
Πρόκειται για σκακιστικές ασκήσεις επιπέδου 1, από αυτές που υπάρχουν σε διάφορες διαδικτυακές εφαρμογές, ειδικές για πληκτικά ταξίδια. Για παράδειγμα, από πέρυσι γράφεται ευκρινώς ή θολά. Ο Αλέξης Τσίπρας θα γυρίσει και θα αναλάβει έναν ενοποιημένο χώρο κεντροαριστερής μορφολογίας. Αλλοι σεναρίστες γράφουν ότι στην πορεία ο Αλέξης γίνεται πιο κεντρώος, πιο ατλαντικός, πιο συμπεριληπτικός, οι πιο επιφυλακτικοί θα μπορούσαν να προσθέσουν πιο περιληπτικός, αφού δεν μπορεί να επιλύσει υπαρκτές αντιφάσεις του αριστερού σκηνώματος. Αλλοι εικάζουν ότι την επιστροφή του φοβούνται οι ηγέτες των αριστερών κομματιδίων, γιατί η έλευσή του μπορεί να σημάνει την έκλειψή τους. Ομως παράλληλα, η ενοποίηση ή έστω ο απλός συνδυασμός των συνιστωσών του αόριστου κεντροαριστερού χώρου, ξορκίζεται από όλους τους αντιπολιτευτικούς παρόχους. Εκτός του κ. Ανδρουλάκη ή του κ. Τσακαλώτου που τοποθετούνται στην πλευρά της αυτόνομης πορείας και ο εν γένει, ανεξίκακος Γιώργος Παπανδρέου κάνει κριτική στον τότε ΣΥΡΙΖΑ (άρα, συνάγουν οι οιωνοσκόποι, δεν υφίσταται περιθώριο συνεργασίας). Σε αντιδιαστολή με τις σκακιστικές ασκήσεις (τονίζω, επιπέδου 1, γιατί τέτοια είναι η διαχείριση του κεντροαριστερού χώρου), η κυβερνητική πλευρά κάνει αυτά τα πρακτικά, που γνωρίζει πολύ καλά, τα πάμπολλα χρόνια πολιτικής επενέργειας, κυβερνητικής ή αντιπολιτευτικής, που αθροίζει. Μοιράζει χρήματα, λίγα ή περισσότερα, ενίοτε συμβολικά (που όμως δημιουργούν την ψευδαίσθηση θεσμικής ζεστασιάς στον ψηφοφόρο), ελέγχει ένα μεγάλο τμήμα του διακινούμενου δημόσιου λόγου και επεκτείνει την ιδεολογική ηγεμονία, είτε στο λαϊκό επίπεδο με τις αντιλήψεις και ρουσφετοκεντρικές νοοτροπίες τις οποίες διογκώνει, είτε, σε υψηλό επίπεδο, με αξιόλογους διανοούμενους και καλούς φιλικούς γραφείς, που προωθεί. Αυτό το ζεύγος σκακιστικού φορμαλισμού από τη μια και ευτελούς ή και ποιοτικής εφαρμοσιμότητας από την άλλη, δημιουργεί άνισους όρους μάχης. Το φαντασιακό ή το πρακτικό νικάει; Ο Γκρίνμπεργκ λέει το πρακτικό: κάνε παραστάσεις στα υπουργεία, γέμιζε την πραγματικότητα με εσένα. Αυτό έχει δύο επιπτώσεις. Πρώτον, δεσμεύονται οι άλλοι (οι αντιπολιτευόμενοι) και απαντούν ή αντικρούουν (άρα οι όροι και το τέμπο της μάχης έχουν τεθεί από σένα), δεύτερον, προσπαθούν να κάνουν αντιπαραστάσεις, όμως διαθέτουν ελάχιστα μέσα. Μια ομιλία σε μια ομάδα στελεχών στην επαρχία ενός αντιπολιτευόμενου ηγέτη, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί μια δημόσια πρωθυπουργική απόφαση για συγκεκριμένη αύξηση μισθού ή συγκεκριμένο επίδομα ενοικίου.
Με αυτήν την τεχνική που έχει επιλεγεί ως απάντηση στα Τέμπη, η αντιπολίτευση ετεροκαθορίζεται, στον βαθμό που πρέπει να αποδομήσει τον κυβερνητικό ισχυρισμό και να αντιτάξει (εν τέλει) κάτι ισχνότερο (λόγο, έναντι χρημάτων), άρα κάτι μη ανταγωνιστικό. Επί αυτού του δυσμενούς πεδίου παίζεται ένα (προσώρας) άνισο παίγνιο. Γιατί η κούραση έχει καταλάβει όλο το πεδίο. Επομένως κατά αυτή την έννοια κυβέρνηση και αντιπολίτευση λάμνουν στο ίδιο κουρασμένο ακροατήριο. Ο Μπάτμαν (το υπερπρόσωπο που θα αλλάξει την ατζέντα και την πολιτική μάχη) δεν φαίνεται και φοβάμαι ότι η επινόηση τον υποκαθιστά. Ομως επινόηση χωρίς φαντασίωση δεν μπορεί να λειτουργήσει. Κάθε πρόσωπο (από τα ενεργά ή τα εικαζόμενα) νομίζω θα καθηλώνεται, σε έναν προδιαγεγραμμένο, φτωχό και προ-εξαντλημένο ρόλο. Στο τετριμμένο πεδίο, νικάει αυτός που διαθέτει τα κλειδιά της ισχύος: τα κρατικά χρήματα. Εκτός κι αν συμβεί αυτό που συνέβη μερικές φορές στη ιστορία. Φανεί εν τέλει κάποιος άγραφος και πολιτικά παρθένος, που θα φορτωθεί τον ρόλο.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