
«Γεννημένος μέσα στο καθεστώς αυτό της ληστείας, της διαφθοράς, του πνευματικού σκότους και της διαστρέβλωσης της πνευματικής, έχοντας για σύμβουλο τον διεφθαρμένο αστικό πολιτισμό, έφτασα στο σημείο να κλέψω. Οχι αυτό μόνο. Ρωτήστε τον τόπο της καταγωγής μου: Θα μάθετε πως στα μικρά μου χρόνια χαρτόπαιζα, μεθούσα, πιστόλιζα για το τίποτε και τον τυχόντα μέσα στα καφενεία. Αυτά ως το 1924, ακόμα και το ’25 σχεδόν, όταν επιτέλους άρχισα με τη βοήθεια κομμουνιστών εργατών και διανοουμένων να βλέπω όχι θολά, μα με κάποια καθαρότητα».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Θανάση Κλάρα πριν γίνει Αρης Βελουχιώτης και αποτυπώνουν το ταραχώδες παραβατικό παρελθόν του ανθρώπου που έμελλε να ασπαστεί τις κομμουνιστικές ιδέες και να μετεξελιχθεί στη μυθική μορφή του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ. Αγνωστες πτυχές της σύνθετης και εκρηκτικής προσωπικότητάς του πριν από την ένταξή του στο κομμουνιστικό κίνημα, οι οποίες συνθέτουν το λούμπεν προφίλ του νεαρού Κλάρα, αλλά και νέα στοιχεία και αναγνώσεις των κρίσιμων σταθμών της μετάβασής του από το περιθώριο στον επαναστατικό αγώνα και της μετέπειτα πορείας του μέχρι την ανάδειξή του σε ηγέτη και σύμβολο της εθνικής αντίστασης κατά των κατακτητών και από την αποκαθήλωση και τον στιγματισμό του από την ηγεσία του ΚΚΕ υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη έως και το τραγικό τέλος του (αυτοκτόνησε στη χαράδρα του Φάγκου στην Μεσούντα Αρτας στις 15 Ιουνίου 1945, περικυκλωμένος από παρακρατικές ομάδες και άνδρες του 118ου Τάγματος Εθνοφυλακής), περιλαμβάνονται στο συλλογικό έργο «ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ – Η διαμόρφωση της προσωπικότητας του Θανάση Κλάρα, τα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορική διαδρομή του και τον ανέδειξαν σε ανυποχώρητο επαναστάτη» (εκδόσεις Καστανιώτη).
Η ιστορική έρευνα των Γιώργου Πετρόπουλου, Γεώργιου Σιούλα και Νίκου Χατζηδημητράκου φέρνει στο φως ντοκουμέντα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την κορεσμένη από άποψη όγκου ιστοριογραφία για τον Αρη Βελουχιώτη, αποφεύγοντας ωστόσο να αποτελέσει μια ακόμα βιογραφία του μυθικού ηγέτη του ΕΛΑΣ και ανυπότακτου κομμουνιστή, ο οποίος δεν δίστασε να παρακούσει τις εντολές του κόμματος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) και την παράδοση των όπλων, να διαφύγει με τους άνδρες του στην Αλβανία – ο Αρης που τασσόταν υπέρ της συνέχισης του ένοπλου αγώνα πέρασε στη γειτονική χώρα αλλά επέστρεψε, αρνούμενος να πειθαρχήσει.
«Είχε τη δύναμη να γυρίσει πίσω»
«Η αξία του Βελουχιώτη και το έργο του στην Αντίσταση θα φωτιστεί και θα εκτιμηθεί καλύτερα όταν αυτός τοποθετηθεί στις ανθρώπινες διαστάσεις του, μέσα από τα πραγματικά στοιχεία της Ιστορίας» σημειώνουν οι συγγραφείς, οι οποίοι παρουσιάζουν έναν άνθρωπο που «ξεκίνησε ως ένας νεαρός με κακοποιό δράση, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σημαίνουσα φυσιογνωμία του υποκόσμου, έφτασε στο χείλος του γκρεμού, όπως λέει ο ίδιος – μπορεί και να το πέρασε κάποια στιγμή –, αλλά είχε τη δύναμη να γυρίσει πίσω, να θέσει τις ικανότητες που είχε – και τις δυνατότητες που απέκτησε ως κακοποιός – στην υπηρεσία του επαναστατικού κινήματος, να υπηρετήσει με αυτοθυσία ευγενείς σκοπούς και ιδανικά και να αναδειχτεί στον κορυφαίο αντάρτη, στον ιδρυτή του ΕΛΑΣ και στον πρωτοκαπετάνιο του».
Οπως επισημαίνουν, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο «φαντάζει πιο ουσιαστικός και πιο λαμπρός ως ιστορική προσωπικότητα απ’ ό,τι τον θέλει ο μύθος που έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του με τις πολλές αποσιωπήσεις και το πλήθος των υπερβολών». «Αν στη ζωή μου υπάρχει ένα σημείο που με συγκίνηση και με υπερηφάνεια αφάνταστη από καιρού σε καιρό γυρίζω και βλέπω, είναι ακριβώς η εποχή που μπήκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα» έγραφε ο ίδιος στις 9 Σεπτεμβρίου 1931 ως συντάκτης του «Νέου Ριζοσπάστη», στο άρθρο του υπό τον τίτλο «Καθεστώς λωποδυτών είστε σεις», αποδεχόμενος το παραβατικό παρελθόν του.
