ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Uncategorized

Πάπας Φραγκίσκος: «Είμαι αμαρτωλός: αυτός είναι ο πιο ορθός ορισμός»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Κατά μία έννοια, ο Πάπας Φραγκίσκος είναι κι αυτός, πριν απ’ όλα, τέκνο της τυχαιότητας.

Και αυτή θυμίζει ως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης περιπέτειας στις πρώτες κιόλας σελίδες της αυτοβιογραφικής «Ελπίδας», η οποία κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Gutenberg (μετάφραση Αννα Παπασταύρου).

Ολα οφείλονται σε ένα ταξίδι από τη Γένοβα ως το Μπουένος Αϊρες που δεν έγινε.

Γιατί αν ο παππούς και η γιαγιά του καθώς και ο μοναχογιός τους Μάριο έβρισκαν εισιτήριο στις 11 Οκτωβρίου 1927, θα ήταν κι αυτοί θύματα του ναυαγίου του πλοίου «Πριγκίπισσα Μαφάλντα» στ΄ ανοιχτά της Βραζιλίας. Και έτσι δεν θα υπήρχε σ’ αυτή την εξιστόρηση ο νεαρός άντρας – ο Μάριο – που θα γινόταν ο πατέρας του.

Οι πρόγονοί του, πάντως, έφτασαν έστω και δι’ αναβολής στη νέα Γη της Επαγγελίας, το λιμάνι του Μπουένος Αϊρες, τον Φεβρουάριο του 1929, όταν η υφήλιος ζούσε μια οικονομική ύφεση χωρίς προηγούμενο. Ο παππούς Τζοβάνι – καφεζαχαροπλάστης στο Πιεμόντε της Ιταλίας –, η γιαγιά Ρόζα και ο Μάριο καταχωρίστηκαν ως «υπερπόντιοι μετανάστες» (migrantes ultramar) διεκδικώντας μια καινούργια θέση στον επίγειο παράδεισο (αυτόν που τους είχαν τάξει ή, εν πάση περιπτώσει, αυτόν που είχαν οι ίδιοι ονειρευτεί αφήνοντας πίσω τους την Ευρώπη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και νιώθοντας τους υπόγειους κραδασμούς του Δευτέρου).

«Πολλά χρόνια αργότερα», γράφει ο Φραγκίσκος, «στο πρώτο μου ταξίδι ως Πάπας εκτός Βατικανού, πληροφορήθηκα ότι έπρεπε να πάω στη Λαμπεντούζα, το μικροσκοπικό νησί της Μεσογείου που έγινε προμαχώνας ελπίδας και αλληλεγγύης, αλλά και σύμβολο των αντιφάσεων και της τραγωδίας των μεταναστεύσεων και υγρός τάφος για πάρα, πάρα πολλούς… Και εγώ προέρχομαι από οικογένεια μεταναστών, ο πατέρας μου, ο παππούς μου, η γιαγιά μου είχαν γνωρίσει τη μοίρα των ανθρώπων που τα έχουν χάσει όλα. Κι εγώ θα μπορούσα να είμαι ένας από τους ξεγραμμένους σήμερα, γι’ αυτό και μέσα στην καρδιά μου υπάρχει πάντα ένα ερώτημα: γιατί αυτοί και όχι εγώ; Επρεπε να πάω στη Λαμπεντούζα για να προσευχηθώ, να επιτελέσω έξω μια πράξη αδελφοσύνης».

Στις επόμενες σελίδες ξεκινά ένα αφήγημα που ολοκληρώνεται με τους πολέμους της νέας εποχής, τους κινδύνους της δημοκρατίας και το Διαδίκτυο. Ενδιάμεσος μεγάλος σταθμός είναι προφανώς η εκλογή του ως προκαθήμενου της Καθολικής Εκκλησίας στις 13 Μαρτίου 2013. Η εκκίνηση πάντως γίνεται με την παιδική ηλικία τού κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, γεννημένου στις 17 Δεκεμβρίου 1936.

