
Συμπληρώνει περίπου είκοσι χρόνια ενεργού παρουσίας στη γραφή. Κάθε της μυθιστόρημα ανοίγεται σε έναν κόσμο με τις δικές του ορίζουσες, όπου το φανταστικό κυριαρχεί μαζί με τις κοινωνικοπολιτικές ανταύγειες του σήμερα. Είναι σπάνιο για μια συγγραφέα από την Ελλάδα όχι μόνο να επιμένει να γράφει «ειδολογικά», αλλά σχεδόν σε κάθε της προσπάθεια να εμπλουτίζει και να διευρύνει το είδος. Η Μπουραζοπούλου κινείται πέρα από τις τάσεις που ξεπετάγονται ανά καιρούς. Χρησιμοποιεί το όχημα της παρεξηγημένης πεζογραφίας του «fantasy» για να αναστοχαστεί αλληγορικά πάνω στα ερωτήματα της ύπαρξης του σημερινού ανθρώπου και της κοινωνίας. Τη δωδεκαετία 2011-2023 έγραψε τη μυθιστορηματική τριλογία «Ο Δράκος της Πρέσπας», που αποτελείται από τα εξής βιβλία: «Η Κοιλάδα της Λάσπης», «Κεχριμπαρένια Ερημος» και «Η Μνήμη του Πάγου» (όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Η συγγραφέας έχει κερδίσει πολλά βραβεία και το τελευταίο ήταν το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το 2024.
Τι σας ανησυχεί στη δημόσια σφαίρα σήμερα; Η λέξη «κρίση» πλανάται στη χώρα πάνω από μία δεκαετία τώρα. Μπορείτε να δείτε μερικά από τα συστατικά της;
Η κρίση αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, θυμίζοντας τον διαρκή πόλεμο εναντίον αόρατων εχθρών στο «1984» του Οργουελ. Ο φόβος ριζώνει και οδηγεί σε εκπτώσεις κάθε είδους: μειωμένες απαιτήσεις, μειωμένες ελευθερίες, μειωμένες προσδοκίες. Ακούμε διαρκώς ότι πρέπει να προετοιμαστούμε για τα χειρότερα, όχι να επιδιώξουμε τα καλύτερα, λες και το δεύτερο είναι πολυτέλεια που θα μας απασχολήσει αφού πετύχουμε το πρώτο. Τέτοια ιεράρχηση προτεραιοτήτων δημιουργεί φαύλο κύκλο, μοιάζει σαν να αναλαμβάνουμε οι ίδιοι να αναπαράγουμε την κρίση. Οτιδήποτε δυναμώνει το πνεύμα μας και ενισχύει την πίστη μας στην ελευθερία, οτιδήποτε τονώνει τον αλληλοσεβασμό και την εμπιστοσύνη στον διπλανό μας, είναι αντίδοτο στην κατάθλιψη και την ηττοπάθεια, αντίσταση στην αγριότητα της απελπισίας. Είναι θύρα εξόδου από τον φαύλο κύκλο.
Πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας και τι σημαίνει για εσάς να υπηρετείς τη λογοτεχνία στην Ελλάδα, ενίοτε με αντίξοες συνθήκες;
Ονειρεύτηκα να γίνω συγγραφέας στην εφηβεία μου, τώρα ονειρεύομαι να γίνω καλή συγγραφέας, κάτι που μόνον ο χρόνος θα δείξει. Οι συνθήκες, κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές, επηρεάζουν ίσως τη θεματολογία, τη συναισθηματική μου κατάσταση, το εισόδημά μου, αλλά όχι και την ανάγκη να εκφραστώ μέσα από τους δρόμους της τέχνης. Πάντως δεν είναι όλα τα σημάδια των καιρών αποθαρρυντικά. Οι λέσχες ανάγνωσης πληθαίνουν, μολονότι ζούμε στην εποχή της κυριαρχίας των εικόνων, πληθαίνουν οι ιστοσελίδες με θέμα το βιβλίο, όπως και οι διαδικτυακές συζητήσεις για κείμενα. Η λογοτεχνία παύει να θεωρείται μοναχική απόλαυση, γίνεται αφορμή για επικοινωνία και πεδίο ανταλλαγής ιδεών. Τι πιο αισιόδοξο από αυτό;
Από το πρώτο σας μυθιστόρημα, «Το μπουντουάρ του ναδίρ», έχουν αλλάξει οι αναζητήσεις μέσα σας; Τι εξερευνάτε – όσο μπορεί να οριστεί – στη λογοτεχνία σας;
Εξερευνώ συνταγές μιας άλλης πραγματικότητας, πρόκειται για σχέδια επί χάρτου, πειράματα σε εργαστήριο αλχημιστή. Η λογοτεχνία του φανταστικού είναι από τη φύση της κοσμοπλαστική, αψηφά τους περιορισμούς του ρεαλισμού, ανέχεται την υπερβολή, γοητεύεται από το θαύμα. Εκείνο που επιδιώκω είναι να εξορθολογίσω το θαύμα, να το φέρω κοντά στο σήμερα, στις σκέψεις και στις ανάγκες μας, ώστε να μας μεταγγίσει τη μαγεία του, χωρίς να θαμπώσει από την αμφίδρομη ανταλλαγή.
