Πώς μπορείς να δώσεις σχήμα στο πεπρωμένο; Την απάντηση στην ομολογουμένως δύσκολη αυτή ερώτηση έδωσε ο Γιώργος Σουγλίδης στη νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής «Η δύναμη του πεπρωμένου» που ανεβαίνει από τις 26 Ιανουαρίου σε σκηνοθεσία Ροδούλας Γαϊτάνου και μουσική διεύθυνση Πάολο Καρινιάνι. Ο καταξιωμένος σκηνογράφος κι ενδυματολόγος, υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια της εμβληματικής όπερας του Τζουζέπε Βέρντι, η οποία ζωντανεύει ξανά, έπειτα από σχεδόν τρεις δεκαετίες στο πρώτο λυρικό θέατρο της χώρας. Τους κεντρικούς ρόλους υποδύονται οι μονωδοί Πέτρος Μαγουλάς, Τσέλια Κοστέα, Δημήτρης Πλατανιάς, Μαρσέλο Πουέντε και Οξάνα Βόλκοβα. Στην καρδιά του έργου βρίσκεται ο καταδικασμένος έρωτας του Ντον Αλβάρο με τη Λεονώρα που βρίσκεται αντιμέτωπος με θανατηφόρες βεντέτες και οικογενειακές διαμάχες. Καθώς η ιστορία τους κινείται παράλληλα με την εξέλιξης μιας πολεμικής σύρραξης, η Ροδούλα Γαϊτάνου και η δημιουργική της ομάδα επέλεξαν να τοποθετήσουν τη δράση της παράστασης στις αρχές του 20ού αιώνα, με αναφορές στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
«Αυτό το συναίσθημα που έχει η μουσική του Βέρντι μάς οδήγησε σε κάτι πολύ βαθύ. Εκεί, συναντήθηκε με την ιδέα του πολέμου. Ο πόλεμος είναι μια καταστροφή και θέλαμε να δείξουμε αυτή την καταστροφή στη σκηνή. Ετσι, ξεκίνησα να κάνω μια έρευνα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά τον Μεσοπόλεμο. Από τις φωτογραφίες και τους πίνακες της περιόδου εμπνεύστηκα τα κοστούμια των στρατιωτών. Ειδικότερα, για τον στρατό της Πρετσιοσίλα, βρήκα τις “Μάγισσες της νύχτας”, μια ομάδα ρωσίδων πιλότων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που έκαναν νυχτερινούς βομβαρδισμούς με τα αεροπλάνα τους κι από εκεί ξεκίνησε η έμπνευση. Οσο για το χωριό, τα συσσίτια και τους πρόσφυγες, η πρώτη ιδέα μάς ήρθε από τον “Θίασο” του Αγγελόπουλου, όπου σε μια σκηνή έρχεται ένα τσούρμο από πρόσφυγες και σιγά σιγά από όλο αυτό πήραμε στοιχεία για ένα μεγάλο φαγοπότι που αργότερα στήνεται» αναφέρει ο Γιώργος Σουγλίδης μιλώντας στα «Πρόσωπα».
ΑΓΡΙΟ ΤΟΠΙΟ. Η ιδέα του πολέμου διαπερνάει και το σκηνικό της παράστασης, το οποίο αποτελείται από μία μόνο κατασκευή που με την εξέλιξη της ιστορίας μετατρέπεται από ένα ζωντανό τοπίο σε άγριο. «Οταν αρχίζει ο πόλεμος, βλέπουμε την καταστροφή. Εχουν καεί τα δέντρα, έχουν κοπεί, οπότε προσπαθούμε να δημιουργήσουμε αυτό το τοπίο της καταστροφής, κάτι που βέβαια δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το βλέπουμε και τώρα στη Γάζα, σε κάθε πόλεμο, παντού. Ο πόλεμος και η πολιτική παίζουν μεγάλο ρόλο στον Βέρντι και ειδικά σε αυτό το έργο. Τότε που το έγραφε, ενδιαφερόταν πολύ για τους πολέμους που γίνονταν για την ένωση της Ιταλίας. Ηταν υπέρ του πολέμου για καλό λόγο, υποτίθεται, ενώ στην ιστορία μας δεν είναι για καλό» επισημαίνει ο σκηνογράφος.
Για τις ανάγκες της παράστασης, ο Γιώργος Σουγλίδης επιμελήθηκε περισσότερα από 350 κοστούμια τα οποία θα ντύσουν τους 74 χορωδούς, τους 10 σολίστ, τους 10 ηθοποιούς και τα τέσσερα παιδιά που εμφανίζονται. Κάποιοι εξ αυτών, χρειάζεται να αλλάξουν τέσσερις, έως και πέντε φορεσιές. Ενα μεγάλο κομμάτι των κοστουμιών προήλθε από το πλούσιο βεστιάριο της Λυρικής ενώ αρκετά δημιουργήθηκαν από την αρχή, μόνο για τη συγκεκριμένη παραγωγή. Ειδικότερα τα στρατιωτικά ενδύματα χρειάστηκε να ραφτούν εις διπλούν ή να αντιγραφούν (αν προέρχονταν από το βεστιάριο) προκειμένου να φθαρούν για να πείσουν τους θεατές ότι καταστράφηκαν στον πόλεμο. Γκαμπαρντίνες, μάλλινα πανωφόρια και βαμβακερά πουκάμισα σε γήινους τόνους συνδυάστηκαν με χιτώνες και αέρινα ρούχα από ελαφρά υφάσματα, δημιουργώντας κοστούμια που έχουν τολμηρές αναφορές σε περασμένες μα και σύγχρονες εποχές. Οσο για το σκηνικό, αυτό μονοπωλείται από μια γιγαντιαία κατασκευή 16 μέτρων επί 15 μέτρα, η οποία στην πραγματικότητα είναι ένα πολυμορφικό γλυπτό από μέταλλο, ρητίνες και φελιζόλ ενώ οι διαφορετικές προσαρμογές του έχουν αναφορές μαζί με το στήσιμο των μερών της όπερας σε έργα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, του Μιχαήλ Αγγελου και του Ιερώνυμου Μπος.