Τότε που επισκεπτόταν με τους γονείς του τον κινηματογράφο για να δουν όλες τις ταινίες των Ροσελίνι, Ντε Σίκα, Βισκόντι – αργότερα του Φελίνι («με το “Λα Στράντα”, που το είδα όταν ήμουν δεκαοκτώ χρόνων, κυριολεκτικά ταυτίζομαι»). Αλλά και τότε που βρήκε τους φίλους του στην πλατεία Μπρουμάνα του Μπουένος Αϊρες: «Ημασταν παιδιά με σάρκα και οστά, σίγουρα όχι άγγελοι. Οι μεγάλοι στη γειτονιά ήταν κι αυτοί κάτι σαν γονείς κοινοί για όλους, μας επέβλεπαν, μας καθοδηγούσαν και μερικές φορές μάς γλίτωναν από μπελάδες». Από την περίοδο εκείνη προέρχεται και η αγάπη για το ποδόσφαιρο. «Ανέκαθεν μου άρεσε να παίζω ποδόσφαιρο, και δεν έχει σημασία που δεν ήμουν και τίποτα σπουδαίο. Στο Μπουένος Αϊρες, κάτι σαν κι εμένα τους έλεγαν “pata dura”, σκληρό πόδι. Οπως θα λέγαμε εμείς, είχα δύο αριστερά πόδια […] Αν ως ποδοσφαιριστής ή μπασκετμπολίστας υστερούσα, ως οπαδός ήμουν αδιαμφισβήτητος. Με τον πατέρα και τα αδέλφια μου Οσκαρ και Αλμπέρτο πήγαινα να δω τη Σαν Λορέντσο στο Βιέχο Γκασόμετρο, το γήπεδο που γαλούχησε όλους εμάς τους cuervos, τα κοράκια, παρατσούκλι που μας έδωσαν οι οπαδοί της αντίπαλης ομάδας λόγω του μαύρου ράσου των Σαλεσιανών».

Θα ακολουθήσουν το πτυχίο Χημείας στην Εσκουέλα Τέκνικα, η ένταξη στο τάγμα των Ιησουιτών το 1958 και ο πανεπιστημιακός τίτλος στη Φιλοσοφία από το Κολέγιο Μάξιμο Σαν Χοσέ στο Σαν Μιγκέλ ντε Τουκουμάν. Στη συνέχεια θα γίνει ο καθηγητής Μπεργκόλιο στο μάθημα Λογοτεχνίας και Ψυχολογίας στο Κολέγιο της Ιμακουλάδα (Αμώμου Συλλήψεως) στη Σάντα Φε και στο Κολέγιο του Σαλβαδόρ (Σωτήρος) στο Μπουένος Αϊρες. Ιερέας θα χειροτονηθεί στις 13 Δεκεμβρίου του 1969 από τον αρχιεπίσκοπο Χοσέ Ραμόν Καστελάνο. Η διαδικασία της μεταστροφής – σαν τον Παύλο στον δρόμο για τη Δαμασκό, όπως γράφει – είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Από τότε ο Φραγκίσκος κρατάει τον ορισμό που θεωρεί ότι τον περιγράφει καλύτερα: «Είμαι αμαρτωλός. Αυτός είναι ο πιο ορθός ορισμός. Και δεν είναι τρόπος του λέγειν, λεκτικό κατασκεύασμα, στοιχείο λογοτεχνίας, θεατρική ατάκα. Είμαι σαν τον Ματθαίο στον πίνακα του Καραβάτζο: ένας αμαρτωλός στον οποίο έστρεψε το βλέμμα Του ο Κύριος. Και αυτό ακριβώς είπα όταν με ρώτησαν αν δεχόμουν την εκλογή μου στην παπική έδρα: “Είμαι αμαρτωλός, όμως εμπιστεύομαι την απεριόριστη ευσπλαχνία και υπομονή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και αποδέχομαι σε πνεύμα μετανοίας”».

Η εποχή του μετά την εκλογή ως ποντίφικα είναι η εποχή των πολέμων, κατά την οποία η Εκκλησία μετράει αδιέξοδα μαζί με την πολιτική. «Ο πόλεμος [το 2022] έφτασε στην καρδιά της Ευρώπης και διέλυσε τις τελευταίες ψευδαισθήσεις για το “τέλος της Ιστορίας”, που είκοσι τέσσερις αιώνες μετά τον Θουκυδίδη είχαν δημιουργηθεί με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Οπως και το 1962, τη χρονιά της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα, ο κόσμος καθρεφτίστηκε ξανά μέσα στο φάσμα της πυρηνικής καταστροφής, κάτω από τη χειροπιαστή απειλή φονικών όπλων των οποίων και μόνο η κατοχή πρέπει να θεωρείται ανήθικη. Δεν ήταν καιρός να ασχοληθούμε με πρωτόκολλα ή τελετουργίες… Πήγα προσωπικά στη ρωσική πρεσβεία κοντά στην Αγία Εδρα. Πρώτη φορά Πάπας έκανε κάτι τέτοιο. Το γόνατό μου δεν είχε πάψει να μου κάνει πείσματα, έτσι στον πρέσβη Αβντέεφ παρουσιάστηκε ένας Πάπας κουτσός για να εκφράσει όλη του την αγωνία. Ικέτεψα να σταματήσουν τους βομβαρδισμούς, ευχήθηκα έναν διάλογο, πρότεινα διαμεσολάβηση του Βατικανού, δηλώνοντας ότι προσφέρομαι να πάω στη Μόσχα το συντομότερο, αρκεί μονάχα ο Πούτιν, τον οποίο είχα ήδη συναντήσει τρεις φορές στη διάρκεια της παπικής μου θητείας, να άφηνε ένα παραθυράκι ανοιχτό σε διαπραγματεύσεις… Ο ουκρανικός λαός δεν είναι μονάχα ένας λαός που υπέστη μια εισβολή, είναι ένας μαρτυρικός λαός, κυνηγημένος ήδη από τα χρόνια του Στάλιν με μια γενοκτονία που προκλήθηκε από την πείνα, γνωστή ως Χολοντομόρ, η οποία άφησε πίσω της εκατομμύρια θύματα».

