφής της κοινής γνώμης, ιδίως όταν παράλληλα βλέπουμε εκλογικές δυναμικές που παραπέμπουν περισσότερο στην αποδιάρθρωση του πολιτικού σκηνικού, παρά στην ανάδειξη ενός σαφώς οριοθετημένου και με ηγεμονική δυναμική εναλλακτικού πολιτικού πόλου.
Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει εδώ είναι κάτι ανάλογο με αυτό που είχαμε όταν επίμονα υπαγορεύτηκε ως έννοια-κλειδί για την κατανόηση όσων συμβαίνουν γύρω μας, η έννοια του «λαϊκισμού».
Και αυτό και στην περίπτωση του «λαϊκισμού» και σε αυτή του «αντισυστημισμού» έχουμε να κάνουμε όχι με έννοιες που αναλύουν και ερμηνεύουν κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, αλλά με λέξεις που λειτουργούν περισσότερο ως διαχωριστικές γραμμές, με αυθαίρετα τοποθετημένους φράχτες παρά με εξηγήσεις αυτών που συμβαίνουν.
Και αυτό γίνεται καθώς αυτό που κάνουν είναι πάνω από όλα προσδιορίζουν ένα «άλλο» που ορίζεται ως απειλή για μια υποτίθεται αυτονόητη «κανονικότητα».
Αυτό ακριβώς μπορεί να εξηγήσει γιατί στην έννοια του αντισυστημισμού, όπως τουλάχιστον αυτή τη στιγμή χρησιμοποιείται στη δημόσια σφαίρα, αθροίζονται διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις και ιδεολογίες, συγχέεται η αριστερά με την ακροδεξιά παρά το βαθύ χάσμα που τις χωρίζει, εξισώνονται μεγάλα μαζικά λαϊκά κινήματα με τον Τραμπ και τους δισεκατομμυριούχους υποστηρικτές του, ενώ σκόπιμα γίνεται προσπάθεια να ταυτιστεί το δικαιολογημένο αίτημα για δικαιοσύνη σε σχέση με τα Τέμπη με τις όποιες πολιτικές φιγούρες προσπαθούν να το εκμεταλλευτούν.
Μόνο που με αυτό τον τρόπο απλώς χάνουμε την ουσία.
Και αυτή είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, πλειοψηφικό πιθανώς, τοποθετείται σήμερα απέναντι στην όποια προσπάθεια να εξιδανικευτεί η τρέχουσα «κανονικότητα»: Είναι σήμερα βαθιά δυσαρεστημένο με την ελληνική εκδοχή «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Ανησυχεί για τις υπαρκτές προσπάθειες χειραγώγησης των θεσμών και για τη διάχυτη αίσθηση ότι ο απλός άνθρωπος δεν μπορεί να βρει το δίκιο του απέναντι στην εξουσία και τον πλούτο. Θεωρεί ως μεγάλη απειλή την ολοένα και μεγαλύτερη υπονόμευση κρίσιμων δημόσιων αγαθών όπως η υγεία και η παιδεία.
Πάνω από όλα σήμερα ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας διακατέχεται από ένα αυθεντικό αίτημα αλλαγής της συνολικής οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής συνθήκης. Δηλαδή, επιθυμεί πολιτικές με μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος, εντονότερη κοινωνική προστασία, λιγότερη επισφάλεια και περισσότερες εγγυήσεις δικαίου, διαφωνώντας εμπράκτως με την καταναγκαστική προβολή της θέσης ότι «ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο».
Ίσως μάλιστα εάν οι δημοσκοπήσεις έκαναν ερωτήματα όχι για το εάν οι πολίτες υποστηρίζουν τον «αντισυστημισμό» αλλά πιο συγκεκριμένα, που θα αφορούσαν αυτές τις θετικές αλλαγές πολιτικής, παρά ερωτήματα όπως «εάν θα ψηφίζατε ένα αντισυστημικό κόμμα», οι απαντήσεις να ήταν ακόμη περισσότερες. Ακριβώς, οι κοινωνίες δεν είναι ποτέ μόνο δυσαρεστημένες ή μόνο οργισμένες. Πίσω από την οργή και τη δυσαρέσκεια υπάρχει πάντα, ακόμη και με τρόπο αντιφατικό, ένα θετικό αίτημα, ένα αίτημα για μια καλύτερη ζωή, λιγότερη ανασφάλεια, μια σιγουριά για το μέλλον. Συχνά, αρθρωμένο γύρω από τα συγκεκριμένα ερωτήματα που η καθημερινή εμπειρία γεννά και που σπάνια λαμβάνονται υπόψη από τους «διαμορφωτές πολιτικής».
Ότι αυτό το αίτημα σήμερα δεν μπορεί να βρει επαρκείς, πειστικές και φερέγγυες μορφές πολιτικής εκπροσώπησης δεν αναιρεί ούτε το βάθος ούτε την απήχησή του. Κάτι που εξηγεί και γιατί θα πέσει στο κενό η προσπάθεια να δαιμονοποιηθεί και συκοφαντηθεί.