«Δεν έπαυσε μεθυσκόμενος»…
Ο Κλάρας ήταν ένα απείθαρχο και ατίθασο παιδί και χρειάστηκε να φύγει από τη Λαμία το 1919 λόγω των προβλημάτων που προκαλούσε μεθοκοπώντας, χαρτοπαίζοντας και χειροδικώντας. Ούτε η οικογένειά του, με ισχυρές πολιτικές και οικονομικές επιρροές, δεν μπορούσε να τον κάνει καλά. Οταν τελείωσε την Αβερώφειο Μέση Γεωργική Σχολή όπου τον έστειλε ο πατέρας του, διορίστηκε τον Δεκέμβριο 1922, με τη βοήθεια του ίδιου, στο υπουργείο Γεωργίας, στη Γεωργική Υπηρεσία Εποικισμού, και αρχικά υπηρέτησε στα Μπούκια (Παρανέστιο) Δράμας.
Τον Μάρτιο 1923 μετατέθηκε στα Τρίκαλα, αλλά όχι για πολύ. Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα επικρατούσα άποψη των βιογράφων του, παραιτήθηκε καθώς δεν άντεχε την κοινωνική αδικία και το καθεστώς της συναλλαγής και του ρουσφετιού που κυριαρχούσε στο Δημόσιο. Κατά τους συγγραφείς, δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα. Ο Κλάρας όντως παραιτήθηκε, αφού όμως είχαν κινηθεί εις βάρος του πειθαρχικές διαδικασίες. Σύμφωνα με έκθεση που βρήκαν στον φάκελο του Θανάση Κλάρα στο υπουργείο Γεωργίας (με ημερομηνία 14 Ιουνίου 1923), αναφέρονται τα εξής:
«…ο παραιτηθείς ήδη επιμελητής Κλάρας, αφ’ ης το πρώτον ήλθεν εις Τρίκκαλα, συνεδέθη με ανθρώπους της κατωτάτης υποστάθμης, μεθύσους και χασισοπότας. Τούτο, περιελθόν εις γνώσιν μας, μας ηνάγκασε να τον απομακρύνωμεν το ταχύτερον εκ Τρικκάλων, τοποθετήσαντες αυτόν εις εξωτερικήν υπηρεσίαν. Ατυχώς, πλην της πλημμελούς διεξαγωγής της υπηρεσίας, και εκεί δεν έπαυσε μεθυσκόμενος. Εις περιοδείαν μου, συναντηθείς μετ’ αυτού, τον εκάλεσα να έλθη εις Τρίκκαλα ίνα συνεννοηθώμεν δι’ υπηρεσιακά ζητήματα, έχων σκοπόν να τον επιπλήξω και διά την αμέλειάν του και διά την συμπεριφοράν του. Την επομένην, εορτήν, καίτοι τον ανέμενον εις το γραφείον, δεν εφάνη. Την μεθεπομένην ηναγκάσθην να εξέλθω των Τρικκάλων, οπότε, επιστρέψας το εσπέρας, επληροφορήθην τα εξής: Ο Κλάρας μετά τινος άλλου περί ώραν 3 μ.μ., είς τι παρά το γραφείον οινοποτοπωλείον, τελείως μεθυσμένος, αφ’ ου επί πολύ ησχημόνει εξεμών διαφόρους βαναυσότητας, εν τέλει διά της βίας, ρίψας χαμαί ένα γέροντα επαίτην, τον ηνάγκασε να πίη απνευστί 100 δράμια ούζο. Η πράξις αύτη, αυτή καθ’ εαυτήν αγρία, και ήτις παρ’ ολίγον να επιφέρη και αυτόν τον θάνατον του δυστυχούς γέροντα, εξήγειρε τον καταστηματάρχην, όστις επενέβη υποδείξας εις τους άνω κυρίους ότι δεν εννοεί ν’ ανεχθή τοιαύτας βαναυσότητας εις το κατάστημα. Τούτο ήρκεσε να εξαγριώση αμφοτέρους, και ιδίως τον Κλάραν, οίτινες ήρχισαν να υβρίζουν και να απειλούν. Εν τω μεταξύ, ειδοποιηθείσα η αστυνομική αρχή παρά του καταστηματάρχου, προσήλθε και τους διέταξε ν’ απέλθωσιν εκείθεν, αλλά τότε όλα τα ένστικτα του χασισοπότου και αλκοολικού εξηγέρθησαν και αι ύβρεις κατά πάντων θείων και ανθρωπίνων εξετοξεύοντο κατά πάσας τας διευθύνσεις. Επί τέλους η αστυνομία ηναγκάσθη, υπείκουσα εις κοινήν των γειτόνων παράκλησιν, να τους συλλάβη και, σύρουσα τούτους διά μέσου της πλατείας και των καφενείων, ωρυομένους κυριολεκτικώς, τους ενέκλεισεν εις το κρατητήριον. (…) Ακριβώς η ταχεία μετάθεσις και η τιμωρία του, κατά την γνώμην μας, θα ήτο το ασφαλέστερον αντιδραστήριον κατά μιας εντυπώσεως δυσμενούς, και δι’ αυτό έσπευσα τηλεγραφικώς να ζητήσω την εντεύθεν απομάκρυνσίν του. Πάντως διά της παραιτήσεώς του, ην υπεβάλαμεν ήδη, απήλλαξε την υπηρεσίαν ενός υπαλλήλου αυθάδους και αλκοολικού».