Εναν χρόνο αργότερα έπρεπε να περιγράψει μια νέα «βαρβαρότητα», η οποία, όπως σημειώνει, «ξεκίνησε με τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου του 2023, όταν οι ένοπλοι της Χαμάς διέσχισαν τον φράχτη που χωρίζει τη Λωρίδα της Γάζας από το Ισραήλ και επιτέθηκαν σε ισραηλινούς στρατιωτικούς και πολίτες». Σε εκείνη τη σφαγή μάλιστα έχασε και φίλους από την Αργεντινή: «Διπλός ο πόνος μου, ανθρώπους που γνωρίζω από χρόνια και ζούσαν σε ένα κιμπούτς στα σύνορα με τη Γάζα». Η συνέχεια είναι γνωστή και δεν σβήνει ούτε με το τριτοκλασάτο ρετούς του Ντόναλντ Τραμπ: «Σ’ εκείνον τον σπαραγμό, σ’ εκείνη τη βαρβαρότητα, προστέθηκε άλλη μία, τρομερή, από τις επιδρομές των Ισραηλινών: δεκάδες χιλιάδες αθώοι νεκροί, σε μεγάλο βαθμό γυναικόπαιδα, εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι, σπίτια κατεστραμμένα, κόσμος ένα βήμα από τη λιμοκτονία».

Σε στιγμές όπως αυτές επέστρεφε στην παιδική του ηλικία και στην οικογενειακή σάγκα με την οποία ξεκινάει η αφήγηση του αυτοβιογραφικού βιβλίου: «Αυτό που με δίδαξε ο παππούς μου ο Τζοβάνι, που πολλοί παππούδες και πατεράδες μάς δίδαξαν, αντλώντας από τον θησαυρό των οδυνηρών τους αναμνήσεων, είναι ότι ένας πόλεμος δεν είναι ποτέ μακριά μας· αντίθετα, είναι πολύ κοντά, βρίσκεται μέσα στον καθένα από μας: γιατί κάθε πόλεμος αρχίζει στην καρδιά. Δεν μπορεί, δεν πρέπει να μπει στο μυαλό και την καρδιά της ανθρωπότητας η σκέψη ότι μπορούμε να βλέπουμε άνδρες, γυναίκες και παιδιά να πνίγονται στη Μεσόγειο χωρίς να τιμωρείται κανείς, ξανά και ξανά. Δεν μπορεί να χωρέσει η σκέψη ότι τα προβλήματα και οι δυσκολίες αντιμετωπίζονται αν χτιστούν τείχη. Οχι μόνο μεταφορικά τείχη, αλλά τείχη από τούβλα, μερικές φορές μάλιστα με αγκαθωτά συρματοπλέγματα και λεπίδες που κόβουν σαν μαχαίρια. Οταν μου τα έδειξαν, συγχύστηκα, συγκλονιστικά, ήταν μια εικόνα που δεν μπορούσα να δεχτώ. Οταν έμεινα μόνος, ένιωσα τα μάτια μου να πλημμυρίζουν δάκρυα».