Είναι δύσκολο να συμβεί στις μέρες μας τριλογία. Πότε το αποφασίσατε και με ποια κριτήρια;
Ξεκίνησα να τη σχεδιάζω το μακρινό 2012 και ήξερα ότι θα χρειαστώ δώδεκα με δεκαπέντε χρόνια για να την ολοκληρώσω –ριψοκίνδυνη δέσμευση, έχετε δίκιο, τρομακτική και γοητευτική μαζί. Αποφάσισα να το τολμήσω επειδή το απαιτούσε η ανάπτυξη του μύθου. Ισως και ως αντίδραση στην περιρρέουσα αβεβαιότητα, που ευνοεί μόνο βραχύβια πλάνα. Από τις πρώτες σελίδες του πρώτου τόμου ο αναγνώστης προειδοποιείται ότι κρατά στα χέρια του μόνο το ένα τρίτο του συνόλου, όπως και ότι η κατάληξη ανήκει στον ίδιο, όχι στη συγγραφέα. Θα αποδεχθεί μια τέτοια πρόκληση; Η σκέψη ότι δοκιμάζω την υπομονή του και καταχρώμαι την εμπιστοσύνη του με βασάνιζε καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής και ορίστε που ο αναγνώστης με κατέπληξε. Ανταμώσαμε στο τέλος της τριλογίας, συνοδοιπόροι και συν-ερμηνευτές, αναγνωρίζοντας ο ένας τη συνεισφορά του άλλου στην επιτυχή έκβαση του ταξιδιού. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη.
Οι Πρέσπες είναι σύνορο κι ένας μεγάλος καθρέφτης παράλληλα – για να το πω μεταφορικά –, καθότι λίμνες. Αποτέλεσαν τους άξονες για να δείτε την άλλη πλευρά, αλλά και το μέσα μας; Τι ανακαλύψατε;
Οτι είμαστε καλύτεροι από ό,τι νομίζουμε. Οτι οι γύρω μας είναι επίσης καλύτεροι από ό,τι νομίζουμε. Οτι η αλήθεια δεν είναι αποκλειστικότητα κανενός και ότι η σοφία βρίσκεται στη σύνθεση.
Στα παραμύθια ο δράκος υπερασπίζεται πάντα κάτι πολύτιμο. Εναν θησαυρό, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο δικός σας ποιος είναι ακόμα και σήμερα;
Αναμφίβολα ο δράκος κάτι μας κρύβει, κάτι δικό μας, κάτι ανεκτίμητο, που δεν θυμόμαστε πότε το χάσαμε. Επειδή είναι μάστορας της ψευδαίσθησης, σκηνοθετεί φαντασμαγορίες τρόμου που μας παραλύουν, αλλά η πηγή της δύναμής του βρίσκεται μέσα μας. Από εκεί θρέφεται και εκεί εδραιώνεται. Ισως όταν διαλυθεί το προπέτασμα καπνού να αντικρίσουμε μόνο το πρόσωπό μας. Οπως και να ‘χει, η κατάληξη της τριλογίας ανήκει στον αναγνώστη.
Στην τριλογία βλέπουμε τη σταδιακή μετάβαση από τον χώρο της βίας στην ανάδυση της λογικής και έπειτα μεταφερόμαστε στον συναισθηματικό κόσμο. Πώς τα συνδέετε όλα αυτά;
Το μυθιστόρημα εξελίσσεται παράλληλα με ένα θεατρικό έργο, το οποίο μας υποδέχεται σε κάθε τόμο. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τη δράση των ηρώων και των λαών. Στο θεατρικό παρακολουθούμε έναν αλχημιστή και έναν μαθητή να κατασκευάζουν το ελιξίριο της αυτογνωσίας. Οσο προχωρά το αλχημιστικό έργο, οι ήρωες του μυθιστορήματος ανεβαίνουν επίπεδο αυτογνωσίας. Στον πρώτο τόμο κυριαρχούν τα ένστικτα, η σύγχυση, η ωμή βία. Στον δεύτερο εισάγονται η λογική και η μέθοδος, τους βλέπουμε να καταστρώσουν σχέδια και να αιτιολογούν τις απόψεις τους. Στον τρίτο και τελευταίο τόμο εμφανίζεται το μονοπάτι προς την Εξοδο, ο συλλογικός σκοπός, πέρα από ιδιοτελή συμφέροντα και τυχοδιωκτισμούς, πέρα από πολιτικές και ιδεολογικές περιχαρακώσεις. Εχει ελπίδα εκπλήρωσης;.. Θα μας το πει ο τέταρτος τόμος, που δεν θα γραφτεί από μένα, αφού τέτοιες απαντήσεις δίνει μόνο η ζωή.
