Advertisement
ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Ακυβέρνητες δημοκρατίες – ΤΑ ΝΕΑ

Advertisement
Advertisement

Τι χρειάζεται για να καταστεί μια δημοκρατία ακυβέρνητη; Οχι πολλά πράγματα.

Ενα δραματικό γεγονός με ισχυρή συγκινησιακή φόρτιση. Μια αμήχανη κυβέρνηση. Και μια ομάδα ανθρώπων αποφασισμένων να χρησιμοποιήσουν το γεγονός για να καταστήσουν τη δημοκρατία ακυβέρνητη.

Τόσο απλό.

Το ζητούμενο δηλαδή είναι να τεθούν σε αμφισβήτηση οι τρεις «αθέατοι θεσμοί» κάθε δημοκρατίας: η εμπιστοσύνη, η αρχή και η νομιμότητα (Pierre Rosanvallon, Les Institutions Invisibles, Editions du Seuil, 2024).

Κατά προτίμηση μάλιστα να ακυρωθούν.

Γνωρίζοντας πως ακόμη κι αν διατηρεί τα τυπικά χαρακτηριστικά της, μια δημοκρατία δεν μπορεί στην πραγματικότητα να κυβερνηθεί χωρίς αυτούς τους «αθέατους θεσμούς».

Ζήσαμε το σενάριο στις αρχές της περασμένης δεκαετίας (2011-2012). Εκεί ο δρόμος ήταν ακριβώς αυτός. Απώλεια της εμπιστοσύνης, κατάρρευση της αρχής, κατάλυση της νομιμότητας.

Και τώρα παρακολουθούμε το remake. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα δεν βλέπω κανέναν διατεθειμένο να βάλει τα γέλια.

Η «εμπιστοσύνη» κλονίζεται με την καχυποψία και τη δυσπιστία. Δεν θέλει και πολύ μυαλό να το καταλάβεις.

Προ ημερών, ένας πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ ωρυόταν σε μια τηλεόραση «εγώ λέω καθαρά ότι δολοφονήθηκαν οι 57. Δολοφονήθηκαν από μια κυβέρνηση. Είναι έγκλημα και είναι δολοφονία» (Τρ. Αλεξιάδης, 30/1).

Πού το ξέρει; Δεν το ξέρει. Μιλάμε απλώς για ένα άθροισμα αναπόδεικτων ισχυρισμών περιορισμένης σημασίας.

Αλλά προσέξτε τη λογική.

Οταν ανακηρύξεις ένα έγκλημα, τα υπόλοιπα ακολουθούν από μόνα τους. Το «μπάζωμα», τα «βαγόνια που εξαερώθηκαν», οι «δικογραφίες στα συρτάρια», όλα αποκτούν νόημα ως μέρος του σκηνικού ενός ανακηρυγμένου εγκλήματος. Αποκτούν δηλαδή υπόσταση και σημασία από το ίδιο το έγκλημα.

Η επιβεβαίωση λοιπόν δεν ενδιαφέρει. Ούτε η διάψευση οδηγεί στην αναζήτηση κάποιας άλλης αλήθειας. Ακόμη χειρότερα αποτελεί απόδειξη «συγκάλυψης» της αλήθειας που έχει ήδη διαψευστεί ή που παραμένει ανεπιβεβαίωτη.

Και ως γνωστόν (για λόγους που δεν είναι πάντα σαφείς…) το ιατρικό σύστημα ψυχικής υγείας αποφεύγει να επέμβει θεραπευτικά ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις παροξυσμικής διαταραχής.

Η «αρχή» από την πλευρά της κλονίζεται με την ευθεία αμφισβήτηση της επάρκειας, της αμεροληψίας ή της σκοπιμότητάς της.

Αν παρακολουθήσει κανείς την «αγωνιστική» ειδησεογραφία διαπιστώνει πως η αστυνομία και γενικότερα οι αρχές ασφαλείας είναι μάλλον περιττοί και επιζήμιοι θεσμοί.

Σχεδόν δεν χρειάζονται ή κάνουν κακό. Και η δράση τους αποτελεί περισσότερο αντικείμενο καταγγελίας παρά επιδοκιμασίας.

Είναι περιττοί επειδή εμποδίζουν κάθε πολίτη να μοστράρει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι και περιορίζουν την ελευθερία κάθε ενδιαφερόμενου να κάνει το γούστο του.

Και είναι επιζήμιοι επειδή εκφράζουν το μονοπώλιο της έννομης βίας στις δημοκρατικές κοινωνίες.