ΒΕΡΝΤΙ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ. Στη συγκεκριμένη παραγωγή, οι σκηνές μοιάζουν να πάλλονται από τη δραματικότητα της όπερας και τα κοστούμια μαζί με τα σκηνικά να αφηγούνται τη δική τους ιστορία μέσα από υφές και χρώματα. Ο σκηνογράφος κι ενδυματολόγος, με την ακρίβεια ενός αρχιτέκτονα και την ευαισθησία ενός ποιητή στην πορεία του έργου, φτιάχνει επί σκηνής έναν κόσμο που το παρελθόν και το μέλλον του συγκρούονται σε κάθε καρέ. Δεν είναι τυχαίο πως ο κρανίου τόπος που είναι αποτέλεσμα του πολέμου σταδιακά μεταμορφώνεται σ’ ένα μοναστήρι όσο η μουσική του Βέρντι πάει στη δραματική της κλιμάκωση. «Την αγαπώ πολύ αυτή τη μουσική. Αν και δεν έχω κάνει πολύ Βέρντι, έχω παρακολουθήσει βέβαια πολύ. Μετά τον “Ντον Κάρλο” και την “Τραβιάτα”, αυτή είναι η τρίτη μου παραγωγή. Με τον Βέρντι, είναι όλο αυτό το συναίσθημα το εσωτερικό που σε πιάνει και από τη μουσική πηγάζουν εικόνες. Εμένα με εμπνέει αυτή η μουσική πολύ. Είμαστε πολύς κόσμος που του αρέσουν οι όπερές του γιατί είναι μεγαλειώδης μουσική. Τη συγκεκριμένη όπερα την έχουν αποκαλέσει ως τη βαγκνερική όπερα του Βέρντι, γιατί και σε κόνσεπτ και σε διάρκεια είναι μεγάλη» παραδέχεται ο ίδιος.
Ως προς την έννοια που χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο, αυτή του πεπρωμένου, εδώ επιχειρείται να ερμηνευτεί σκηνικά από την ανάδειξη της αποτρόπαιης φύσης του πολέμου και της δραματικής επίδρασής του στους ανθρώπους. «Αυτό που με αγγίζει περισσότερο στο έργο είναι η καταστροφή του πολέμου που προσπαθούμε να δείξουμε στο τέλος. Με αγγίζει περισσότερο από όλα διότι είναι ένα θέμα που μας θίγει ως ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή. Είναι εδώ, κοντά μας, όχι πολύ μακριά. Ελπίζω να μπορέσουμε να το δείξουμε όπως θέλουμε διότι πιστεύω ότι αγγίζει πολύ κόσμο. Ο πόλεμος δεν έχει νικητές αλλά μόνο ηττημένους. Ο άνθρωπος είναι ο μεγάλος ηττημένος. Αν σκεφτούμε τι είχε γίνει, ειδικά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που τα παιδιά πέθαιναν κατά εκατοντάδες την ημέρα, χωρίς λόγο, όταν έβγαιναν από τα χαρακώματα και τα γάζωναν, δεν μπορούμε να το ξεπερνάμε. Αλλά και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σε όλο αυτό που γίνεται και τώρα, δυστυχώς δεν έχει αλλάξει κάτι» παρατηρεί ο Γιώργος Σουγλίδης, ο οποίος επιστρέφει στη σημασία του πεπρωμένου.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ; «Αυτό που ονομάζει το έργο ως δύναμη του πεπρωμένου, η Ροδούλα πιστεύει ότι το δημιουργούμε εμείς. Εμείς κάνουμε το δικό μας πεπρωμένο. Αυτά που κάνουμε οδηγούν στο επόμενο βήμα και στο μεθεπόμενο μέχρι να φτάσουμε σε αυτό που λέμε πεπρωμένο. Την ιδέα του ότι υπάρχει κάτι εκεί έξω που λέγεται πεπρωμένο και είναι γραμμένο δεν την πιστεύει. Πιστεύει ότι εμείς έχουμε τον έλεγχο του πώς θα ζήσουμε τη ζωή μας και ότι οι τρεις χαρακτήρες του έργου όντως οδηγούνται από μόνοι τους» υπογραμμίζει ο δημιουργός, συμφωνώντας κι εκείνος με τη σκηνοθέτριά του. «Προσωπικά δεν πιστεύω στο πεπρωμένο. Πιστεύω όπως και η Ροδούλα στο ότι υπάρχουν διάφορες συγκυρίες στη ζωή μας που δεν μπορούμε να τις κοντρολάρουμε και μας οδηγούν σε διάφορα πράγματα. Αλλά στην πραγματικότητα πιστεύω ότι έχουμε εμείς τα χαλινάρια αυτού του πεπρωμένου. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει αυτή η δύναμη. Είναι η δική μας δύναμη του πεπρωμένου. Και κάποτε είμαστε τυχεροί και κάποτε δεν είμαστε. Κάποτε γίνεται αυτό που θέλουμε, κάποτε όχι» καταλήγει.
Source link