Ποια είναι η συγγραφική σας μέθοδος; Ο οραματισμός, το χτίσιμο κόσμων από το μηδέν σχεδόν, τι απαιτεί;
Μεγάλη υπομονή και συνεχείς προσπάθειες. Η έμπνευση δεν έρχεται ακαριαία σαν επιφοίτηση, το έργο δεν μου χαρίζεται εύκολα, θα πρέπει να το ανακαλύψω. Χρειάζεται επίπονο ξαναγράψιμο κάθε ιδέας, για να ξεθάψω μια ενδιαφέρουσα σύλληψη ή μια πρωτότυπη πλοκή κάτω από επάλληλα στρώματα μονότονων και συνηθισμένων ιστοριών, που ξεπηδούν αμέσως και απορρίπτονται. Το όραμα και η λογοτεχνική του απόδοση τέμνονται κάθε τόσο στιγμιαία στη διάρκεια της συγγραφής, μα ποτέ δεν ταυτίζονται πλήρως, γιατί η ιδέα είναι ανεξάντλητη, αλλά το ταλέντο μου πεπερασμένο – ευτυχώς. Ετσι συνεχίζω την προσπάθεια στο επόμενο βιβλίο.
Τα τελευταία αρκετά χρόνια παρακολουθούμε τη μυθοπλασία να γίνεται περισσότερο μαρτυρία ή προέκταση ειδησεογραφικών γεγονότων. Εναλλάσσονται «θεματικές» αλλά λείπει ο μύθος και η δραματουργία, πώς το βλέπετε αυτό;
Δεν είχα αντιληφθεί ότι ισχύει κάτι τέτοιο. Το βρίσκω πάντως λογικό, η επικαιρότητα επιβάλλεται με τέτοια δριμύτητα που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια ονειροφαντασίας. Το ζητούμενο στις μέρες μας είναι η αλήθεια, έτσι η δημοσιογραφική ματιά μοιάζει η πιο σίγουρη οδός για την αλήθεια, επειδή εστιάζει στο γεγονός. Παραβλέπουμε βέβαια ότι και αυτή είναι υποκειμενική ή προκατειλημμένη ή υπόκειται σε περιορισμούς. Ο μύθος απασχολείται με τη νομοτέλεια, τη διαχρονικότητα και τις αναλογίες. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ πιο αποκαλυπτικός. Διευρύνει την οπτική, εγείρει την ερμηνευτική μας ικανότητα και έχει λιγότερους πειρασμούς να αντιπαλέψει.
Πώς μπορούμε να εισαγάγουμε τα νέα παιδιά στη λογοτεχνία; Η τεχνητή νοημοσύνη σάς φοβίζει;
Τα νέα παιδιά είναι τόσο αγχωμένα με το μέλλον τους, ή τουλάχιστον οι γονείς τους, που θα πρέπει να έχουν έναν καλό λόγο για να διαβάσουν λογοτεχνία. Η ανάγνωση για λόγους απόλαυσης θεωρείται χάσιμο χρόνου, το όφελος θα πρέπει να είναι ορατό και μετρήσιμο. Δύσκολο λοιπόν να σε πάρουν στα σοβαρά αν τους υποσχεθείς πως στη λογοτεχνία θα βρουν ό,τι ακριβώς τους απασχολεί. Δύσκολο να σε πιστέψουν αν τους περιγράψεις τη συγκίνηση που προκαλεί ο επαναπατρισμός μιας σκέψης. Οι δικές τους σκέψεις κρύβονται στα βιβλία και με την ανάγνωση επαναπατρίζονται. Οι δικές τους οικουμενικές εμπειρίες αποτυπώνονται στη λογοτεχνία και με την ανάγνωση βιώνονται. Το βιβλίο είναι πρωτίστως παιχνίδι, σκανταλιά και περιπέτεια, όχι υποχρέωση και αγγαρεία, μακάρι να είχα τρόπο να το μεταδώσω αυτό στα παιδιά. Τώρα, στη δεύτερη ερώτησή σας, για την τεχνητή νοημοσύνη. Τη θεωρώ ένα εργαλείο που θα αξιοποιηθεί υπερβολικά στο μέλλον, επειδή, όπως κάθε καινούργιο τεχνολογικό επίτευγμα, γεννά την ελπίδα ότι θα λύσει όλα μας τα προβλήματα. Η ανακάλυψη του κινηματογράφου δεν απείλησε το θέατρο, αντιθέτως συνομίλησε καλλιτεχνικά μαζί του, έτσι και η τεχνητή νοημοσύνη δεν πιστεύω ότι θα απειλήσει τη λογοτεχνία. Ισως μάλιστα να την αναβαθμίσει, γιατί θα βοηθήσει να διαχωριστούν καθαρότερα τα έργα καλλιτεχνικής έμπνευσης από τα τυποποιημένα κείμενα μαζικής παραγωγής. Αυτό βέβαια απομένει να αποδειχθεί.