Ενώ κανονικά το δικαίωμα στην ένοπλη βία θα έπρεπε να διαχέεται και να αναγνωρίζεται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες ή βαθμίδες ώστε να το ασκούν όποτε τους καπνίσει και να σφαχτούν μεταξύ τους.

Η αμφισβήτηση της «αρχής» δεν περιορίζεται φυσικά στις δυνάμεις τάξης ή τη δικαιοσύνη ή τη Βουλή.

Επεκτείνεται σε κάθε όργανο της δημοκρατίας που ασκεί εξουσία, ακόμη κι αν την ασκεί με τον μεγαλύτερο σεβασμό στο Σύνταγμα και τους νόμους. Είναι ένα είδος διαρκούς ρεμπελιού.

Ο κλονισμός της «εμπιστοσύνης» και η αμφισβήτηση της «αρχής» οδηγούν σχεδόν νομοτελειακά στην κατάλυση της «νομιμότητας».

Ετσι καταλήγουμε στα «λαϊκά δικαστήρια» όπου ασκούν χρέη δικαστικής αρχής όχι οι φυσικοί δικαστές αλλά όσοι θεωρούν ότι θίχτηκαν ή θίγονται από ένα έγκλημα το οποίο οι ίδιοι έχουν αποφασίσει ότι είναι έγκλημα.

Με το εξής ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.

Οτι καταφανώς δεν τους ενδιαφέρει η δίκη αλλά η καταδίκη. Είναι μια ιδιότυπη μορφή εκδίκησης την οποία διεκδικούν στο όνομα του πόνου και των απωλειών που θεωρούν ότι υπέστησαν.

Να εξηγούμαστε. Δεν εννοώ φυσικά ότι η προσπάθεια κλονισμού ή αμφισβήτησης των «αόρατων θεσμών» προκύπτει από κάποιο οργανωμένο σχέδιο ή από τη συντονισμένη δράση μερικών ακατανόητων μυαλών.

Δεν θα απαντήσουμε στη συνωμοσιολογία με μια άλλη συνωμοσία.

Είναι εξίσου πιθανό να αποτελεί το παρατράγουδο μιας χαοτικής έκρηξης συγκίνησης, συναισθήματος ή θυμικού.

Δεν έχω δηλαδή αντίρρηση να δεχτώ ότι οι άνθρωποι αυτοί όντως πονούν, οργίζονται, θυμώνουν ή αισθάνονται βαθιά μέσα τους ότι αδικούνται.

Απλώς δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι μπορούν να ελέγξουν το θυμικό τους, ούτε ότι μπορούν να χειριστούν ορθολογικά επιχειρήματα και αποδείξεις, ούτε καν ότι είναι ικανοί να αναλογιστούν τις συνέπειες τέτοιων συμπεριφορών.

Πάμε όμως στη δημοκρατία διότι αυτή είναι τελικά το επίδικο.

Οι «ακυβέρνητες δημοκρατίες» εξαπλώνονται και πληθαίνουν σε ολόκληρο τον πλανήτη ακριβώς επειδή αποδυναμώνονται ή καταλύονται οι «αθέατοι θεσμοί» που τις προστάτευαν.

Κι είναι κορυφαίο σφάλμα να πιστεύει κανείς ότι οι παραδοσιακοί θεσμοί που έχουμε συνηθίσει έως τώρα αρκούν για να τις προστατεύσουν. Το αντίθετο ισχύει.

Συνήθως τις κάνουν πιο αργοκίνητες και δυσπροσάρμοστες. Δημιουργούν την αίσθηση ότι βραδυπορούν και δεν ανταποκρίνονται στην εποχή.

Το φαινόμενο που ζούμε τώρα στην Ελλάδα είναι ακριβώς αυτό.

Μια απώλεια εμπιστοσύνης που οδήγησε σε μια αποδυναμωμένη αρχή και έφερε έναν κλονισμό της νομιμότητας.

Μόνο που καμία δημοκρατία και καμία κοινωνία δεν μπορούν να ζήσουν σε κατάσταση διαρκούς ακυβερνησίας και αναταραχής. Δεν μπορούν να επιβιώσουν σε ένα καθεστώς ψιθύρων και φημών.

Κι εδώ δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά τους.

Είτε να πιάσουμε το κουβάρι από την αρχή ώστε να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη, να εδραιωθεί η αρχή και να επιβληθεί η νομιμότητα.

Είτε να αφεθούμε στη διάλυση μιας «δημοκρατίας» που θα αποδεικνύεται όλο και πιο «ακυβέρνητη».

Τελευταία Νέα

Source link

Related Articles

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to top button