Λίγους μήνες μετά το Ιράκ ξαναπήγα στη Λέσβο, το ελληνικό νησί που φιλοξενεί το κέντρο μεταναστών της Μόρια, το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, το οποίο για πάρα πολύ καιρό έδειχνε το πρόσωπο της αποτυχίας της μεταναστευτικής πολιτικής της Γηραιάς Ηπείρου. Είχα ξαναβρεθεί εκεί πέντε χρόνια νωρίτερα, το 2016, σε ένα ταξίδι-αστραπή στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Βαρθολομαίο και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο, έπειτα από πρόσκληση του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ενός ανθρώπου προς τον οποίο έχω βαθύ σεβασμό, ενός πολιτικού που ήξερε να αγωνίζεται για το καλό του λαού του. «Πάμε να συναντήσουμε την πιο μεγάλη μεταπολεμική καταστροφή» είπα τότε.

Το στρατόπεδο μου φάνηκε αμέσως σαν ένας κύκλος της δαντικής κόλασης μιας τραυματισμένης ανθρωπότητας: κουρέλια, λάσπη, λαμαρίνες, οδύνη…

Επέστρεψα άλλη μία φορά στο τέλος του 2021 σε εκείνο το νησί του Αιγαίου, γιατί για μένα αντιπροσωπεύει την απειλή του ναυαγίου, το οποίο πρέπει πάση θυσία να ξορκίσουμε: το ναυάγιο του πολιτισμού μας. Δεν μπορούμε πια να επιτρέψουμε να συνεχιστεί αυτή η ντροπή· να συνεχίσουν τα κοντέινερ, η κατατρεγμένη ανθρωπότητα, η αδελφοσύνη που δεν προσφέρθηκε ποτέ, να εκπροσωπούν την Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν μπορούμε πια να συναινούμε στη μεταμόρφωση της Μεσογείου, που επί χιλιετίες ένωνε λαούς διαφορετικούς και απομακρυσμένα εδάφη, σε ψυχρό νεκροταφείο χωρίς ταφόπλακες· το mare nostrum, η δική μας θάλασσα, να γίνει μια απελπιστική mare mortuum, θάλασσα νεκρών, θέατρο συγκρούσεων και όχι τόπος συναντήσεων. Οποιος φοβάται τα πρόσωπα που είδα στη Λέσβο είναι γιατί δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να τα κοιτάξει στα μάτια, δεν είδε ποτέ τα μάτια των παιδιών τους.


«Το χιούμορ είναι γνήσια σοφία. Και είναι και ανθρώπινη σχέση, γιατί είναι εύκολο να γελάμε μαζί και σχεδόν αδύνατον να γελάμε μονάχοι. Οι Ντίνκα, μια φυλή βοσκών από το Νότιο Σουδάν, τους οποίους επισκέφτηκα στο ιεραποστολικό μου ταξίδι, τον Φεβρουάριο του 2023, έχουν μια αντίδραση που σ’ εμάς τους Δυτικούς φαίνεται ασυνήθιστη, απέναντι στο διαφορετικό, στο ξένο, απέναντι στους λευκούς, που πιο σωστά αποκαλούν “κόκκινους”, γιατί κάτω από τον αφρικανικό ήλιο συνήθως τους φαίνονται ξεροψημένοι, κόκκινοι σαν πιπεριές: ενώ αλλού ο ξένος αντιμετωπίζεται με καχυποψία, φόβο, επιφύλαξη, εκείνοι αντιδρούν στο καινούργιο, στο ασυνήθιστο, με χαμόγελο· και μάλιστα, τα μικρά παιδιά με τρανταχτά γέλια. Εκπληξη, αντί για αποφυγή συναναστροφής. Περιέργεια, αντί για προκατάληψη και επιθετικότητα… Γενικότερα, το χαμόγελο γκρεμίζει εμπόδια, δημιουργεί συνδέσεις, φιλοδοξεί να συνδυάσει διαφορετικές πραγματικότητες, συχνά ακόμα και αντίθετες».

Τη δημοκρατία:

«Η δημοκρατία δεν είναι ούτε τηλεψηφοφορία ούτε σουπερμάρκετ. Πρέπει να ξαναρχίσουμε να σκεφτόμαστε με δημιουργικό πνεύμα τρόπους πραγματικής συμμετοχής, που να μην είναι απλή προσκόλληση σε λαϊκίστικες προσωποποιήσεις ή σε ειδωλολατρική αντιμετώπιση του εκάστοτε υποψηφίου – αυτό ακριβώς είναι που τελικά εκτοξεύει στα ύψη την αποχή –, αλλά περισσότερο τη βέλτιστη και συγκεκριμένη συμμετοχή σ’ ένα κοινό πλάνο, σ’ ένα συλλογικό όνειρο. Πρέπει να ξαναρχίσουμε να λερώνουμε τα χέρια μας…».

Τελευταία Νέα



Source link

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Back to top button